Ουρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 30°57′44″N 46°06′16″E / 30.9622°N 46.1044°E / 30.9622; 46.1044

Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Το Αχβάρ του νοτίου Ιράκ: Καταφύγιο βιοποικιλότητας και τοπίο των ερειπίων των πόλεων της Μεσοποταμίας
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.

Τα ερείπια της Ουρ, με το ζιγκουράτ στο βάθος
Χάρτης
Χώρα μέλοςΙράκ Ιράκ
ΤύποςΜικτό
Κριτήριαiii, v, ix, x
Ταυτότητα1481
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή2016 (40ή συνεδρίαση)

Η αρχαία πόλη Ουρ βρισκόταν στη νότια Μεσοποταμία, κοντά στις εκβολές του Ευφράτη και του Τίγρη στον Περσικό κόλπο, κοντά στην πόλη Ερίντου.

Η Ουρ θεωρείται από πολλούς να είναι η πόλη του Ουρ Κασντίμ που αναφέρεται στο βιβλίο της Γένεσης σαν πατρίδα του Αβραάμ. Κεντρική θεότητα τής πόλης ήταν ο θεός της Σελήνης Σιν Νανάρ.

Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη τοποθετείται 18 χιλιόμετρα από την παραδοσιακή τοποθεσία του κήπου της Εδέμ. Το 2000 π.Χ. ήταν πιθανότατα κοντά στη θάλασσα, καθώς η ακτογραμμή του περσικού κόλπου περνούσε δίπλα της.[1]

Αρχαιολογικές ανασκαφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ανασκαφές άρχισαν από τη Μεγάλη Βρετανία το 1854 υπό την ηγεσία του J.E. Taylor, που βρήκε την κορυφή ενός Ζιγκουράτ. Συνέχισε η μικτή εξερευνητική αποστολή του Πανεπιστημιακού Μουσείου της Πενσιλβάνια και του Βρετανικού Μουσείου με αρχηγό τον Dr Γούλεϊ το 1929 στη βάση των λόφων τής Ουρ και κράτησε 12 χρόνια.

Στρωματογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τον Γούλεϊ σκάφτηκε ένα πελώριο πηγάδι στους λόφους του Βασιλικού Κοιμητηρίου, βαθύ 64 πόδια ως το τέλος του.

Ουμπαΐντ Ι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρέθηκαν 3 προκατακλυσμιαία επίπεδα κατάληψης, πάχους 1 μέτρου.

Πάνω από την Ουμπαΐντ Ι, υπήρχε η ιλύς του Κατακλυσμού πάχους 3 σχεδόν μέτρων, χωρίς ανθρώπινα απομεινάρια και μέσα σ’ αυτήν στο πάνω μέρος της σκαμμένοι τάφοι, που ανήκαν στις δύο επόμενες φάσεις (Ουμπαΐντ ΙΙ, και ΙΙΙ).

Ουμπαΐντ ΙΙ, και ΙΙΙ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτεινόταν από το 5,5 ως το 11ο μέτρο του πηγαδιού.

Εκεί υπήρχαν οι εγκαταστάσεις ενός εργοστασίου κεραμικών. Υπήρχε μια συμπαγής μάζα από σπασμένα αγγεία, τα οποία συνέχισαν για περίπου 19 πόδια, στα οποία σε διαφορετικά επίπεδα, υπήρχαν τα καμίνια στα οποία είχαν ψηθεί τα κεραμικά. Μία συσσώρευση 19 ποδών, από σπαταλημένα υλικά, σήμαινε ότι το εργοστάσιο ήταν σε λειτουργία για ένα μακρύ χρονικό διάστημα. Εκεί κατασκευάστηκαν τα τελευταία μετακατακλυσμιαία αγγεία της αλ’ Ουμπαϊντ, που κατείχαν ένα λεπτό στρώμα.

Περίοδος Ουρούκ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ύστερα αντικαταστάθηκαν από αγγεία τής περιόδου ΄΄Ουρούκ΄΄.

Πάνω από το εργοστάσιο υπήρχαν 9 επίπεδα σπιτιών, το καθένα χτισμένο πάνω από τα ερείπια προηγουμένων εποχών. Ήταν τα πρώτα 20 πόδια του πηγαδιού.

Περίοδος Γιαμδάτ Νασρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος Γιαμδάτ Νασρ ήταν μετά την περίοδο Ουρούκ.

Μετρήθηκαν 3 επίπεδα κατοίκησης αυτής τής περιόδου στο σημείο εκείνο, και 4 αλλού. Ήταν τα 3 κατώτερα από τα 9 επίπεδα, πάνω από το εργοστάσιο κεραμικών.

Πρώιμη Δυναστική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Πρώιμη Δυναστική περίοδο που ακολούθησε, τα σπίτια είχαν ξαναχτιστεί 3 φορές, πριν γίνει εκεί σκουπιδότοπος (για πολύ καιρό), και αργότερα νεκροταφείο. Ήταν τόσο πλούσιο νεκροταφείο, που φαίνεται ότι ήταν βασιλικό. Χρονολογήθηκε πριν από την εποχή του Μεσανιπαδά.

Στα ανώτερα στρώματα, βρέθηκαν βασιλικοί τάφοι, όπως τής Σουμπ-Αντ, περίπου από το 2.550 π.Χ.

Το βασιλικό νεκροταφείο τής Ουρ αντανακλά τον κολοφώνα, στον οποίο είχε φθάσει αυτή η ισχυρή Σουμεριακή πόλη-κράτος κατά τη διάρκεια του πρώτου ημίσεος τής 3ης χιλιετίας π.Χ. Από τα λαμπρά ευρήματά της, φαίνεται ότι η πυροτεχνολογία και η μεταλλοτεχνία έφθασε στη Σουμερία κατά την περίοδο αυτή σε πολύ υψηλό επίπεδο. Τα αντικείμενα από χρυσό και ασήμι αφθονούν. Εκτός από κοσμήματα, σκεύη, όπλα, ακόμα και εργαλεία ήταν κατασκευασμένα από πολύτιμα υλικά. Οι Σουμέριοι χρυσοχόοι ήταν πια σε θέση να κατασκευάζουν σύρμα από πολύτιμα μέταλλα και μεταλλόκολλα. Λεπτές αλυσίδες και περίτεχνα στολίδια επεξεργασμένα με κόκκους και σύρμα, χρυσά σκεύη και όπλα συνιστούν μια πολυτέλεια και εκλέπτυνση, που εκτός από έναν άνευ προηγουμένου συσσωρευμένο πλούτο, υποδηλώνουν μια εξαιρετικά δυναμική τεχνολογική παράδοση. Πολυάριθμα είναι όμως και τα λίθινα αγγεία από αλάβαστρο, στεατίτη, διορίτη και ασβεστόλιθο, ενώ όστρεο, σεντέφι και κύανο διακοσμούν ως ένθετα πολλά έργα τέχνης.

Συνολικά ανασκάφθηκαν 16 βασιλικοί τάφοι. Κατά την ανασκαφή βρέθηκαν τάφοι βασιλέων που δεν αναφέρονται στο βασιλικό κατάλογο, όπως ο Μεσκαλαμντούγκ και ο Ακαλαμντούγκ.

Οι απλοί τάφοι είναι λάκκοι σκαμμένοι στο έδαφος, με τον νεκρό τοποθετημένο σε στάση ύπνου, δηλαδή στο πλάι με τα πόδια συνήθως λυγισμένα, τυλιγμένος με ψάθα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μέσα σε ξύλινη ή πήλινη (ελλειψοειδή) σαρκοφάγο. Σε μερικούς τάφους ανάμεσα σε άλλα κτερίσματα είχε τοποθετηθεί ομοίωμα πλοίου από άσφαλτο, φορτωμένο με αγγεία γεμάτα τροφές. Οι βασιλικοί τάφοι κτισμένοι με λίθους ή τούβλα βρίσκονταν στον πυθμένα ενός λάκκου βάθους μέχρι και 9 μ., στον οποίο οδηγούσε ένα πρανές. Οι οροφές αυτών των τάφων είναι καμαρωτές με αψιδωτά άκρα, κτισμένες σε αρκετές περιπτώσεις με το εκφορικό σύστημα. Κατά τον Γούλεϋ, ήταν εκπληκτική η εξοικείωσή τους σ' αυτή την πρώιμη εποχή με τον κίονα, το τόξο και την καμάρα [2].

Υπήρξαν εκεί τουλάχιστον 17 τάφοι, και οι 15 απ' αυτούς βρέθηκαν να έχουν μέσα μεταξύ 3 και 74 συνοδών, συνήθως θηλυκών, που θάφτηκαν μαζί με τον νεκρό. Πουθενά αλλού στη Μεσοποταμία δεν έχει βρεθεί να γίνονται ανθρωποθυσίες στους τάφους και καμία αναφορά σε οποιοδήποτε κείμενο, αλλά πρέπει να ήταν σημαντική ιεροτελεστία στην αρχαία Ουρ. Είναι μια πρακτική πιθανώς παρόμοια με τις αιγυπτιακές ιεροτελεστίες, όπου οι βασιλιάδες θεωρήθηκαν θεοί, ή τουλάχιστον γήινοι αντιπρόσωποί τους και υπ' αυτή την ιδιότητα είχαν το δικαίωμα να πάρουν συνοδούς μαζί τους. Όμως όχι μόνο στις άλλες πόλεις, αλλά ούτε στην 1η Δυναστεία δεν βρέθηκε αυτή η νοοτροπία.

Πινακίδες από την Ουρ, που χρονολογικά φθάνουν ως το 3250 π.Χ., έχουν σκόρπια μερικά σύμβολα που χρησιμοποιούνται σαν συλλαβές για να δηλώσουν τις πτώσεις των ονομάτων και διάφορους ρηματικούς τύπους.

Ιστορία της Ουρ ως ανεξάρτητης πόλης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ευρήματα συμφωνούν με τη σειρά των καταλόγων των Βασιλέων που βρέθηκαν στη Σουμερία. Οι Σουμέριοι χρονολογούσαν τον Κατακλυσμό ότι ήρθε δύο δυναστείες πριν από την Πρώτη Δυναστεία της Ουρ.

Έτσι, αντιστοιχούν οι αρχαιολογικές περίοδοι τής Ουρούκ και τής Τζαμδάτ Νασρ με τις δύο αυτές δυναστείες, τής Κις και της Ερέχ και η Πρώτη Δυναστεία τής Ουρ με την αρχαιολογική Πρώιμη Δυναστική Περίοδο τής οποίας είναι πράγματι η μεσουράνηση.

Δυναστείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δυναστεία 0 της Ουρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρέθηκαν σφραγίδες κυλίνδρων από το "βασιλικό" νεκροταφείο τής Ουρ με τις επιγραφές "Μεσκαλαμπτούγκ ο βασιλιάς" και "Ακαλαμπτούγκ βασιλιάς τής Ουρ". Είναι πιθανό (αλλά όχι σίγουρο), ότι προηγήθηκαν του Μεσανιπαδά, καθώς οι σφραγίδες με το δικό του όνομα βρέθηκαν πάνω από αυτούς. Γι' αυτό ονομάστηκαν "Δυναστεία 0".

Πρώτη Δυναστεία της Ουρ (2600 - 2423 π.Χ)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιδρύθηκε από τον βασιλιά Μεσανιπαδά που κατέλαβε την εξουσία νικώντας τη Δεύτερη Δυναστεία της Κις. Διήρκεσε 177 έτη με συνεχείς πολέμους με την Ουρούκ και την Κις για τον έλεγχο της Νιπούρ.

Δεύτερη Δυναστεία της Ουρ (2430 - 2340 π.Χ. περίπου)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δυναστεία αυτή θεωρείται ως η σκοτεινή εποχή της Ουρ και λίγα πράγματα μας είναι γνωστά.

Τρίτη Δυναστεία της Ουρ (2113 - 2004 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ουρ ΙΙΙ, ιδρύθηκε από τον Ουρ-Ναμμού και ήταν μία Σουμεριακή αυτοκρατορική δυναστεία με ανεπτυγμένη γραφειοκρατία και σταθερούς θεσμούς. Είχε ως πυρήνα τις πόλεις-κράτη της Νότιας Μεσοποταμίας και περιφέρεια τους πρόποδες των λόφων στα ανατολικά. Οι δύο αυτές περιοχές είχαν διαφορετική διοίκηση και φορολογία. Με την Τρίτη Δυναστεία της Ουρ εγκαινιάστηκε μια χωρίς προηγούμενο περίοδος υλικής ευημερίας.

Το τέλος των Σουμερίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο άρχοντας Ισμπί-Ερρά, ενσί της Ισίν, της πιο δυνατής πόλης κατά το διάστημα 2.000-1.900 π.Χ., κατέλαβε την Ουρ και αργότερα την ιερή πόλη Νιπούρ, επιχειρώντας να εξαπλώσει μια ισχυρή δυναστεία πάνω σε όλη τη Σουμερία.

Κατόπιν κατελήφθη από τον Γκουνγκούνουμ ενσί της Λάρσα.

Γύρω στο 1750 π.Χ., ο Χαμμουραμπί νίκησε τον Ριμ-Σιν και ίδρυσε μια αυτοκρατορία, η οποία περιελάμβανε, εκτός από τη Σουμερία, το Ελάμ, το Μάρι και την Εσνούνα. Έτσι, η αυτοκρατορία του Χαμμουραμπί απλωνόταν από τον Περσικό Κόλπο έως Βόρεια από τη Νινευή και από τα όρη του Ελάμ μέχρι τα υψώματα της Συρίας. Οι Σουμέριοι ως λαός, εκσημιτισμένοι πια, έπαψαν να υπάρχουν. Ωστόσο, στη σφαίρα της τέχνης και του πνεύματος ο πολιτισμός τους είχε επιδράσει βαθύτατα στη σκέψη των υπόλοιπων Μεσοποτάμιων λαών (Ακκαδίων, Βαβυλωνίων, Χαλδαίων, Ιρανών). Η κοινωνική οργάνωση, η μυθολογία και η θρησκεία των Σουμερίων υιοθετήθηκαν από όλους τους λαούς που τους διαδέχθηκαν, οι οποίοι διατήρησαν πάντοτε ζωντανό το αίσθημα της συνέχειας και της ενότητας με τον λαό αυτόν. Το Ζιγκουράτ του Ουρ-Ναμμού εξακολούθησε επί αιώνες να ορθώνεται στον ουρανό, αποτελώντας για όλους τους μεταγενέστερους μονάρχες της Μεσοποταμίας διαρκή υπόμνηση ότι τους συνέδεε ένας κοινός, ενιαίος πολιτισμός, ο οποίος είχε τις ρίζες του στη Σουμερία.

Πολεοδομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα σπίτια της Ούρ, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, ακολουθούν βασικά το ίδιο σχέδιο: γύρω από μια κεντρική αυλή ανοίγονταν τα δωμάτια τον ισογείου. Ένα κλιμακοστάσιο οδηγούσε στα δωμάτια του άνω ορόφου τα οποία έβλεπαν σε έναν ξύλινο εξώστη, στηριζόμενο σε τέσσερα κάθετα δοκάρια στις γωνίες της αυλής. Η ξύλινη στέγη είχε μια ελαφρά κλίση προς το εσωτερικό της αυλής, στο κέντρο της οποίας υπήρχε ένας οχετός ομβρίων υδάτων [3].

Η πόλη Ουρ, πόλη του θεού της Σελήνης Νάννα, κατά τη διάρκεια τής 3ης Δυναστείας, ήταν κτισμένη πάνω σε ένα λόφο, δίπλα στις όχθες τον Ευφράτη, είχε σχήμα ακανόνιστης έλλειψης και περιβαλλόταν από ισχυρά τείχη ύψους περίπου 8 μ. Κατά μήκος τον δυτικού τείχους έρρεε ο Ευφράτης ενώ κατά μήκος του ανατολικού, μια ευρύχωρη διώρυγα οδηγούσε στον Ευφράτη. Έτσι η πόλη έμοιαζε με νησί. Ένα μικρότερο κανάλι ξεκινούσε από το Βόρειο Λιμάνι και διέσχιζε την πόλη με δυτική κατεύθυνση. Στη βορειοδυτική γωνιά της πόλης βρισκόταν το Τέμενος τον θεού Νάννα, ένα πραγματικό ανακτορικό συγκρότημα, καθώς για τους Σουμέριους ο ναός αποτελούσε το κέντρο της πόλης. Μέσα στον περίβολο του Τεμένους υψωνόταν το Ζιγκουράτ, ο βαθμιδωτός πύργος με τον ναό του Νάννα στην κορυφή του. Δυτικά του Τεμένους βρισκόταν το Δυτικό Λιμάνι. Όλη η υπόλοιπη έκταση τής πόλης ήταν πυκνά δομημένη από κατοικίες [4].

Η συμφόρηση μέσα στα τείχη τής Ουρ ήταν εντυπωσιακή. Οι δρόμοι, χωρίς πλακόστρωτο, ήταν στενοί και γυριστοί, με μικρότερες αδιέξοδες παρόδους, οι οποίες οδηγούσαν στα σπίτια κρυμμένα στο εσωτερικό μεγάλων οικοδομικών τετραγώνων. Τα περισσότερα σπίτια, κτισμένα άναρχα, ήταν διώροφα με επίπεδη στέγη [5].

Το Ζιγκουράτ του Ουρ-Ναμμού στην Ουρ (Τρίτη Δυναστεία, 2100-2000 π.Χ.), ήταν ένα μεγαλόπρεπο οικοδόμημα, σε μορφή τριώροφης κλιμακωτής πυραμίδας. Ήταν μια βάση η οποία φιλοξενούσε τον ναό του θεού Νάννα. Τα τοιχώματα της πυραμίδας, τη μονοτονία της οποίας διέκοπταν παραστάδες, ήταν κτισμένα με έντονη κλίση προς τα μέσα, δίνοντας έτσι την εντύπωση στιβαρότητας στο όλο οικοδόμημα.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εγκυκλ. Καθημερ. Παγκ. Ιστορ. Άτλας, σελ. 55
  2. Κόρπους Νο 5: σ. 47
  3. Wooley, The Sumerians,1965 Δες Κόρπους Νο 5: σ. 53
  4. Δες φωτογραφία ΤΙΜΕ LIFE, Παγκόσμια Ιστορία, ή Κόρπους Νο 5: σ. 52
  5. Wooley, Excavations at Ur. 1954. Δες Κόρπους Νο 5: σ. 53

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εγκυκλ. Χάλεϋ, σελ. 82,97.
  • Περιοδικό Περισκόπιο της επιστήμης Νο 105 σελ. 21 - 27.
  • Ιστορία τής ανθρωπότητος Ουνέσκο τόμος 1, σελ. 328, 465.
  • Άτλας Καθημερ. Νο 1 σελ. 7.
  • Περιοδικό Κόρπους Νο 5: σ. 42-53

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]