Απόψε αυτοσχεδιάζουμε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Απόψε αυτοσχεδιάζουμε
Πρόγραμμα σχεδιασμένο από το Δημήτρη Μυταρά για την θεατρική παράσταση του έργου την περίοδο 1961-1962 στην Ελλάδα από τον θίασο του Δημήτρη Μυράτ
ΣυγγραφέαςΛουίτζι Πιραντέλο
ΓλώσσαΙταλικά
Μορφήθεατρικό έργο
ΧαρακτήρεςΣκηνοθέτης, Ενρίκο Βέρι, Παλμίρο Λά Κρότσε, Ιγκνάτσια Λα Κρότσε, Μομίνα, Τοτίνα, Ντορίνα, Νάρντι, Σαρέλι, Πομέτι, Σαντέζα, Πιανίστας, Α πελάτης καμπαρέ, Β πελάτης καμπαρέ και Γ πελάτης καμπαρέ
Δημοσιεύθηκε στοSarajevo Publishing

Απόψε αυτοσχεδιάζουμε (Ιταλικός τίτλος: Questa sera si recita a soggetto) είναι θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο. Θεωρείται το τρίτο μέρος της τριλογίας που έχει αφιερώσει ο συγγραφέας στο «θέατρο μέσα στο θέατρο», μετά τα έργα Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα (1921) και Καθένας με τον τρόπο του (1924). [1]

Έκανε πρεμιέρα τον Ιανουάριο 1930 σε γερμανική μετάφραση στο Κένιγκσμπεργκ, η πρώτη παράσταση στην Ιταλία πραγματοποιήθηκε στο Τορίνο στις 14 Απριλίου 1930.

Το έργο διερευνά τις σχέσεις του σκηνοθέτη μιας παράστασης με τους ηθοποιούς και, κατά συνέπεια, τη σχέση των ηθοποιών με το κοινό, προβάλλοντας το αγαπημένο θέμα του Πιραντέλλο: τη σύγχυση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.[2]

Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε πρώτη φορά από το θίασο του Δημήτρη Μυράτ την περίοδο 1961-1962 στο θέατρο Αθηνών σε μουσική Μάνου Χατζηδάκι.[3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας θίασος ηθοποιών υπό τη διεύθυνση του Γερμανού σκηνοθέτη Χίνκφους πρόκειται να παρουσιάσει ένα έργο. Ενώ το κοινό περιμένει την έναρξη της παράστασης, πίσω από την αυλαία της σκηνής υπάρχει φασαρία, που σταδιακά εξελίσσεται σε καυγά. Μερικοί θεατές απαιτούν σιωπή και στη συνέχεια, με σηκωμένη την αυλαία, οι ηθοποιοί συνεχίζουν να μαλώνουν με τον σκηνοθέτη, ενώ μερικοί ηθοποιοί κατεβαίνουν στην αίθουσα και αναμειγνύονται με το κοινό.

Ο λόγος της διαμάχης αφορά τη σκηνοθεσία του έργου, το οποίο βασίζεται στο διήγημα του Πιραντέλλο Λεονώρα, αντίο!, ο σκηνοθέτης θέλει να κάνει τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάσουν χωρίς συγκεκριμένο σενάριο και να διασπάσει την ιστορία σε εικόνες και σκηνές. Έτσι όμως, οι ηθοποιοί πιστεύουν ότι χάνεται η ένταση των συναισθημάτων. Διεκδικώντας την ελευθερία στην ερμηνεία και το δικαίωμα στον αυθορμητισμό των συναισθημάτων, όπου αναδεικνύεται το υποκριτικό τους ταλέντο, έχουν εντελώς αντίθετη άποψη από αυτή του σκηνοθέτη.

Μετά από τον καυγά μεταξύ των ηθοποιών και του σκηνοθέτη, το έργο αρχίζει. Παρουσιάζει την οικογένεια Λα Κρότσε – τον κ. Παλμίρο, μηχανικό ορυχείων θείου, τη δυναμική σύζυγό του κ. Ιγκνάτσια και τις τέσσερις κόρες τους, Μομίνα, Τοτίνα, Ντορίνα και Νενέ– που έχουν μετακομίσει από τη Νάπολη στην πιο συντηρητική Σικελία. Η οικογένεια προσκαλεί στο σπίτι αξιωματικούς, που συναναστρέφονται και φλερτάρουν τόσο με τη μητέρα όσο και με τις κόρες. Ωστόσο, αυτή η συμπεριφορά της οικογένειας αποδοκιμάζεται από την κοινωνία της πόλης, καθώς και από τον Ρίκο Βέρι, έναν από τους αξιωματικούς.[4]

Ένα βράδυ, ο κ. Παλμίρο φέρεται στο σπίτι αιμόφυρτος από μια τραγουδίστρια καμπαρέ με την οποία έχει σχέσεις, αφού μαχαιρώθηκε υπερασπιζόμενος την τιμή της, και πεθαίνει. Αυτό, συμπίπτει με μια διαμάχη μεταξύ των ηθοποιών για το πόσο πρέπει να σέβονται το σενάριο και τη σκηνοθεσία και οι ηθοποιοί, θυμωμένοι με την ανάμειξη του σκηνοθέτη, τον πετούν έξω από το θέατρο.

Η επόμενη σκηνή διαδραματίζεται χρόνια αργότερα. Η Μομίνα έχει παντρευτεί τον Ρίκο Βέρι, ο οποίος είναι τρελός από τη ζήλια για το παρελθόν της γυναίκας του. Την αναγκάζει να παραμελήσει τον εαυτό της και να μένει κλεισμένη στο σπίτι χωρίς καμία διασκέδαση. Μια μέρα, η αδελφή της Τοτίνα, πλέον διάσημη τραγουδίστρια της όπερας, φθάνει στην πόλη για να παίξει στο Ιλ Τροβατόρε του Βέρντι. Η Μομίνα θυμάται τα νιάτα της, όταν πήγαινε στο θέατρο και ήταν χαρούμενη, και διηγείται στα παιδιά της για εκείνες τις εποχές και την ιστορία της όπερας, τραγουδώντας την, με την καρδιά της να χτυπά όλο και πιο γρήγορα και την ανάσα της να εξασθενεί, μέχρι που τραγουδά το αποχαιρετιστήριο ντουέτο. Το πάθος με το οποίο τραγουδάει η Μομίνα είναι τόσο μεγάλο που πέφτει νεκρή.[5]

Το έργο τελειώνει και οι ηθοποιοί πηγαίνουν τρέχοντας να βρουν την ηθοποιό που υποδύονταν τη Μομίνα, η οποία έχει καταρρεύσει σχεδόν άψυχη και με δυσκολία επανέρχεται στην «κανονική» ζωή, εμφανώς καταπονημένη από την προσπάθεια που μόλις κατέβαλε στον ρόλο της.

Ο σκηνοθέτης, που επέστρεψε, ζητά συγγνώμη από το κοινό για τις παρατυπίες της βραδιάς.

Ελληνικές μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, μετάφραση: Δημήτρης Μυράτ, εκδόσεις Δωδώνη, 1979 [6]
  • Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές, εκδόσεις Ηριδανός, 2016

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]