Άδουλις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 15°15′47″N 39°39′38″E / 15.263061°N 39.660552°E / 15.263061; 39.660552

Άδουλις
Χάρτης
Είδοςοικισμός, πόλη λιμάνι και αρχαιολογική θέση
Γεωγραφικές συντεταγμένες15°16′12″N 39°37′49″E
Διοικητική υπαγωγήZula
ΧώραΕρυθραία
Commons page Πολυμέσα

Η Άδουλις [i] (λατινικά Aduliton) ήταν αρχαία πόλη της Αιθιοπίας κατά μήκος της Ερυθράς Θάλασσας στον Κόλπο της Ζούλα, περίπου 40 χιλιόμετρα νότια της Μασάουα. Σήμερα, τα ερείπια της βρίσκονται στην πόλη Ζούλα που ανήκει στην Ερυθραία. Υπήρξε σπουδαίο εμπορικό λιμάνι κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή,[1] σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο των βασιλείων Ντάματ και Αξούμ που διατηρούσαν εμπορικούς δεσμούς με την Ελλάδα και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Πιθανότατα, συμπεριλαμβανόταν στις σημαντικές πόλεις μιας μεγάλης επικράτειας που οι αρχαίοι Αιγύπτιοι κατονόμαζαν ως Χώρα των Θεών, όπως καταγράφεται στη γεωγραφική λίστα της 18ης Δυναστείας.[2]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Άδουλις κτίστηκε σε προνομιακή θέση, στον μυχό κόλπου που την προστάτευε από την κακοκαιρία και τους επιδρομείς.[3] Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος είναι ο πρώτος Ευρωπαίος συγγραφέας που αναφέρει την Άδουλι.[4] Ωστόσο, παρερμήνευσε την ονομασία του τόπου, θεωρώντας πως σήμαινε ότι είχε ιδρυθεί από δραπέτες Αιγύπτιους σκλάβους, δηλαδή «μη δούλους».[1] Ανέφερε περαιτέρω ότι η πόλη ήταν η «σημαντικότερη αγορά για τους Τρωγλοδύτες και τους λαούς της αρχαίας Αιθιοπίας». [ii]. Περιγράφεται ως διαμετακομιστικό κέντρο για ελεφαντόδοντο, δέρματα ιπποποτάμων και λεοπαρδάλεων, πιθήκους και άλλα εξαγώγιμα προϊόντα των ηπειρωτικών περιοχών, ακόμη και σκλάβους.[5][ii] Μπορεί να ταυτίζεται με την παλαιότερη Βερενίκη Πάγχρυσο των Πτολεμαίων. Πάντως στα χρόνια του Πτολεμαίου Β’, το εμπόριο του ελέφαντα για πολεμικούς σκοπούς, δίνει στην Άδουλι μια από τις πρώτες θέσεις στην προχριστιανική αγορά.[3] Μετέπειτα, οι ρωμαϊκές τριήρεις εκτελούσαν μακρινά ταξίδια που έφταναν μέχρι την Ινδία. Μεταφέρουν πιπέρι, ρύζι, βαμβάκι, μετάξι, πολύτιμους λίθους και υφάσματα από τον Περσικό Κόλπο. Μεταξύ των σημαντικών λιμανιών που βρίσκονταν στο δρόμο τους ήταν και η Άδουλις.[3]

Ένα έργο του 4ου αιώνα μ.Χ. που, παραδοσιακά -αλλά πιθανώς λανθασμένα- αποδίδεται στον Παλλάδιο της Γαλατίας, σχετίζεται με το ταξίδι ενός ανώνυμου Αιγύπτιου λογίου (scholasticus) στην Ινδία προκειμένου να ερευνήσει την φιλοσοφία της κάστας των Βραχμάνων. Τον συνόδευε μέχρι κάποιο σημείο του οδοιπορικού του κάποιος Μωϋσής, επίσκοπος της πόλης.

Την εποχή του Αξουμικού Βασιλείου, η Άδουλις έφτασε στο απόγειό της. Οι εμπορικές συναλλαγές αντί να ακολουθούν την θαλάσσια οδό Περσικός Κόλπος-Ερυθρά Θάλασσα-Μεσόγειος Θάλασσα, ακολουθούν την εσωτερική αρτηρία Άδουλις-Κοιλάδα Νείλου-Δέλτα Νείλου (Μεσόγειος). Αυτή, ακριβώς, η εμπορική και στρατιωτική σημασία της περιοχής εκείνης τράβηξε την προσοχή των Βυζαντινών. Στην εποχή του Ιουστινιανού η Άδουλις ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής της Κωνσταντινούπολης σε αμέθυστο, ελεφαντόδοντο και χρυσάφι.[3]

Ο Αλεξανδρινός Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης, ο οποίος την περιηγήθηκε κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Ιουστίνου (Topogr. Christ. I, 140 εν Migne, Patrologia graeca LXXXVIII) [6] αναφέρει δύο επιγραφές που βρήκε εδώ τον 6ο μ.Χ. αιώνα: στην πρώτη αναγράφεται με ποιο τρόπο ο Πτολεμαίος Ευεργέτης χρησιμοποίησε πολεμικούς ελέφαντες που αιχμαλωτίστηκαν στην περιοχή για να καταγάγει νίκες στους πολέμους του στο εξωτερικό.

Η δεύτερη, ήταν χαραγμένη σε, μη υπάρχοντα πλέον, θρόνο γνωστό ως Monumentum Adulitanum, του οποίου υπάρχει αναπαράσταση (D. Krencker εν Deutshe Aksum Exp. II 66).[1] Στην επιγραφή αναγράφονται τα κατορθώματα ενός βασιλιά του Αξούμ, πιθανόν του Σεμπρούθιδος, ο οποίος καυχιόταν για τις νίκες του στην Αραβία και τη Β. Αιθιοπία.[7] Ωστόσο, ο Κοσμάς δεν ανέφερε ότι πρόκειται για δυό κομμάτια διαφορετικής προέλευσης, με αποτέλεσμα αυτά να θεωρηθούν ως τμήματα μίας (1) επιγραφής και να γίνει προβληματική η ερμηνεία τους, εφόσον υπήρχαν δύο πρόσωπα από διαφορετικές εποχές και διαφορετικές εθνότητες. Το πρόβλημα λύθηκε όταν ανευρέθη και τρίτη επιγραφή, παρόμοια με τη δεύτερη, όποτε οι μελέτες κατέδειξαν ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές επιγραφές.[1]

Ο έλεγχος της Αδούλιδος επέτρεψε στο Αξούμ να είναι η κύρια δύναμη στην Ερυθρά Θάλασσα. Το λιμάνι της, επίνειο της πρωτεύουσας σε απόσταση 8 ημερών[iii], έπαιξε μεγάλο ρόλο κατά την εισβολή του Κάλεμπ στο βασίλειο των Χιμυαριτών του Dhu Nuwas, γύρω στο 520 μ.Χ.. Παρόλο που ο μελετητής Yuri Kobishchanov περιέγραψε μια σειρά από επιδρομές Αξουμιτών που έγιναν στην αραβική ακτή (η τελευταία ήταν το 702, όταν καταλήφθηκε το λιμάνι της Τζέντα), και υποστήριξε ότι η Άδουλις κατελήφθη αργότερα από τους Μουσουλμάνους, γεγονός που έθεσε τέλος στη ναυτική κυριαρχία του Αξούμ και συνέβαλε στην απομόνωσή του από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και άλλους παραδοσιακούς συμμάχους, τα τελευταία χρόνια της πόλης παραμένουν ένα μυστήριο. Μουσουλμάνοι συγγραφείς αναφέρουν περιστασιακά τόσο την Άδουλι όσο και το κοντινό Αρχιπέλαγος Ντάλακ ως τόπους εξορίας. Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι το Αξούμ διατήρησε την πρόσβαση του στην Ερυθρά Θάλασσα, ωστόσο γνώρισε σαφή οικονομική παρακμή από τον 7ο αιώνα και μετά. Σε κάθε περίπτωση, η θαλάσσια δύναμη του Αξούμ και της πόλης εξασθένησαν και ο έλεγχος για την Ερυθρά Θάλασσα έπεσε σε άλλα χέρια.[8]

Ο κόλπος της Αδούλιδος και η πόλη παραχωρήθηκε σε Γάλλους εμπόρους το 1842, γι’ αυτό και αναγνωρίστηκε από την Αιθιοπία, ως τμήμα της Γαλλικής επικράτειας, το 1859. Ωστόσο, η σχετική συνθήκη δεν εφαρμόστηκε, διότι η κυβέρνηση του Ναπολέοντα Γ’ προέκρινε τον λιμένα Ομπόκ.[6]

Ανασκαφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βυζαντινή βασιλική του 5ου αιώνα ανασκαφείσα το 1914 από τον Ιταλό αρχαιολόγο Ρομπέρτο Παριμπένι.

Η Άδουλις ήταν από τους πρώτους χώρους του Αξούμ όπου διενεργήθησαν ανασκαφές, όταν μια γαλλική αποστολή στην Ερυθραία υπό τους Vignaud και Petit πραγματοποίησε μια πρώτη έρευνα το 1840 και ετοίμασε ένα χάρτη με τη θέση τριών δομών που θεωρήθηκε ότι ήταν ναοί. Το 1868, εργάτες που συμμετείχαν στην εκστρατεία του Ρόμπερτ Νάπιερ εναντίον του Αιθίοπα Βασιλιά Tewodros II επισκέφτηκαν την Άδουλι και έφεραν στην επιφάνεια πολλά κτήρια, συμπεριλαμβανομένων των θεμελίων μιας βυζαντινής εκκλησίας. Ωστόσο, οι πρώτες επιστημονικές ανασκαφές στην Άδουλι πραγματοποιήθηκαν από γερμανική αποστολή, το 1906, υπό την επίβλεψη του R. Sundström. Ο Sundström εργάστηκε στον βόρειο τομέα του χώρου, εκθέτοντας μια μεγάλη δομή, την οποία ονόμασε παλάτι της Αδούλιδος, καθώς και πολλά νομίσματα των Αξουμιτών κομμένα με ελληνικούς χαρακτήρες.[1] Τα αποτελέσματα της αποστολής δημοσιεύθηκαν σε τέσσερις τόμους το 1913.

Ο Ιταλός Παριμπένι (Roberto Paribeni) έκανε ανασκαφές στην πόλη το επόμενο έτος, ανακαλύπτοντας πολλές δομές παρόμοιες με αυτές που είχε βρει ο Sundström νωρίτερα, καθώς και σειρά απλών κατοικιών. Βρήκε πολλά αγγεία, μεταξύ των οποίων και αμφορείς κρασιού εισηγμένων από την περιοχή της -σύγχρονης- Άκαμπα.[9] Πέρασαν πάνω από 50 χρόνια μέχρι την επόμενη ανασκαφή, όταν το 1961 και το 1962 το Αιθιοπικό Ινστιτούτο Αρχαιολογίας χρηματοδότησε μια αποστολή με επικεφαλής τον Francis Anfray. Αυτή η ανασκαφή όχι μόνο έφερε στο φως υλικά που έδειχναν ισχυρές συγγένειες με το ύστερο βασίλειο του Αξούμ, αλλά και ένα στρώμα καταστροφής. Αυτό, με τη σειρά του, ώθησε τον Kobishchanov να υποστηρίξει αργότερα ότι η Άδουλις είχε καταστραφεί από αραβική επιδρομή στα μέσα του 7ου αιώνα, μια άποψη που, έκτοτε, απορρίφθηκε εν μέρει.[1][10] Πάντως, η σχέση των Αράβων προς την πόλη περιγράφεται με έναν χαρακτηριστικό στίχο κάποιου Άραβα ποιητή του 6ου αιώνα μ.Χ., της αυλής του βασιλιά της Βαβυλωνίας περί των «πλοίων της Αδούλιδος».[6]

Θραύσματα γυάλινων αγγείων βρέθηκαν στα χαμηλότερα στρώματα της πόλης, παρόμοια με δείγματα της αιγυπτιακής 18ης Δυναστείας. Ένα πολύ εξειδικευμένο εύρημα που ανακαλύφθηκε στην περιοχή ήταν ένα αγγείο (φιάλη) από την Αμπού Μένα. Πάνω του υπήρχε χαραγμένο σχέδιο που έδειχνε τον Άγιο Μηνά ανάμεσα σε δύο γονατισμένες καμήλες. Τέτοια αγγεία υποτίθεται ότι διατηρούσαν νερό από μια πηγή κοντά στον τάφο του Αγίου στην Αίγυπτο. Το συγκεκριμένο μπορεί να το έφερε στην Άδουλι κάποιος προσκυνητής.[11]

Μετά την ανεξαρτησία της Ερυθραίας, το Εθνικό Μουσείο της χώρας ζήτησε από την κυβέρνηση της Αιθιοπίας να επιστρέψει τα τεχνουργήματα αυτών των ανασκαφών. Μέχρι σήμερα, όμως, τα αιτήματα έχουν απορριφθεί.[12]

Οι προηγούμενες αποικιοκρατικές έρευνες στηρίζονταν σε παλαιές αιθιοπικές προφορικές παραδόσεις. Τα περισσότερα από αυτά τα χρονικά τοποθετούν την Άδουλι στην καρδιά του βασιλείου Αξούμ, θεωρώντας την ως αναπόσπαστο μέρος αυτού του βασιλείου. Ως αποτέλεσμα, η πόλη έχει μελετηθεί μέσα στο πλαίσιο αυτό από τους περισσότερους, αν όχι όλους, τους μελετητές της περιοχής. Ωστόσο, πρόσφατες ιστορικές/αρχαιολογικές πηγές αμφισβητούν το συγκεκριμένο πρότυπο, υπό την έννοια ότι, η Άδουλις υπήρξε το κέντρο ενός βασιλείου που δεν αποτελούσε κομμάτι του Αξούμ, αλλά προϋπήρχε αυτού.[εκκρεμεί παραπομπή]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Η Άδουλις αναφέρεται και ως Αδουλεί, Αδουλίς, Άδουλι, Αδούλη, Άδουλι, Αδουλί, Αδουλίς, Αίδουλις [1][6]

ii. ^ «oppidum Aduliton. Aegyptiorum hoc servi profugi a dominis condidere. Maximum hic emporium Troglodytarum, etiam Aethiopum...deferunt plurinum ebur, rhinocerotum cornua, hippopotamiorum coria, celtium testudinum, sphingia, mancipia»

iii. ^ Ο Περίπλους της Ερυθράς Θάλασσας αναφέρει: «Μετά δε την Πτολεμαΐδα την των θηρών...εμπόριον εστιν νόμιμον η Αδουλεί, κείμενον εν κόλπω βαθεί...αφ’ης εις μεν Κολόην μεσόγειον πόλιν, και πρώτον εμπόριον του ελέφαντος, οδός έστιν ημερών τριών, από δε ταύτης, εις αυτήν την μητρόπολιν τον Αξωμίτην λεγόμενον, άλλων ημερών πέντε» [6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 ΠΛΜ
  2. Manzo et al
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 ΧΡΠ
  4. Plin. Natural History 6.34
  5. Plin. Natural History 6. 172
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 ΠΛ
  7. Thonemann
  8. Bowersock
  9. Paribeni
  10. Kobishchanov
  11. Paribeni 1907: 538, εικ. 54
  12. web.archive.org/web/20060620005055/http://www.news24.com/News24/Africa/News/0%2C%2C2-11-1447_1660407%2C00.html Αρχειοθετήθηκε 2006-06-20 στο Wayback Machine.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996, 2:347, (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963, 1:363 (ΠΛ)
  • Χάρης Πάτσης: Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. 1972, 2:119 (ΧΡΠ)
  • Manzo, Andrea; Zazzaro, Chiara; Falco, Diana Joyce De (Nov 26, 2018). Stories of Globalisation: The Red Sea and the Persian Gulf from Late Prehistory to Early Modernity: Selected Papers of Red Sea Project VII". BRILL
  • Paribeni, Riserche nel luogo dell’ antica Adulis, Roma 1908
  • Peter Thonemann, Gates of Horn, p. 9
  • G.W. Bowersock, The Rise and Fall of a Jewish Kingdom in Arabia, Institute for Advanced Studies, Princeton, 2011. The Adulis Throne, Oxford University Press, in press.
  • Yuri M. Kobishchanov, Axum (Joseph W. Michels, editor; Lorraine T. Kapitanoff, translator). University Park, Pennsylvania: Pennsylvania State Univ. Press, 1979. ISBN 0-271-00531-9