Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άντερς Σάντε Έρστεντ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άντερς Σάντε Έρστεντ
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση21  Δεκεμβρίου 1778, Ρούντκεμπινγκ
Θάνατος1  Μαΐου 1860
Κοπεγχάγη
ΥπηκοότηταΒασίλειο της Δανίας
Πολιτικό κόμμαHøjre
ΣύζυγοςSophie Ørsted
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης
Επάγγελμαπολιτικός
αυτοβιογράφος
δικαστής
δικηγόρος[1][2]
ΒραβεύσειςΤάγμα του Αγίου Όλαφ
τάγμα του Ελέφαντα
Ιππότης του Τάγματος του Ντάνεμπρογκ
ΑξίωμαΠρωθυπουργός της Δανίας, member of the Danish Constituent Assembly, Kultus Minister of Denmark και Gehejmestatsminister
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Άντερς Σάντε Έρστεντ (Anders Sandøe Ørsted, 21 Δεκεμβρίου 17781 Μαΐου 1860) ήταν Δανός νομικός, πολιτικός και συγγραφέας, που διετέλεσε Πρωθυπουργός της Δανίας το 1853-1854, ο τρίτος κατά σειρά συνταγματικός πρωθυπουργός της χώρας.

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Ρούδκεεπενγκ, στο νότιο νησί Λάνγκελαιν της Δανίας, και ήταν μικρότερος αδελφός του γνωστού φυσικού Χανς Κρίστιαν Έρστεντ, αλλά και θείος του συνονόματου βοτανολόγου Άντερς Σάντε Έρστεντ.

Ο Άντερς σπούδασε φιλοσοφία και νομική στην Κοπεγχάγη, γενόμενος δεκτός στον δικηγορικό σύλλογο το 1799. Κατόπιν έγινε ένας διακεκριμένος δικαστικός. Μία από τις πρώτες του δίκες ήταν εκείνη του Χανς Γιόναταν, ενός σκλάβου που απέδρασε. Ο Άντερς διέταξε να επιστραφεί στις Δυτικές Ινδίες, όπου είχε αγορασθεί (Hof-og Stadsret: Generalmajorinde Henriette de Schimmelmann contra mulatten Hans Jonathan 1802).[3] Σχετικώς νωρίς ο Έρστεντ συνδέθηκε με τη διοίκηση, και από το 1825 μέχρι το 1848 διετέλεσε generalprokurør (νομικός σύμβουλος του κράτους). Συνέταξε το σύνταγμα του 1831 και στη συνέχεια έγινε υπουργός (1842-1848), και από τον Οκτώβριο του 1853 μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου 1854 ήταν πρωθυπουργός της Δανίας. Υποχρεώθηκε όμως να παραιτηθεί εξαιτίας του αντιδημοφιλούς συντηρητισμού του, που αποτελούσε σαφώς απομάκρυνση από τις αρχικές πολιτικές θέσεις του. Το 1855 κατηγορήθηκε και δικάσθηκε για παραβίαση του συντάγματος, αλλά αθωώθηκε και επέστρεψε στην ιδιωτική ζωή του.

Εκτός από πολιτικός, ο Έρστεντ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους δικαστικούς στη νομική ιστορία της Δανίας του 19ου αιώνα. Υπήρξε πρωτοπόρος στη σύνδεση της θεωρητικής νομικής με την πρακτική εφαρμογή της και τόσο ως δικαστής, όσο και ως συγγραφέας ενέργησε με επιτυχία προς την κατεύθυνση τού να καταστεί η πρακτική το θεμέλιο της νομοθεσίας.

Η πολιτική του σταδιοδρομία χαρακτηρίσθηκε από μία σειρά παραδόξων. Κατά την περίοδο που ήταν βασιλικός σύμβουλος της απόλυτης μοναρχίας, θεωρήθηκε μάλλον φιλελεύθερος και ανεκτικός για τη θέση αυτή, και επομένως συχνά δυσάρεστος για τα πιο συντηρητικά στοιχεία. Καθώς όμως η αντίθεση στο καθεστώς ενισχυόταν, έγινε συντηρητικότερος και ως πρωθυπουργός θεωρήθηκε «αντιδραστικός». Η προσπάθειά του να θεσμοθετήσει ένα πολύ συντηρητικό σύνταγμα οδήγησε στη συνεννόηση μεταξύ του βασιλιά και των φιλελεύθερων, που τον υποχρέωσαν να παραιτηθεί.

Σε όλη τη σταδιοδρομία του ο Έρστεντ υπήρξε οτρηρός συγγραφέας. Μεταξύ άλλων θεμάτων, έγραψε για την καντιανή και την εγελιανή φιλοσοφία, για το δίκαιο της Δανίας και της Νορβηγίας, για τη σκανδιναβική πολιτική (1857), ενώ άφησε και μία αυτοβιογραφία (1856). Υπήρξε επίσης συντάκτης αρκετών περιοδικών, με πλέον αξιοσημείωτα τα νομικά Juridisk Arkiv (1804-1812), Nyt Juridisk Arkiv (1812-1830) και Juridisk Tidsskrift (1820-1840), όπως και της επίσημης κυβερνητικής περιοδικής εκδόσεως Collegial-Tidende (την περίοδο 1815-1834 με τον Πέτερ Γιόχαν Μόνραντ και μόνος του από το 1834 ως το 1848).

  1. Ανακτήθηκε στις 20  Ιουνίου 2019.
  2. «Эрстед» (Ρωσικά)
  3. Kristín Loftsdóttir and Gísli Pálsson, 'Black on White: Danish Colonialism, Iceland and the Caribbean', στο Scandinavian Colonialism and the Rise of Modernity: Small Time Agents in a Global Arena, ed. by M. Naum & Jonas M. Nordin, Contributions To Global Historical Archaeology, τόμος 37 (2013), σσ. 37-52 (σελ. 45).
  • Dansk Biografisk Leksikon, τόμος 16 (1984)
  • Svend Thorsen: De danske ministerier, τόμ. 1, Κοπεγχάγη 1967