Ταρκύνιοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Ταρκύνιος ο Υπερήφανος σε έργο του Λώρενς Άλμα-Τάντεμα (1690)

Η Γενιά των Ταρκύνιων ήταν Πληβείοι στην Αρχαία Ρώμη από τους οποίους προήλθαν ο Ταρκύνιος ο Πρεσβύτερος και ο Ταρκύνιος ο Υπερήφανος, 5ος και 7ος αντίστοιχα Βασιλιάς της Ρώμης. Τα περισσότερα μέλη των Ταρκύνιων στην Ρωμαϊκή ιστορία σχετίζονται με αυτή την δυναστεία, λίγοι ωστόσο εμφανίζονται στην μετέπειτα Ρωμαϊκή δημοκρατία, η παρουσία τους συνεχίζεται και τον 4ο αιώνα π.Χ. Ο θρυλικός ιδρυτής της δυναστείας των Ταρκυνίων ήταν ο Δημάρατος της Κορίνθου, μέλος της οικογένειας Βακχιάδαι της Αρχαίας Κορίνθου που εξορίστηκε (657 π.Χ.).[1][2][3][4] Ο Δημάρατος εγκαταστάθηκε στην Ταρκυνία στην Ετρουρία όπου παντρεύτηκε μιά τοπική Ετρούσκα ευγενή και απέκτησε δύο γιους τον μετέπειτα βασιλιά Ταρκύνιο τον Πρεσβύτερο και τον Αρρούν Ταρκύνιο, πήραν το προσωνύμιο "Ταρκύνιος" από τον τόπο γέννησης τους. Οι κάτοικοι αρνήθηκαν να δώσουν πολιτικά δικαιώματα στον Ταρκύνιο λόγω της ξένης καταγωγής του, με προτροπή της συζύγου του Τανακύλλας μετανάστευσε στην Ρώμη όπου ο 4ος βασιλιάς της Άνκος Μάρκιος τον έκανε τον πιο έμπιστο σύμβουλο του. Η βασιλεία στην Ρώμη δεν ήταν απαραίτητα κληρονομική οπότε ο Ταρκύνιος μπόρεσε να διαδεχθεί τον Άνκο Μάρκο ως 5ος βασιλιάς της Ρώμης παρακάμπτοντας τους γιους του.[5][6]

Ο Ταρκύνιος ο Υπερήφανος 7ος και τελευταίος βασιλιάς της Ρώμης ήταν γιος ή εγγονός του Ταρκύνιου του Υπερήφανου, ο Λεύκιος Ταρκύνιος Κολλατίνος πρώτος Ύπατος στην Ρωμαϊκή δημοκρατία ήταν ξάδελφος του.[7] Στα υπόλοιπα μέλη της δυναστείων των Ταρκύνιων που εμφανίζονται δεν είναι γνωστή η σχέση τους με τους συγκεκριμένους βασιλείς, πιθανότατα να διετέλεσαν και άλλα μέλη της οικογένειας βασιλείς ή Ύπατοι εκείνη την εποχή.[8] Δεν είναι σαφές αν οι πρώτοι Ταρκύνιοι ήταν Πατρίκιοι ή Πληβείοι, ο Ύπατος Κολλατίνος καταγράφεται ως Πατρίκιος.[9] Ο Κορνέλ εξηγεί ότι στις μετέπειτα εποχές κανένας διάδοχος των πρώτων βασιλέων δεν διεκδίκησε τον τίτλο του Πατρίκιου και κανένας Πατρίκιος δεν διεκδίκησε καταγωγή από τους πρώτους βασιλείς. Οι Πατρίκιοι πήραν τον τίτλο από τον βασιλιά κατά προτίμηση χωρίς να είναι απαραίτητα ικανοί για το αξίωμα, θεωρείται απίθανο να έγιναν και οι ίδιοι οι βασιλείς δεκτοί στην οικογένεια των Πατρικίων.[10] Ο Κολλατίνος δέχτηκε τον τίτλο του Πατρίκιου όταν ανέτρεψε τον ξαδελφό του αλλά πιθανότατα τον έχασε όταν ο Λεύκιος Ιούνιος Βρούτος τον ανέτρεψε και τον έστειλε στην εξορία. Η οικογένεια των Ταρκύνιων δεν σχετίστηκε από τότε ποτέ με τον τίτλο του Πατρίκιου, όλα τα μέλη της καταγράφονται ως Πληβείοι. Το όνομα "Ταρκύνιος" σχετίζεται στην Λατινική γλώσσα με το Ετρουσκικό "Τάρχων" ή "Ταρχωνία", το όνομα εμφανίζεται σε Νωπογραφία στον περίφημο "Τάφο του Φρανσουά" στο Βούλτσι.[11][12] Το όνομα το έδωσε πιθανότατα ο μυθικός ιδρυτής των Ετρούσκων Τάρχωνας του οποίου η οικογένεια εξαπλώθηκε σύμφωνα με τον θρύλο στην Ταρκυνία και στο Τσέρι.[13]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Τίτος Λίβιος, Α΄.34
  2. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Γ΄.46
  3. Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, 35.5. s. 43
  4. Τάκιτος, "Χρονικά", ΙΑ΄.14
  5. Τίτος Λίβιος, Α΄.34,35
  6. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Γ΄.46-49
  7. Τίτος Λίβιος, Α΄.38,46,57
  8. Cornell, The Beginnings of Rome, σσ. 138–141
  9. Broughton, Τομ. Α΄, σ. 2
  10. Cornell, The Beginnings of Rome, σσ. 142, 143
  11. Grant, History of Rome, σ. 23
  12. Cornell, The Beginnings of Rome, σσ. 135, 138, 139
  13. Grant, History of Rome, p. 23, Roman Myths, σσ. 24, 74, 153, 154

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Marcus Tullius Cicero, De Officiis, De Republica.
  • Gaius Sallustius Crispus (Sallust), Bellum Catilinae (The Conspiracy of Catiline).
  • Titus Livius (Livy), History of Rome.
  • Dionysius of Halicarnassus, Romaike Archaiologia (Roman Antiquities).
  • Plutarchus, Lives of the Noble Greeks and Romans.
  • Lucius Cassius Dio Cocceianus (Cassius Dio), Roman History.
  • Julius Obsequens, Liber de Prodigiis (The Book of Prodigies).
  • Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology, William Smith, ed., Little, Brown and Company, Boston (1849).
  • Theodor Mommsen et alii, Corpus Inscriptionum Latinarum (The Body of Latin Inscriptions, abbreviated CIL), Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (1853–present).
  • René Cagnat et alii, L'Année épigraphique (The Year in Epigraphy, abbreviated AE), Presses Universitaires de France (1888–present).
  • Stéphane Gsell, Inscriptions Latines de L'Algérie (Latin Inscriptions from Algeria, abbreviated ILAlg), Edouard Champion, Paris (1922–present).
  • Michael Grant, Roman Myths, Dorset Press (1971), History of Rome, Scribner's (1978).
  • Timothy J. Cornell, The Beginnings of Rome: Italy and Rome from the Bronze Age to the Punic Wars (c. 1000–264 BC), Routledge, London (1995).