Γάιος Κλαύδιος Σαβίνος Ρεγιλένσις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γάιος Κλαύδιος Σαβίνος Ρεγιλένσις
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
C.Claudius Ap.f.M.n. Sabinus Inregillensis (Λατινικά)
Θάνατος5ος αιώνας π.Χ. ή 460 π.Χ.[1]
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςλατινική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΡωμαίος πολιτικός
Ρωμαίος στρατιωτικός
Οικογένεια
ΓονείςΆππιος Κλαύδιος Σαβίνος Ρεγιλένσις[2][3]
ΑδέλφιαΆππιος Κλαύδιος Σαβίνος Ρεγιλένσις[4]
Άππιος Κλαύδιος Κράσσος Ινρεγιλένσις Σαβίνος[5][6]
ΟικογένειαClaudii Sabini
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΡωμαίος συγκλητικός (άγνωστη τιμή)[7]
Ύπατος στην αρχαία Ρώμη (460 π.Χ.)[7]

Ο Γάιος Κλαύδιος Σαβίνος Ρεγιλένσις, λατιν.: Gaius Claudius Ap. f. M. n. Sabinus Regillensis (ή Inregillensis), ήταν μέλος τού μεγάλου γένους των Κλαυδίων των πατρικίων στην Αρχαία Ρώμη. Κατείχε την υπατεία το 460 π.Χ. [8]

Καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν ο νεότερος γιος τού Άττιου Κλαύσου, ενός πλούσιου Σαβίνου εμπόρου, που μετανάστευσε στη Ρώμη με πολλούς ακολούθους το 504 π.Χ. και έγινε δεκτός ως πατρίκειος με το όνομα Άππιος Κλαύδιος Σαβίνος. [9] [10] [11] Ο πρεσβύτερος Κλαύδιος έγινε συγκλητικός και κατείχε την υπατεία το 495. Διακρίθηκε ως η ηγετική φυσιογνωμία τού αριστοκρατικού κόμματος και ο πιο σκληρός αντίπαλος των πληβείων. Είχε τουλάχιστον δύο γιους: τον Άππιο, ο οποίος ήταν ύπατος το 471, και τον Γάιο, ο οποίος είχε το ίδιο αξίωμα το 460. [8]

Σχεδόν τίποτε δεν είναι γνωστό για την ιδιωτική ζωή τού Γάιου Κλαύδιου, εκτός από την προσκόλληση με τον ανιψιό του Άππιο Κλαύδιο Κράσσο, ένα των δέκα ανδρών (decemvir), τον οποίο συμβούλευσε και στη συνέχεια υπερασπίστηκε μετά την ανατροπή της Δεκανδρίας.

Σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκλεγμένος ύπατος το 460 με τον Πόπλιο Βαλέριο Ποπλικόλα, ο Κλαύδιος και ο συνάδελφός του έπρεπε πρώτα να αντιμετωπίσουν τις συνεχείς διαφωνίες μεταξύ των αριστοκρατικών και λαϊκών συμφερόντων της Ρώμης, σχετικά με μία πρόταση για αυστηρό περιορισμό των εξουσιών των υπάτων. Αυτό το μέτρο είχε προωθηθεί δύο χρόνια νωρίτερα από τον Γάιο Τερεντίλιο Άρσα, έναν από τους τριβούνους των πληβείων. Αλλά η πρόταση είχε αναβληθεί δύο φορές, πρώτα κατόπιν αιτήματος τού Κόιντου Φάβιου Βιβουλανού, τού επάρχου της πόλης (praefectus urbi), ο οποίος υποστήριξε ότι θα ήταν προδοτικό να εξεταστεί ένας τέτοιος νόμος, όταν και οι δύο ύπατοι ήταν εκτός πόλης, και έπεισε τους συναδέλφους του Τερεντίλιου να παρέμβουν. Το επόμενο έτος ο νόμος κατατέθηκε ξανά μετά από περίεργους οιωνούς και μία παύση για μία εισφορά στρατευμάτων από τους υπάτους, που ακολουθήθηκε από τον ενθουσιασμό της δίκης τού Καίσωνα Κουίνκτιου Κινκινάτου. [12] [13]

Φήμες κάθε είδους κυκλοφόρησαν, όχι πιο σοβαρές από το ότι ο Καίσων Κουίνκτιος, που είχε καταφύγει στην εξορία τον προηγούμενο χρόνο, είχε επιστρέψει στην πόλη επικεφαλής μίας συνωμοσίας νεαρών ευγενών, με σκοπό τη δολοφονία των τριβούνων τού λαού και οποιουσδήποτε άλλου αντιτασσόταν στο αριστοκρατικό κόμμα. Υπήρχε μάλιστα μία φήμη, ότι οι συνωμότες επρόκειτο να βοηθηθούν από τους Aέκουους και τους Βόλσκους. Ο Aύλος Βηργίνιος, ο τριβούνος που είχε απαγγείλει κατηγορίες κατά τού Καίσωνος, ζήτησε έρευνα για να καταστείλει τη συνωμοσία, προτού πληγεί η ελευθερία τού ρωμαϊκού λαού. Αλλά ο Κλαύδιος έδωσε μία ομιλία αντίθετη σε οποιαδήποτε τέτοια έρευνα, υποστηρίζοντας όχι μόνο ότι οι φήμες ήταν ψευδείς, αλλά ότι οι ίδιοι οι τριβούνοι ήταν υπεύθυνοι γι' αυτές, ως δικαιολογία για να διώξουν άλλους νεαρούς αριστοκράτες, με τον ίδιο τρόπο που είχαν κάνει στον Κουίνκτιο. [14] [15]

Εξέγερση του Ηρδονίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προσοχή της πόλης άλλαξε σύντομα, όταν ένας στρατός από 2.500 σκλάβους και εξόριστους, με επικεφαλής έναν Σαβίνο ονόματι Άππιο Ερδόνιο, κατέλαβε το Καπιτώλιο υπό την κάλυψη τού σκότους, σε μία προσπάθεια να ξεκινήσει μία εξέγερση των σκλάβων. Στην αρχή οι τριβούνοι των πληβείων θεώρησαν, ότι η επακόλουθη κλήση στα όπλα χρησιμοποιήθηκε ως άλλη μία δικαιολογία, για να καθυστερήσει η εξέταση τού νόμου τού Τερεντίλιου και προσπάθησαν να εμποδίσουν τη στρατολογία. Τότε η Σύγκλητος αντιμετώπισε τους τριβούνους, παρά τη δύναμη κατοχής στο Καπιτώλιο, ως την κύρια απειλή της. Ο ύπατος Βαλέριος επέπληξε έντονα και τις δύο πλευρές, επειδή δεν αντιμετώπισαν την κατάσταση με τη βαρύτητα που της άξιζε, και -υπενθυμίζοντας στους τριβούνους τον ρόλο του πατέρα του στην εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας και την προστασία των δικαιωμάτων τού λαού- τους αψήφησε, για να του αντιταχθούν. [16] [17]

Πριν ο Βαλέριος ήταν έτοιμος να επιτεθεί στο Καπιτώλιο, ενώθηκε μαζί του μία δύναμη Τοσκουλανών στρατιωτών, που έστειλε ο Λεύκιος Μαμίλιος, ο δικτάτορας τού Τούσκουλου, για να βοηθήσει τους Ρωμαίους. Ενώ ο Κλαύδιος φύλαγε από τα τείχη της πόλης για την προσέγγιση περαιτέρω εχθρών, ο Βαλέριος και οι Τουσκουλανοί επιτέθηκαν και νίκησαν τον στρατό κατοχής, αν και τόσο ο ύπατος, όσο και ο Ηρδόνιος, σκοτώθηκαν στη μάχη. Μόλις αποκαταστάθηκε η ειρήνη, οι τριβούνοι των πληβείων ζήτησαν για άλλη μία φορά ακρόαση για τη νομοθεσία τού Τερεντίλιου, την οποία τους είχε υποσχεθεί ο Βαλέριος. Ωστόσο, ο Κλαύδιος αρνήθηκε να επιτρέψει τη συζήτηση τού νόμου, έως ότου αντικατασταθεί ο Βαλέριος ως ύπατος, οπότε το θέμα παρέμεινε άλυτο μέχρι μετά τις εκλογές. [18] [19] Ο νόμος δεν ψηφίστηκε ποτέ, αλλά πιθανότατα ήταν ένας από τους παράγοντες, που οδήγησαν στον διορισμό των δέκα ανδρών, με στόχο τη σύνταξη των πινάκων των νόμων τού ρωμαϊκού δικαίου. [20] [21]

Περαιτέρω αντίθεση με τους πληβείους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τρία χρόνια μετά την υπατεία του, το 457 π.Χ., στη ρωμαϊκή επικράτεια εισέβαλαν οι Σαβίνοι και ένας στρατός των Αικούων κατέλαβε τις πόλεις Κόρβιο και Oρτόνα. Η Σύγκλητος έδωσε εντολή στους υπάτους, Γάιο Οράτιο Πουλβίλο και Κόιντο Μινούκιο Εσκουιλίνο, να συγκεντρώσουν στρατεύματα και να καταλάβουν το πεδίο. Ωστόσο, οι τριβούνοι των πληβείων, των οποίων οι προσπάθειες να επιφέρουν διάφορες μεταρρυθμίσεις απογοητεύονταν συνεχώς και αναβάλλονταν ενόψει της μίας ή της άλλης κρίσης, αντιτάχθηκαν στην στρατολογία, έως ότου εγκριθεί η νομοθεσία τους. Ο ύπατος Οράτιος αντιτάχθηκε στους τριβούνους, επειδή είχαν την εξουσία τού κράτους σε μία τόσο ακατάλληλη στιγμή και φαινόταν να επηρεάζουν την κοινή γνώμη. Αλλά ο τριβούνος Βηργίνιος ζήτησε ότι εάν οι τριβούνοι συμφωνούσαν με τη στρατολόγηση, τότε η Σύγκλητος θα έπρεπε τουλάχιστον να εξετάσει ένα άλλο μέτρο προς όφελος τού λαού της Ρώμης. [22]

Ο Οράτιος συμφώνησε και ο Βηργίνιος υπέβαλε την πρότασή του: ο αριθμός των πληβείων τριβούνων να διπλασιαστεί από πέντε σε δέκα. Ο Γάιος Κλαύδιος μίλησε ενάντια σε αυτό το μέτρο, αφού κατά τη γνώμη του πέντε τριβούνοι ήταν αρκετό κακό: δέκα θα έπρεπε να είναι αφόρητο, και θα αύξανε μόνο την ταραχή γι' αυτή την παραχώρηση ή την άλλη. Ο Λεύκιος Κουίνκτιος Κινκινάτος, τού οποίου ο γιος Βηργίνιος είχε εξαναγκαστεί σε εξορία, μίλησε ωστόσο υπέρ της πρότασης, σκεπτόμενος ότι ένας μεγαλύτερος αριθμός τριβούνων θα ήταν λιγότερο πιθανό να συμφωνήσει σε μία πορεία δράσης, και επομένως λιγότερο ενοχλητικό από πριν. Η γνώμη τού Κινκινάτου επικράτησε και ο αριθμός των τριβούνων αυξήθηκε σε δέκα. [23]

Το επόμενο έτος, ο τριβούνος Λεύκιος Ικίλιος προσπάθησε να δοθεί ο Αβεντίνος λόφος στους πληβείους για να κτίσουν σπίτια. Όταν οι ύπατοι ανέβαλαν συνεχώς τη συνεδρίαση της Συγκλήτου, ο Ικίλιος έστειλε έναν από τους συνοδούς του να απαιτήσει την παρουσία τους. Έστειλαν έναν ραβδούχο να διώξει τον συνοδό, αλλά οι τριβούνοι έπιασαν τον ραβδούχο και τον απείλησαν ότι θα τον πετάξουν από τον βράχο του Ταρπείου. Μία αντιπροσωπεία ηλικιωμένων συγκλητικών τους έπεισε να απελευθερώσουν τον άνδρα και η Σύγκλητος συγκεντρώθηκε. Ο Ικίλιος πρότεινε τον νόμο του, και μαζί με αυτόν θα έπρεπε να επιστραφεί στους ανθρώπους και εκείνη η γη, που είχε καταληφθεί με δόλο ή είχε καταληφθεί με τη βία. Αυτό, σκέφτηκε, θα αμβλύνει την πίεση για διανομή της γης έξω από την πόλη, στην οποία αντιτάχθηκαν έντονα οι μεγαλογαιοκτήμονες. Ο Γάιος Κλαύδιος μίλησε ξανά κατά τού νομοσχεδίου, αλλά η Σύγκλητος συμφώνησε με το μέτρο, το οποίο σύντομα ψηφίστηκε σε νόμο. [24]

Η Δεκανδρία (Decemvirate)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 451 π.Χ., στη θέση των υπάτων διορίστηκε ένα συμβούλιο δέκα διακεκριμένων Ρωμαίων υπατικής βαθμίδας, με σκοπό τη σύνταξη πινάκων τού δικαίου, με βάση έναν συνδυασμό αρχαίων παραδόσεων και ελληνικών προτύπων. Ένας από τους δέκα άνδρες ήταν ο ανιψιός τού Γάιου, ο Άππιος Κλαύδιος Κράσσος. Τον πρώτο χρόνο τους, οι δέκα άνδρες δημοσίευσαν δέκα πίνακες νόμων, προς γενική έγκριση τού λαού. Δεδομένου ότι το έργο για το οποίο είχε δημιουργηθεί η Δεκανδρία, παρέμεινε ημιτελές, αποφασίστηκε να εκλεγεί ένας νέος σύλλογος δέκα ανδρών για το επόμενο έτος. Παρόλο που ο Άππιος είχε δείξει μία ήπια και ευχάριστη συμπεριφορά και κέρδισε την εμπιστοσύνη των πληβείων, οι συνάδελφοί του υποψιάστηκαν το ότι θα ήθελε να παραμείνει στην εξουσία, και ως εκ τούτου, τον διέταξαν να δημιουργήσει τον νέο σύλλογο και να παραιτηθεί από το αξίωμά του, για να δώσει το παράδειγμα . [25] [26]

Αντί να παραιτηθεί, ο Άππιος όρισε τον εαυτό του ένα των δέκα ανδρών για το 450 και περικυκλώθηκε από ομοϊδεάτες του και εκείνους τους οποίους μπορούσε εύκολα να επιβληθεί, αποκλείοντας σκόπιμα άλλους εξέχοντες Ρωμαίους πολιτικούς, όπως τον Κινκινάτο, τον αδελφό του Τίτο Κουίνκτιο Καπιτολίνο ή τον Γάιο Κλαύδιο. Ο δεύτερος σύλλογος των δέκα ανδρών κέρδισε γρήγορα τη φήμη για την υπεροχή και την περιφρόνηση τού Κλαυδίου για τους απλούς ανθρώπους, δημοσιεύοντας δύο ακόμη νομικούς πίνακες, που περιείχαν σκληρούς περιορισμούς στους πληβείους. Στη συνέχεια παραιτήθηκαν από τις εκλογές, συνεχίζοντας να ασκούν τα καθήκοντά τους το επόμενο έτος. Όταν μία στρατιωτική έκτακτη ανάγκη απαίτησε να συγκληθεί η Σύγκλητος, αρκετοί εξέχοντες συγκλητικοί εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία, για να επικρίνουν τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα της εξουσίας των δέκα ανδρών. Ο Γάιος Κλαύδιος προέτρεψε τη Σύγκλητο να μην αναλάβει δράση κατά των δέκα ανδρών, αλλά προειδοποίησε επίσης τον ανιψιό του να ενεργήσει προς το συμφέρον της χώρας του και να μην καταχραστεί την εξουσία που κατείχε εις βάρος της ελευθερίας τού λαού. [27] [28]

Η συμβουλή τού Γάιου προς τον ανιψιό του αγνοήθηκε και, βλέποντας ότι οποιεσδήποτε περαιτέρω ενέργειες από την πλευρά του θα ήταν μάταιες, αποσύρθηκε από τη Ρώμη, κατοικώντας στο Ρέγιλον, τον τόπο καταγωγής της οικογένειάς του. Μέσα στο έτος, η αλαζονεία των δέκα ανδρών οδήγησε στην πτώση τους. Ο Άππιος ντροπιάστηκε και τέθηκε υπό κράτηση, αφού προσπάθησε να διεκδικήσει τη Βηργινία, την κόρη τού Λεύκιου Βηργινίου, ενός αξιόλογου εκατόνταρχου, ως σκλάβα του. Ο Γάιος επέστρεψε στη Ρώμη για να υπερασπιστεί τον ανιψιό του, τον οποίο περιέγραψε ως σπουδαίο άνθρωπο, ο οποίος θα μνημονεύεται καλά για τη συνεισφορά του στο ρωμαϊκό δίκαιο από τις μελλοντικές γενιές, ανεξάρτητα από τα λάθη του. Παρ' όλα αυτά, δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη δίκη τού Άππιου και ο ανιψιός του αυτοκτόνησε, αντί να απαντήσει για τα εγκλήματά του. [29]

Όταν οι νέοι ύπατοι, Λεύκιος Βαλέριος Ποτίτιος και Mάρκος Οράτιος Βαρβάτος, υπέβαλαν αίτηση στη Σύγκλητο για τέλεση θριάμβου, αφού απελευθέρωσαν την πόλη από τους εχθρούς της, ο Γάιος αντιτάχθηκε κατηγορηματικά στο αίτημά τους. Ήταν οι κορυφαίοι επικριτές των δέκα ανδρών, στους οποίους ο Γάιος είχε αντιταχθεί πριν από την ντροπή τού ανιψιού του. Τώρα τους κατηγόρησε ότι πρόδωσαν τους δέκα άνδρες στα χέρια των πληβείων, αφού τους υποσχέθηκε αμνηστία, και ισχυρίστηκε ότι ο ανιψιός του δεν είχε αυτοκτονήσει, αλλά είχε δολοφονηθεί από τους τριβούνους πριν δικαστεί για το ψεύδος, από τις κατηγορίες που τού επιδείχθηκαν. Ο Γάιος και οι υποστηρικτές του συνέχισαν τη συνεδρίαση της ημέρας και η Σύγκλητος απέρριψε την αίτηση των υπάτων για θρίαμβο, αλλά ο Βαλέριος και ο Οράτιος πήγαν την υπόθεση στον λαό, ο οποίος τους χάρισε ένα θρίαμβο παρά την άρνηση της Συγκλήτου. [30]

Μετά τη Δεκανδρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τέσσερα χρόνια μετά την πτώση των δέκα ανδρών, το 445 π.Χ., ο Γάιος Κλαύδιος ηγήθηκε και πάλι της αντίθεσης της Συγκλήτου στους τριβούνους των πληβείων. Ο τριβούνος Γάιος Κανουλήιος πρότεινε νόμο, που καταργούσε την απαγόρευση των επιγαμιών μεταξύ πατρικίων και πληβείων, που είχε θεσπιστεί από τη δεύτερη Δεκανδρία. Μαζί με οκτώ από τους εννέα συναδέλφους του, ο Κανουλήιος πρότεινε επίσης να επιτραπεί στα μέλη κάθε τάξης να εκλεγούν ύπατοι. Η Σύγκλητος ζήτησε επιβολή στρατολόγησης ανδρών για την αντιμετώπιση πολλών πιθανών στρατιωτικών απειλών, αλλά οι τριβούνοι δεν θα επέτρεπαν να προχωρήσει η στρατολόγηση, μέχρι να εξεταστούν τα μέτρα τους. Ο Κανουλήιος κατάφερε να πείσει τη Σύγκλητο να υποστηρίξει την κατάργηση τού νόμου των δέκα ανδρών και ο lex Canuleia αποκατέστησε το δικαίωμα της συναναστροφής μεταξύ πατρικίων και πληβείων. [31]

Αλλά ο Κλαύδιος και οι υποστηρικτές του δεν θα επέτρεπαν στους πληβείους να εκλεγούν στην υπατεία και προέτρεψαν να χρησιμοποιηθεί δύναμη εναντίον των τριβούνων, εάν αρνούνταν να εγκαταλείψουν την πρόταση. Για άλλη μία φορά, αντιτάχθηκε από τον Κινκινάτο και τον αδελφό του, οι οποίοι αποδοκίμασαν κάθε πρόταση ότι η Σύγκλητος παραβιάζει την ιερότητα των τριβούνων. Τελικά οι συγκλητικοί πρότειναν έναν συμβιβασμό: σύμφωνα με τον Διονύσιο, ο ίδιος ο Κλαύδιος πρότεινε: την υπατική αρχή θα μοιράζονταν τρεις στρατιωτικοί τριβούνοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να εκλεγούν από κάθε τάξη. Αυτό έγινε αποδεκτό από τον λαό, και κατά συνέπεια εκλέχθηκαν τα πρώτα υπατικοί τριβούνοι για το έτος 444. [32] [33]

Η ίδρυση των υπατικών τριβούνων δεν έλυσε τον αγώνα των πληβείων για την απόκτηση της υπατείας, αλλά ανέβαλε την κρίση με την οποία επιλύθηκε, κατά σχεδόν εβδομήντα χρόνια. Από το 444 έως το 376 π.Χ., αντί για υπάτους εκλέγονταν τακτικά υπατικοί τριβούνοι, η επιλογή συχνά εξαρτιόταν από τον βαθμό αρμονίας μεταξύ πατρικίων και πληβείων από χρόνο σε χρόνο. Αν και το αξίωμα ήταν θεωρητικά ανοιχτό στους πληβείους, οι περισσότεροι από τους υπατικούς τριβούνους, που είχαν εκλεγεί πριν από το 400 π.Χ. ήταν πατρίκιοι. Η υπατεία άνοιξε τελικά στους πληβείους από τον lex Licinia Sextia το 367 π.Χ., αφού οι τριβούνοι των πληβείων είχαν εμποδίσει την εκλογή οποιουδήποτε αξιωματούχου για εννέα συνεχή χρόνια. [34]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 141. Ανακτήθηκε στις 29  Ιουνίου 2021.
  2. 2,0 2,1 «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 141. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουνίου 2021.
  3. 3,0 3,1 «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 32. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουνίου 2021.
  4. «Claudii» (Ρωσικά)
  5. «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 141. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουνίου 2021.
  6. «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 113. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουνίου 2021.
  7. 7,0 7,1 Thomas Robert Shannon Broughton: «The Magistrates of the Roman Republic» (Αγγλικά) Αμερικανική Φιλολογική Εταιρεία. 1951. ISBN-10 0-89130-812-1.
  8. 8,0 8,1 Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology, vol. I, p. 767.
  9. Livy, ii. 16, 21.
  10. Suetonius, "The Life of Tiberius", 1.
  11. Dionysius, v. 40, vi. 23.
  12. Livy, iii. 9, 10, 15.
  13. Dionysius, x. 2, 5–8.
  14. Livy, iii. 15.
  15. Dionysius, x. 9–13.
  16. Livy, iii. 16–18.
  17. Dionysius, x. 14, 15.
  18. Livy, iii. 18, 19.
  19. Dionysius, x. 16.
  20. Dictionary of Greek and Roman Antiquities, p. 699 ("lex Terentilia").
  21. Dionysius, x. 16, 17.
  22. Dionysius, x. 26–29.
  23. Dionysius, x. 30.
  24. Dionysius, x. 31, 32.
  25. Livy, iii. 33–35.
  26. Dionysius, x. 55–58.
  27. Livy, iii. 38–40.
  28. Dionysius, x. 58–60, xi. 1–14.
  29. Livy, iii. 58.
  30. Dionysius, xi. 49, 50.
  31. Livy, iv. 1–6.
  32. Livy, iv. 6, 7.
  33. Dionysius, xi. 55–61.
  34. Dictionary of Greek and Roman Antiquities, pp. 352 ff, 1152. ("Consul", "Tribuni Militum cum Consulari Potestate").

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]