Αντιμονίτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αντιμονίτης
Αντιμονίτης.
Γενικά
ΚατηγορίαΣουλφίδια
Χημικός τύποςSb2S3
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
Πυκνότητα4,5 - 4,6 gr/cm3
ΧρώμαΜολυβδόφαιο, χαλυβδόφαιο, μέλαν ιριδίζον, ενίοτε ασημόχρουν
Σύστημα κρυστάλλωσηςΡομβικό
ΚρύσταλλοιΠρισματικοί στηλοειδείς
ΥφήΒελονοειδής, λεπιδοειδής, στηλοειδής. Ενίοτε συμπαγής κοκκώδης
ΔιδυμίαΣπάνια {120}
Σκληρότητα2
ΣχισμόςΤέλειος {010}, ατελής {100}, {110}
ΘραύσηΚογχώδης ακανόνιστη
ΛάμψηΜεταλλική
Γραμμή κόνεωςΜολυβδόχρους
ΠλεοχρωισμόςΌχι
ΔιαφάνειαΑδιαφανής

Ο αντιμονίτης είναι θειούχο ορυκτό του αντιμονίου. Ήταν γνωστό στην αρχαιότητα με το όνομα στίβι ή στίμμι και το χρησιμοποιούσαν ως ψιμμύθιο[1]. Από τις λέξεις αυτές προήλθε και το λατινικό stibium για το αντιμόνιο (χημ. σύμβολο Sb).[2] Έχει χρώμα σκούρο γκρι, το οποίο συχνά ιριδίζει προς γαλαζωπές ανταύγειες.

Είναι ορυκτό ανευρισκόμενο σε υδροθερμικές φλέβες χαμηλών θερμοκρασιών και σε αποθέσεις θερμών πηγών. Συχνά ανευρίσκεται μαζί με δευτερεύοντα ορυκτά του αντιμονίου, προερχόμενα από την εξαλλοίωσή του, όπως ο στιμπικονίτης (Sb3O6(OH)), που προέρχεται από την επίδραση των ατμοσφαιρικών συνθηκών στον αντιμονίτη. Συνδέεται με τα υπόλοιπα σουλφίδια, ερυθρά και κίτρινη σανδαράχη, γαληνίτη, μαρκασίτη, σφαλερίτη, κινναβαρίτη, σιδηροπυρίτη αλλά και με χαλαζία, ασβεστίτη και βαρύτη.

Ο αντιμονίτης αποτελεί το κυριότερο μετάλλευμα αντιμονίου, αν και τα μεγάλα κοιτάσματά του είναι σχετικά σπάνια. Κοιτάσματα με μεγάλους κρυστάλλους ανευρίσκονται στις ΗΠΑ (Νέα Υόρκη, Καλιφόρνια και Νεβάδα), στη Βολιβία (περιοχή Oruro), στα όρη Χαρτς και στη Βεστφαλία της Γερμανίας, στη Σλοβακία, την Τσεχία, τη Ρουμανία. Επίσης στην περιφέρεια Χουνάν της Κίνας, στην περιοχή Minas Gerais της Βραζιλίας, στο Περού, το Μεξικό, την Ιαπωνία και τη Νότια Αφρική.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1443742244
  • Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 039591096X
  • Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0395511372

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Το σημερινό μακιγιάζ για τις βλεφαρίδες
  2. Στον ιστοτόπο "Webmineral" αναφέρεται ότι η ονομασία προέρχεται από το ελληνικό "άνθεμον" (λουλούδι), λόγω των συσσωματωμάτων των κρυστάλλων του, που μοιάζουν με ανθοδέσμη, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει σύνδεση μεταξύ της αρχαίας λέξης και του ονόματος του ορυκτού.