Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ύπατος αποδεδειγμένος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον τίτλο αποδεδειγμένος ύπατος (λατινικά: consul designatus‎‎,[1][2] αρχαία ελληνικά: ὕπατος ἀποδεδειγμένος‎‎[1][3][4]) ονομαζόταν ο αξιωματούχος, ο οποίος είχε ήδη εκλεγεί ή επανεκλεγεί στη θέση του υπάτου και ανέμενε τον επίσημο διορισμό του, αλλά δεν είχε αναλάβει ακόμη υπηρεσία.[5] Η συντομευμένη γραφή στα λατινικά ήταν ένα «d.» ή «COS. DES.»[1]. Στα αρχαία ελληνικά ο όρος αποδεδειγμένος χρησιμοποιούνταν εν προκειμένω, με την έννοια είτε του υποδεικνυόμενου, είτε του επιβεβαιωμένου με αποδεικτικά στοιχεία ή/και με την «αίσθηση του διορισμού».[6]

Σύμφωνα με τον καθηγητή της λατινικής φιλολογίας Σπυρίδωνα Βάση (1852–1912), στο έργο του «Ρωμαίων πολιτεία: Η βασιλευομένη και η ελευθέρα» αναφερόμενος στη διευρυμένη έννοια του άρχοντα (ύπατος, πραίτορας κλπ), αναφέρει ότι και ο νέος άρχων, ο οποίος ανέμενε για να παραλάβει την εξουσία αναφερόταν επίσης, ως τότε, ως αποδεδειγμένος άρχων.[7]

  1. 1,0 1,1 1,2 INDEX V, Magisterial Titles, Offices, Etc., and Honorary Distinctions
  2. Sallustio, «Bellum Catilinae», 50, (λατινικά): [...] "Tum D. Iunius Silanus primus sententiam rogatus, 'quod eo tempore consul designatus erat, de iis, qui in custodiis tenebantur, et praeterea de L. Cassio, P. Furio, P. Umbreno, Q. Annio, si deprehensi forent, supplicium sumundum decreverat;"[...]
  3. Ιώσηπος, «Ιουδαϊκή αρχαιολογία», Βιβλίον κ΄, 11: [...] "Καλέσας δὲ Κλαύδιος τοὺς πρέσβεις ἔφη ταῦτα συγχωρεῖν καὶ ἐκέλευεν αὐτοὺς Ἀγρίππᾳ χάριν εἰδέναι, ταῦτα γὰρ ἐκείνου ποιεῖν ἀξιώσαντος, ἐπί τε ταῖς ἀποκρίσεσιν τοιαύτην ἐπιστολὴν ἔδωκεν· [11] ‘Κλαύδιος Καῖσαρ Γερμανικὸς δημαρχικῆς ἐξουσίας τὸ πέμπτον ὕπατος ἀποδεδειγμένος τὸ τέταρτον αὐτοκράτωρ τὸ δέκατον πατὴρ πατρίδος Ἱεροσολυμιτῶν ἄρχουσι βουλῇ δήμῳ Ἰουδαίων παντὶ ἔθνει χαίρειν". [...]
  4. Inscriptiones graecae ad res romanas pertinentes avctoritate et impensis Academiae inscriptionvm et litterarvm hvmaniorvm collectae et editae, René Cagnat, Jules Toutain, Académie des inscriptions & belles-lettres (France), Georges Lafaye, Victor Henry, vol. 1, p. 247.
  5. λήμμα designato, εγκυκλοπαίδεια treccani
  6. Allen Brent, Ignatius of Antioch and the Second Sophistic: A Study of an Early Christian Transformation of Pagan Culture, Mohr Siebeck, 2006. Στα Google books, σελ. 238, βλ. και υποσημ. 16
  7. Σπυρίδων Π. Βάσης, "Ρωμαίων πολιτεία: Η βασιλευομένη και η ελευθέρα", Σπυρίδωνος Π. Βάση, επιμελεία Λυσάνδρου Γ. Χ. Κώνστα. Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Εν Αθήναις 1903, σελ. 226: [...] "Και ταύτα μεν ως είρηται, ήσαν νενομισμένα, αν η αρχή, εις ην τις είχε κατασταθή, εσχόλαζεν ήδη. Αν δ' όμως κατείχετο έτι, τότε ο αιρεθείς νέος άρχων ανέμενε την λήξιν της του προάρχοντος αρχής, ης επελθούσης παρελάμβανεν αυτός την αρχήν. Τέως δε ην απλώς αποδεδειγμένος άρχων (consul, praetor κ.τ.τ. designatus). Οι κατά τούτον τον τρόπον παραλαμβάνοντες την αρχήν κυρίως άρχοντες παρελάμβανον αυτήν, ως ήδη υπεδηλώθη, Καλάνδαις ή Ειδοίς. Αν δε η του προάρχοντος αρχή συνέβαινε να μη λήγη εις τοιαύτην ημέρα, απετίθετο ούτος το αξίωμα προ της νομίμου λήξεως, καθ' α ωσαύτως εν τοις ανωτέρω παρέστήσαμεν" [...]. Επίσης: Σπυρίδων Π. Βάσης, "Ρωμαίων Πολιτεία", έκδοση: "Pelekanos Books", Αθήνα 2015, ISBN 9604008358, ISBN 9789604008353, σελ. 226