Ελληνική Οπερέτα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 1900, παράλληλα με την εμφάνιση της Εθνικής Μουσικής Σχολής, δημιουργείται και η Ελληνική Οπερέτα ή αλλιώς «αθηναϊκή οπερέτα». Η ελληνική οπερέτα θεωρήθηκε από μερικούς ως εξέλιξη του προηγηθέντος κωμειδυλλίου. Ωστόσο παρουσιάζει πολύ μεγάλες διαφορές σε σχέση με το κωμειδύλλιο. Η οπερέτα φέρνει μαζί της έναν καθαρά ευρωπαϊκό αέρα και πραγματεύεται σχεδόν αποκλειστικά τη ζωή των αστών. Η θεματολογία της οπερέτας είναι διαφορετική από αυτή του κωμειδυλλίου, θα λέγαμε πιο "μοντέρνα" για την εποχή. Μεγάλη είναι εξάλλου και η απόσταση που χωρίζει τα δύο αυτά είδη και από μουσικής απόψεως. Η οπερέτα είναι ένα είδος πολύ πιο σύνθετο από το κωμειδύλλιο. Διαθέτει, ορχηστρική μουσική, χορωδιακά μέρη, άριες, ντουέτα, μπαλέτα κ.λ.π.

Ο ιστορικός του ελληνικού θεάτρου Γιάννης Σιδέρης δεν θεωρεί το Σακελλαρίδη συνεχιστή του κωμειδυλλίου, αλλά υποστηρίζει πως "τούτο ολοκληρώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα (1886-1896) κι έσβησε η ζωντάνια του σχεδόν αμέσως... το κωμειδύλλιο είχε πια ξεπεραστεί και ο Σακελλαρίδης είχε διάθεση δημιουργική, «μοντέρνα»... (βλ. Νέα Εστία 15/1/1950, τεύχος 541).

Σημαντική επίδραση στην ελληνική οπερέτα άσκησαν η γαλλική φάρσα και φυσικά η αντίστοιχη γαλλική και βιεννέζικη οπερέτα. Η οπερέτα μεταφράστηκε στα ελληνικά ως "μελοδραμάτιον" δηλαδή μικρό μελόδραμα, μικρή όπερα, όρος που δεν επικράτησε. Κακώς λοιπόν συγχέεται με το βραχύβιο ελληνικό κωμειδύλλιο του οποίου κύριοι εκπρόσωποι υπήρξαν οι Δημήτριος Κορομηλάς (Η τύχη της Μαρούλας, Αγαπητικός της Βοσκοπούλας), Σπυρίδων Περεσιάδης (Γκόλφω, Σκλάβα), Δημήτριος Κόκκος (Η Λύρα του γερο-Νικόλα, Καπετάν Γιακουμής).

Η παράσταση της «Mam'zelle Nitouche» το 1908[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κοινό της Αθήνας είχε ήδη γνωρίσει την γαλλική οπερέτα από το 1871 από περιοδεύοντα γαλλικό θίασο. Το Σεπτέμβριο του 1908 ο θιασάρχης Αντώνιος Νίκας αποφασίζει να ανεβάσει μία ξένη οπερέτα με Έλληνες εκτελεστές. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1908, έπειτα από σύντομες αλλά εντατικές πρόβες, ανεβαίνει σε ελληνική μετάφραση η γαλλική οπερέτα "Μαμζέλ Νιτούς" (Mam'zelle Nitouche) του Florimond Ronger - Hervé (1825-1892) με πρωταγωνίστρια τη Ροζαλία Νίκα, και αρχιμουσικό το Θεόφραστο Σακελλαρίδη που σημειώνει εκπληκτική επιτυχία, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις ορισμένων. Ο ίδιος ο Σακελλαρίδης περιέγραφε την ιστορική εκείνη πρεμιέρα ως εξής:

«Εσήκωσα αποφασιστικά την μπαγκέττα. Επηκολούθησε απόλυτος σιγή τριών – τεσσάρων δευτερολέπτων. Αρχίζω την εισαγωγή. Ανοίγει η αυλαία. Πρέπει να σημειωθεί ότι όλοι οι ηθοποιοί ήσαν ψύχραιμοι και τούτο διότι ήσαν τελείως κάτοχοι των ρόλων των. Η «εντράτα» του Χρυσομάλλη και το κουπλέ του μοναστηριού «Τι καλά να ζει κανείς πάντοτε εκτός μονής» εκτελεσθέντα από την κ. Νίκα και το κόρο των μαθητριών έκαναν καλή εντύπωση απλώς στο κοινόν. Αλλά όταν μετ’ ολίγον ηκολούθησεν η εκτέλεσις της κ. Νίκα, του κ. Χρυσομάλλη του ντουέττου του «μολυβένιου στρατιώτη» με την περίφημη και πεταχτή ρεφραίν του «πάρσκ ιλ ετέ, πάρσκ ιλ ετέ», τότε εξέσπασεν η μπόρα. Τι χειροκροτήματα ήταν εκείνα ! Χίλιοι κεραυνοί αν έπεφταν μαζί, δεν θα προξενούσαν τόσο εκκωφαντικό πάταγο. Οι εκτελεσταί υπεχρεώθησαν να επαναλάβουν το ντουέττο πέντε φορές εν μέσω γενικής φρενίτιδος. Από κείνη τη στιγμή η υπόθεσις ήρχισε να θεωρείται πλέον κερδισμένη. Γρήγορη σαν αστραπή πέρασε τότε από μπροστά μου μια οπτασία. Μου φάνηκε πως έβλεπα κάποια μοίρα που μου έδειχνε να πάρω το δρόμο της οπερέττας, δρόμο που μου υπέδειξαν την άλλη μέρα και οι κριτικοί των εφημερίδων. Την ίδια επίσης στιγμή, η ίδια μοίρα φαίνεται πως έδειξε στον Παπαϊωάννου τον ίδιο δρόμο. Έτσι συναντηθήκαμε αργότερα και οι δυο στο κοινό μας διάβα, ως τη στιγμή που κάποια άλλη μοίρα, βάσκανη αυτή, μας αποτράβηξε από την ζωή της οπερέττας και από την… οπερέττα της ζωής». (βλ. Εφημερίδα "Ελευθερία", φύλλο 24/5/1960, σελ. 3)

Τα πρώτα ελληνικά έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γρήγορα ο ηθοποιός και θιασάρχης Ιωάννης Παπαϊωάννου (1875-1931) με την χρηματική ενίσχυση του Φώτη Σαμαρτζή, Πατρινού δερματεμπόρου, δημιουργεί τον πρώτο αποκλειστικά οπερετικό θίασο, που αφού ανεβάζει επιτυχώς πολλές γαλλικές και αυστριακές οπερέτες, στην πορεία ανεβάζει ελληνικές με πρώτη το "Σία κι αράξαμέ" του Σακελλαρίδη σε (κείμενο Π. Δημητρακόπουλου), που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 8 Μαΐου του 1909 στο θέατρο "Συντάγματος" (Εφημερίδα Σκριπ 22/4/1909 σελ. 1 & 9/5/1909 σελ. 3). Η συγκεκριμένη αποδεικνύεται ότι είναι η πρώτη ελληνική οπερέτα, αν και συχνά, λανθασμένα, θεωρείται ως πρώτη το "Πόλεμος εν πολέμω" του Σαμάρα. Η οπερέτα κερδίζει αμέσως την αγάπη του κοινού εξ αιτίας του εύθυμου περιεχομένου της, τη ωραίας μουσικής και της χρήσης δημοτικής γλώσσας.

Σε λίγο ακολουθούν ο ένας μετά τον άλλον οι θιάσοι "Έλσας Ένκελ", "Κονταράτου", "Αφεντάκη", "Αθηναϊκή Οπερέττα", "Λαγκαδά", "Νίκα" και άλλοι. Το δρόμο που άνοιξε ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης ακολουθούν αμέσως οι:

Μεταξύ των ετών 1910-1940 ανέβηκαν γύρω στις 1.000 οπερέτες των ανωτέρω και άλλων συνθετών.

Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του είδους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης (1882 ή 1883-1950) και ο Νίκος Χατζηαποστόλου (1884-1941) είναι οι κυριότεροι εκπρόσωποί της. Το πιο δημοφιλές έργο του Σακελλαρίδη είναι "Ο Βαφτιστικός" (1918) και του Χατζηαποστόλου "Οι Απάχηδες των Αθηνών" (1921). Ο Σακελλαρίδης έγραψε συνολικά γύρω στις 80 οπερέτες, ενώ ο Χατζηαποστόλου γύρω στις 40.

Η μετά τα μέσα του 1930 εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οπερέτα, όπως άλλωστε συνέβη και στην υπόλοιπη Ευρώπη, άρχισε να παρακμάζει μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Ωστόσο εξακολούθησαν να υπάρχουν πολλοί θίασοι οπερέτας και κατά τη διάρκεια της κατοχής και μετά τον πόλεμο.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950-1960, αρχίζουν να ηχογραφούνται είτε ολόκληρες, είτε αποσπασματικά, είτε διασκευασμένες, δεκάδες οπερέτες κυρίως των Σακελλαρίδη και Χατζηαποστόλου, οι οποίες παρουσιάζονταν τακτικά από το Ε.Ι.Ρ. (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας). Ψυχή αυτής της σοβαρής προσπάθειας αναβίωσης της οπερέτας υπήρξε ο αρχιμουσικός του Ε.Ι.Ρ Τότης Καραλίβανος (1901-1987) τον οποίο πλαισίωναν λυρικοί τραγουδιστές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Σημερινή εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα ελληνικές οπερέτες παρουσιάζονται συστηματικά από την Εθνική Λυρική Σκηνή και μέσα στη δεκαετία του 2000 λειτούργησε και η Νέα Σκηνή της Λυρικής στο θέατρο "Ακροπόλ" με εναρκτήριο έργο την οπερέτα του Νίκου Χατζηαποστόλου "Απάχηδες των Αθηνών" που περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα με ρεκόρ παραστάσεων. Τα τελευταία χρόνια έχουν ανέβει εκτός από τις δύο επικρατέστερες και πιο πολυπαιγμένες ("Βαφτιστικός" και "Απάχηδες των Αθηνών"), "Το Κορίτσι της γειτονιάς" του Ν. Χατζηαποστόλου, η "Χριστίνα" του Θ. Σακελλαρίδη και το "Μικρόβιο του Έρωτα" του Κ. Γιαννίδη και στην κεντρική σκηνή η "Κρητικοπούλα" του Σπ.Σαμάρα, η "Χαλιμά" του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, "Η Ριρίκα μας" του Στάθη Μάστορα", "Κική-Κοκό" του Ιωάννη Κομνηνού.

Αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία της Μαντολινάτας Θεσσαλονίκης, η οποία συχνά εκτελεί αποσπάσματα από ελληνικές οπερέτες.

Πρωταγωνιστές της Ελληνικής Οπερέτας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναφέρουμε ορισμένους από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές (ηθοποιούς και τραγουδιστές) της Ελληνικής Οπερέτας, κατ΄ αλφαβητική σειρά :

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Ιστορία της Μουσικής", Karl Nef. Μετάφραση - προσθήκες - επιμέλεια: Φοίβου Ανωγειανάκη. Εκδόσεις: Ν. Βότση Αθήνα 1985.
  • "Εφημερίδα Ελευθερία", άρθρο του Κωστή Χ. Χαιρόπουλου αφιερωμένο στα 50 χρόνια της ελληνικής οπερέττας που δημοσιεύτηκε στις 24/5/1960 σελ. 3.
  • "Εφημερίδα Σκριπ" 22/4/1909 σελ. 1 & 9/5/1909 σελ. 3
  • Νέα Εστία Αθήναι 15 Ιανουαρίου 1950, τεύχος 541, τόμος 47. Αφιέρωμα στο Σακελλαρίδη με αφορμή το θάνατό του.
  • "7 Ημέρες" Αφιέρωμα της εφημερίδας "Η Καθημερινή" στο Ελληνικό Θέατρο και το Ελληνικό Μελόδραμα, 4 Απριλίου 1999.
  • "Λεξικό της Ελληνικής μουσικής", Τάκη Καλογερόπουλου. Εκδόσεις Γιαλλελή, 2001
  • "Η Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού", Κώστα Μυλωνά. Εκδόσεις Κέδρος. τ. 1.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εμμανουήλ Σειραγάκης, «Η Ελληνική Οπερέττα, ένα αχαρτογράφητο είδος», Δρώμενα θεατρικό περιοδικό, περίοδος Β΄, τεύχος 1, Φθινόπωρο 2007, σ. 36-51.
  • Εμμανουήλ Σειραγάκης, «Ο χορός στην Οπερέττα. Η ανάδυση των ελλήνων χορογράφων στη δεκαετία του 1930», Αριάδνη, Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής, Τόμος 13ος, Ρέθυμνο 2007, 115-126.
  • Εμμανουήλ Σειραγάκης, «Το λαϊκό στοιχείο στην ελληνική Οπερέττα», στο πρόγραμμα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για τους Απάχηδες των Αθηνών, Αθήνα 2008, σ. 31-36.
  • Μανώλης Σειραγάκης, Το ελαφρό μουσικό θέατρο στη μεσοπολεμική Αθήνα 1922-1940, 2 τόμοι, Αθήνα, Καστανιώτης 2009.