Έριδα των Διονυσίων
Η έριδα των Διονυσίων, ήταν μια εκκλησιαστική έριδα που απασχόλησε κατά τον 3ο αιώνα τις εκκλησίες Αλεξανδρείας και Ρώμης. Η διαμάχη αυτή ξεκίνησε με αφορμή τη διάδοση της διδασκαλίας του Σαβελλίου στην Αλεξάνδρεια και προκάλεσε θεολογική έριδα ανάμεσα στους δύο ομώνυμους επισκόπους των τοπικών εκκλησιών, με αφορμή τη προσπάθεια του Διονυσίου Αλεξανδρείας να αποδείξει, αντιμετωπίζοντας το Σαβελλιανισμό, την υπόσταση του Υιού και τη διάκρισή Του από τον Πατέρα.
Τα αίτια της έριδας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας (247-265) ήταν ένας δραστήριος επίσκοπος, ο οποίος, κατά το Μέγα Αθανάσιο, διακρινόταν στην εποχή του για την άρτια θεολογική του κατάρτιση αλλά και το σημαντικό αγώνα για την αντιμετώπιση των κυριοτέρων εκκλησιαστικών ζητημάτων που είχαν προκύψει στην τοπική εκκλησία, σε ότι αφορά τη μετάνοια των πεπτωκότων, τον εορτασμό του Πάσχα, του Σαβελλιανισμού και του δυναμικού Μοναρχιανού Παύλου Σαμοσατέα. Υπήρξε μαθητής του Ωριγένη και σφοδρός πολέμιος του Σαβελλιανισμού, γράφοντας πλήθος επιστολών[1]. Στην προσπάθειά του να αντικρούσει τον Σαβελλιανισμό και την πεποίθηση που εξέφραζε πως ο Υιός και ο Πατήρ είναι ως υποστάσεις το ίδιο και το αυτό, προχώρησε στη διατύπωση ότι ο «Υιός ουκ ήν πριν γέννηται» και πως σε σχέση με τον Πατέρα «μήτε φύση ίδιος» και «ξένος κατ'ουσίαν και ποίημα και κτίσμα»[2], ουσιαστικά υιοθετώντας παρεμφερείς, Ωριγενιστικές απόψεις. Ο Διονύσιος μάλιστα απέφυγε επιμελώς την διατύπωση «πρόσωπο», που ήταν προσφιλής στους μοναρχιανούς, χρησιμοποιώντας τον όρο «υπόσταση». Αυτή η διδασκαλία του, αλλά και η επιτυχής αντιμετώπιση του Σαβελλιανισμού, τον είχαν καταστήσει ιδιαίτερα αντιπαθή ανάμεσα στους Σαβελλιανιστές. Έτσι, οι οπαδοί του Σαβελλίου διεμήνυσαν στον Ρώμης Διονύσιο τις απόψεις που εξέφρασε ο Διονύσιος Αλεξανδρείας, συνακολουθούμενοι και από πολλούς πιστούς της εκκλησίας που διαφωνούσαν με τις απόψεις αυτές[3].
Η έριδα και η επίλυσή της
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η έριδα θεολογικά προκλήθηκε κατά κύριο λόγο από τον όρο «υπόσταση» και το πώς χρησιμοποιείτο ως όρος σε κάθε εκκλησία, καθώς στη Δύση αποδιδόταν με τον όρο «substantia» δηλαδή με το όρο που προσδιοριζόταν και η «ουσία», ενώ στη ανατολή υπήρχε σαφής διαχωρισμός. Ο Αλεξανδρείας ουσιαστικά διαιρούσε την ουσία της θεότητος σε 3 διαφορετικές υποστάσεις και έτσι ο Ρώμης Διονύσιος συγκάλεσε Σύνοδο, καταδικάζοντας τις διατυπώσεις του Αλεξανδρείας, δεχόμενος τη διατύπωση 3 πρόσωπα, μία υπόστασις[4] και ζητώντας εξηγήσεις για τις εκφράσεις τις οποίες διατύπωσε. Με νέα επιστολή του εξέφραζε επίσης τις απόψεις της εκκλησίας περί «μοναρχίας» της θεότητος. Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας πριν λάβει όμως τις επιστολές, έστειλε δική του επιστολή στον Ρώμης, αντιλαμβανόμενος την αστοχία των δηλώσεών του[5], χαρακτηρίζοντας τον Υιό «Λόγον, Σοφία, ατμίδα και απαύγασμα του Πατρός» και επιτέθηκε σε όσους τον διέβαλαν, εξηγώντας γιατί προέβη σε αυτές τις ατυχείς διατυπώσεις. Με νέο έργο του, «Έλεγχος και απολογία» αντέκρουε τις πλάνες που του απέδιδαν, δεχόμενος πως προέβη σε ατυχείς διατυπώσεις, τονίζοντας πως ο Πατήρ είναι «συναΐδιος» και «άναρχος» και «αειγενής». Η απολογία του θεωρήθηκε από τη Ρώμη τελικά ορθόδοξος, όμως η έννοια «υπόστασις» μεταξύ ανατολικής και δυτικής θεολογίας παρέμεινε με διαφορετική έννοια, καθότι φαίνεται πως ο Διονύσιος Ρώμης δεν την αποδέχτηκε. Εν τέλει όμως οι εκφράσεις του Διονυσίου Αλεξανδρείας κατέληξαν να χρησιμοποιηθούν από τον Αρειανισμό ως επιχειρήματα της διδασκαλίας του.
Υποσημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Εκδόσεις Διήγηση, Αθήνα, 2002.