Γάιος Ιούλιος Κουαδράτος Βάσσος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γάιος Ιούλιος Κουαδράτος Βάσσος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση70 (περίπου)
Πέργαμος
Θάνατος117
Δακία
Συνθήκες θανάτουανθρωποκτονία
Τόπος ταφήςΠέργαμος
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός
δημόσιος υπάλληλος
Οικογένεια
ΣύζυγοςΙουλία Ιοτάπα
Asinia Marcella
ΤέκναGaius Julius Bassus
Julia Quadratilla
ΓονείςGaius Julius Bassus
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςΛεγάτος/Ρωμαϊκός στρατός
Πόλεμοι/μάχεςTrajan's Dacian Wars
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαconsul suffectus (Μαΐου 105 – Αύγουστος 105)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γάιος Ιούλιος Κουαδράτος Βάσσος, λατιν.: Gaius Julius Quadratus Bassus (70 – 117) ήταν Ρωμαίος συγκλητικός και στρατηγός. Προερχόταν από την επαρχιακή αριστοκρατία και κατέλαβε τα υψηλότερα αξιώματα της Ρώμης. Υπηρέτησε ως διοικητής λεγεώνας και ως αυτοκρατορικός κυβερνήτης της Ιουδαίας, της Καππαδοκίας, της Γαλατίας, της Συρίας και της Δακίας. Είναι γνωστό ότι δραστηριοποιήθηκε υπό τον Τραϊανό στους Δακικούς και Παρθικούς Πολέμους. Ο Βάσσος ήταν ύπατος στη θητεία (nundinium) από τον Μάιο έως τον Αύγουστο του 105 με συνάδελφο τον Γναίο Αφράνιο Ντέξτερ. [1]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γ. Ι. Κουαδράτος Βάσσος γεννήθηκε στην Πέργαμο από οικογένεια συγγενή με τη δυναστεία των Ατταλιδών και τους τετράρχες της Γαλατίας. [2] Πατέρας του ήταν ο Γάιος Ιούλιος Βάσσος ο πρεσβύτερος, ο οποίος ήταν ανθύπατος της Βιθυνίας το 100 έως το 101. [3] Είναι γνωστό ότι ο Γ. Ι. Κουδράτος Βάσσος είχε τουλάχιστον έναν γιο, τον Γάιο Ιούλιο Βάσσο τον νεότερο, ο οποίος ήταν αντικαταστάτης ύπατος (suffect consul) το 139. [4]

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία την εποχή του θανάτου του Κουαδράτου Bάσσου.

Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε ως στρατιωτικός τριβούνος στη Legio XIII Gemina (Λεγεώνα 13η Δίδυμη) γύρω στα 87 με 89. Ακολούθησε η ένταξη στους Τρεις άνδρες του νομισματοκοπείου (tresviri monetalis), ένα από τα αξιώματα που αποτελούσαν τους Εικοσιέξι άνδρες (vigintiviri), ένα προκαταρκτικό και απαραίτητο πρώτο βήμα για την είσοδο στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο. [5] Αυτή η σειρά είναι ασυνήθιστη: κανονικά η ένταξη στους vigintiviri προηγείτο του στρατιωτικού τριβούνου σε μία λεγεώνα. Ο Dabrowa σημειώνει ότι αυτή η αντίστροφη σειρά δεν ήταν ασυνήθιστη για τους άνδρες, που είχαν γεννηθεί στην τάξη των ιππέων, αλλά σκόπευαν να εισέλθουν στη Σύγκλητο. Ωστόσο, ο Κ. Bάσσος έγινε ένας από τους tresviri monetalis: αυτό το αξίωμα προοριζόταν είτε για πατρικίους, είτε για άνδρες που ευνοούνταν από τον αυτοκράτορα. [6] Ο Dabrowa προτείνει ότι ο Bάσσος κέρδισε την είσοδο σε αυτό το πολυπόθητο διοικητικό συμβούλιο μέσω της παρέμβασης του συγγενή του Γάιου Άντιου Άουλου Ιούλιου Κουαδράτου, τρεις φορές υπάτου και «ανθρώπου με υψηλή πολιτική και κοινωνική θέση». [7]

Μετά τους vigintiviri, ο Bassus ήταν ταμίας (quaestor), μία κατώτερη θέση, και διοικούσε το δημόσιο ταμείο στην επαρχία Κρήτης και Κυρηναϊκής γύρω στο έτος 92. Αυτό το αξίωμα τού έδωσε την επίσημη είσοδο στη Σύγκλητο. Προχώρησε στην παραδοσιακή ρωμαϊκή δικαιοσύνη του αγορανόμου (aedile), μετά γύρω στο 98 κέρδισε τις εκλογές ως πραίτορας. Αυτό το τελευταίο αξίωμα έκανε τον Βάσσο είτε να κυβερνά επαρχίες, είτε να υπηρετεί ως απεσταλμένος της λεγεώνας (legatus legionis) ή διοικητής λεγεώνας. Ο Βάσσος αναζήτησε στρατιωτική καριέρα. [5]

Πρώτα ήταν legatus της Legio XI Claudia από το 99 έως το 101. Ακολούθησε η εντολή διοίκησης ενός σώματος στρατιωτών, που προερχόταν από πολλές λεγεώνες —συμπεριλαμβανομένων των IV Scythica και XII Fulminata— στον Α΄ Δακικό πόλεμο για τα έτη 101 και 102. Στη συνέχεια ο Βάσσος υπηρέτησε ως διοικητής της Legio X Fretensis, μία θέση που συνδυάστηκε με του κυβερνήτη, καθώς έγινε ο 8ος legatus της Ιουδαίας από το 102 έως το 104. Το καλοκαίρι του 105 πέρασε τέσσερις μήνες ως ύπατος. Το να γίνεις πρόξενος θεωρούνταν η ύψιστη τιμή του ρωμαϊκού κράτους και ο Αυτοκράτορας θα είχε επιλέξει υποψηφίους για να το συμπληρώσει προσεκτικά. Μετά τη θητεία του ως υπάτου, ο Bάσσος έγινε δεκτός στο Σύλλογο των Ποντιφικών, τους υψηλότερους ιερείς της κρατικής θρησκείας. Ένα σημαντικό κοινωνικό επίτευγμα για έναν άνδρα, που γεννήθηκε ως ιππέας. [5] Ακολούθησε μία απόσπαση ως κυβερνήτης της Καππαδοκίας και της Γαλατίας από το 114 έως το 115, και αργότερα της Συρίας. [3] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγινε διοικητής ενός δεύτερου σώματος στρατιωτών, που προέρχονταν από πολλές λεγεώνες – συμπεριλαμβανομένων των III Gallica και XIII Gemina – που πολέμησε στον Παρθικό πόλεμο. [5]

Ο Βάσσος υπηρετούσε ως αυτοκρατορικός κυβερνήτης (legatus Augusti pro praetore) στην επαρχία της Δακίας, όταν απεβίωσε στην εξέγερση των Δακών του 117 [8].

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Alison E. Cooley, The Cambridge Manual of Latin Epigraphy (Cambridge: University Press, 2012), p. 467
  2. Edward Dabrowa, Legio X Fretensis: A Prosopographical Study of its Officers (I-III c. A.D.) (Stuttgart: Franz Steiner, 1993), p. 34
  3. 3,0 3,1 Werner Eck, "Jahres- und Provinzialfasten der senatorischen Statthalter von 69/70 bis 138/139" Αρχειοθετήθηκε 2018-07-17 στο Wayback Machine., Chiron, 12 (1982), pp. 281–362; 13 (1983), pp. 147–237 (German)
  4. Géza Alföldy, Konsulat und Senatorenstand unter der Antoninen (Bonn: Rudolf Habelt Verlag, 1977), p. 323, (German)
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Dabrowa, Legio X Fretensis, p. 35
  6. Anthony Birley, The Fasti of Roman Britain (Oxford: Clarendon Press, 1981), pp. 4f
  7. Dabrowa, Legio X Fretensis, pp. 47f
  8. Garzetti, Albino, From Tiberius to the Antonines (Routledge Revivals): A History of the Roman Empire AD 14-192 (Routledge, 2014), p. 383