Νορβηγική Θάλασσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 81: Γραμμή 81:


Τα υδρόβια πτηνά της Νορβηγικής Θάλασσας υπέφεραν από την κατάρρευση του πληθυσμού ρέγγας και ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί σημαντικά. <ref name="Jennings">Simon Jennings ''et al.'' [https://books.google.com/books?id=_J_E8O33E2gC&pg=PA297 Marine Fisheries Ecology], Blackwell Publishing, 2001 {{ISBN|0-632-05098-5}}, p. 297</ref>
Τα υδρόβια πτηνά της Νορβηγικής Θάλασσας υπέφεραν από την κατάρρευση του πληθυσμού ρέγγας και ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί σημαντικά. <ref name="Jennings">Simon Jennings ''et al.'' [https://books.google.com/books?id=_J_E8O33E2gC&pg=PA297 Marine Fisheries Ecology], Blackwell Publishing, 2001 {{ISBN|0-632-05098-5}}, p. 297</ref>

==Ανθρώπινες δραστηριότητες==
Η Νορβηγία, η Ισλανδία και η Δανία / Νήσοι Φερόες μοιράζονται τα χωρικά ύδατα της Νορβηγικής Θάλασσας, με το μεγαλύτερο μέρος τους να ανήκει στην πρώτη. Η Νορβηγία έχει ορίσει [[Αιγιαλίτιδα ζώνη|χωρικά ύδατα]] δώδεκα μιλίων από το 2004 και [[Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη|αποκλειστική οικονομική ζώνη]] 200 μιλίων από το 1976. Κατά συνέπεια, λόγω των νορβηγικών νησιών Σβάλμπαρντ και Γιαν Μάγεν, το νοτιοανατολικό, βορειοανατολικό και βορειοδυτικό άκρο της θάλασσας εμπίπτει στη Νορβηγία. Τα νοτιοδυτικά σύνορα μοιράζονται με την Ισλανδία και τη Δανία / Νήσους Φερόες.

Η μεγαλύτερη βλάβη στη Νορβηγική Θάλασσα έχει προκληθεί από εκτεταμένη αλιεία, φαλαινοθηρία και ρύπανση. Το βρετανικό πυρηνικό συγκρότημα του Σέλαφιλντ είναι ένας από τους μεγαλύτερους ρυπαντές, απορρίπτοντας στη θάλασσα ραδιενεργά απόβλητα. Η ρύπανση οφείλεται επίσης κυρίως το πετρέλαιο και τοξικές ουσίες, <ref name="Noel">Alf Håkon Noel ''The Performance of Exclusive Economic Zones – The Case of Norway'' in: Syma A. Ebbin et al. ''A Sea Change: The Exclusive Economic Zone and Governance Institutions for Living Marine Resources'', Springer, 2005 {{ISBN|1-4020-3132-7}}</ref> αλλά και στο μεγάλο αριθμό πλοίων που βυθίστηκαν κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Η προστασία του περιβάλλοντος της Νορβηγικής Θάλασσας ρυθμίζεται κυρίως από τη Σύμβαση OSPAR.

===Αλιεία και φαλαινοθηρία===
[[File:Cod lofoten.jpg|thumb|left|Παραδοσιακό άπλωμα μπακαλιάρου]]
[[File:18th century arctic whaling.jpg|thumb|Αρκτική φαλαινοθηρία (18ος αιώνας). Τα πλοία είναι ολλανδικά και τα ζώα είναι [[φάλαινα της Γροιλανδίας|τοξοκέφαλες φάλαινες]]. Στο βάθος φαίνεται το Μπέρενμπουργκ στο [[Γιαν Μάγεν]].]]
Η αλιεία ασκείται κοντά στο αρχιπέλαγος [[Λοφότεν]] επί αιώνες. Τα παράκτια ύδατα των απομακρυσμένων αυτών νησιών είναι μια από τις πλουσιότερες περιοχές αλιείας στην Ευρώπη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του μπακαλιάρου του Ατλαντικού κολυμπά στα παράκτια νερά τους το χειμώνα για την ωοτοκία. Έτσι το 19ο αιώνα ο αποξηραμένος μπακαλιάρο ήταν μια από τις κύριες εξαγωγές της Νορβηγίας και μακράν η σημαντικότερη βιομηχανία στη βόρεια Νορβηγία. Τα δυνατά θαλάσσια ρεύματα, οι [[Παλιρροιακή δίνη|δινη]] και ιδιαίτερα οι συχνές καταιγίδες έκαναν την αλιεία επικίνδυνο επάγγελμα: αρκετές εκατοντάδες άνδρες πέθαναν τη «θανατηφόρα Δευτέρα» το Μάρτιο του 1821, 300 από αυτούς από μία [[ενορία]], και περίπου εκατό σκάφη με τα πληρώματά τους χάθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τον Απρίλιο του 1875. <ref name="Smith10">Tim Denis Smith [https://books.google.com/books?id=glYeaAEaKGgC&pg=PA10 ''Scaling Fisheries: The Science of Measuring the Effects of Fishing, 1855–1955''], Cambridge University Press, 1994 {{ISBN|0-521-39032-X}}, pp. 10–15</ref>

Η φαλαινοθηρία ήταν επίσης σημαντική στη Νορβηγική Θάλασσα. Λίγο μετά το 1600 ο Άγγλος Στέφεν Μπένετ άρχισε να κυνηγάει [[θαλάσσιος ίππος|θαλάσσιους ίππους]] στη [[Μπγιέρνεγια]]. Το Μάιο του 1607 η Εταιρεία Μόσκοβυ, αναζητώντας το Βορειοδυτικό Πέρασμα (μεταξύ Ατλαντικού και Ειρηνικού Ωκεανού) και εξερευνώντας τη θάλασσα, ανακάλυψε τους μεγάλους πληθυσμούς θαλάσσιων ίππων και φαλαινών στη Νορβηγική Θάλασσα και άρχισε να τους κυνηγά το 1610 κοντά στη [[Σπιτσβέργη]]. <ref name="Richards589">[[#refRichards|Richards, 2006]], pp. 589–596</ref> Αργότερα τα ολλανδικά πλοία άρχισαν να κυνηγούν φάλαινες κοντά στο Γιαν Μάγεν. Ο πληθυσμός τοξοκέφαλων μεταξύ Σβάλμπαρντ και Γιαν Μάγεν ήταν τότε περίπου 25.000 άτομα. <ref name="Richards574">[[#refRichards|Richards, 2006]], pp. 574–580</ref> Στη συνέχεια τους Βρετανούς και Ολλανδούς ακολούθησαν Γερμανοί, Δανοί και Νορβηγοί. Μεταξύ 1615 και 1820 τα νερά μεταξύ Γιαν Μάγεν, Σβάλμπαρντ, Μπγιέρνεγια και Γροιλανδίας, μεταξύ της Νορβηγικής, της Γροιλανδικής και της Θάλασσας του Μπάρεντς, ήταν η πιο παραγωγική περιοχή φαλαινοθηρίας στον κόσμο. Ωστόσο η εκτεταμένη θήρευση είχε εξαλείψει τις φάλαινες σε αυτή την περιοχή ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα.

===Θαλάσσια τέρατα και δίνες===


== Παραπομπές ==
== Παραπομπές ==

Έκδοση από την 09:10, 25 Σεπτεμβρίου 2020

Συντεταγμένες: 69°N 00°E / 69°N 0°E / 69; 0

Η Νορβηγική Θάλασσα
Η Νορβηγική Θάλασσα

Η Νορβηγική Θάλασσα (νορβηγικά: Norskehavet) είναι μια θάλασσα μεταξύ Ατλαντικού και Αρκτικού Ωκεανού, βορειοδυτικά της Νορβηγίας μεταξύ της Βόρειας και της Γροιλανδικής Θάλασσας και της Γροιλανδίας, που συνορεύει με τη Θάλασσα του Μπάρεντς στα βορειοανατολικά. Στα νοτιοδυτικά χωρίζεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό από μια υποβρύχια κορυφογραμμή που εκτείνεται μεταξύ Ισλανδίας και Νήσων Φερόε. Στα βόρεια η Κορυφογραμμή Γιαν Μάγεν τη χωρίζει από τη Γροιλανδική Θάλασσα.

Σε αντίθεση με πολλές άλλες θάλασσες το μεγαλύτερο μέρος του βυθού της Νορβηγίας δεν είναι τμήμα ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας και επομένως βρίσκεται σε μεγάλο βάθος περίπου δύο χιλιομέτρων κατά μέσο όρο. Πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου βρίσκονται κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας και τα εκμεταλλεύονται οικονομικά, σε περιοχές με βάθος ως περίπου ένα χιλιόμετρο. Οι παράκτιες ζώνες είναι πλούσιες σε ψάρια που επισκέπτονται τη Νορβηγική Θάλασσα από το Βόρειο Ατλαντικό ή από τη Θάλασσα του Μπάρεντς για αναπαραγωγή. Το ζεστό Βόρειο Ατλαντικό Ρεύμα εξασφαλίζει σχετικά σταθερές και υψηλές θερμοκρασίες νερού, έτσι ώστε σε αντίθεση με τις Αρκτικές θάλασσες, η Νορβηγική Θάλασσα είναι απαλλαγμένη από πάγο όλο το χρόνο. Πρόσφατη έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μεγάλος όγκος νερού της Νορβηγικής Θάλασσας, με τη μεγάλη του ικανότητα απορρόφησης θερμότητας είναι σημαντικότερος ως πηγή των ήπιων χειμώνων της Νορβηγίας από το Ρεύμα του Κόλπου και τα παρακλάδια του. [1]

Εκταση

Ο Διεθνής Υδρογραφικός Οργανισμός καθορίζει τα όρια της Νορβηγικής θάλασσας ως εξής:[2]

  • Από βορειοανατολικά: Μία γραμμή, η οποία ενώνει το νοτιότερο σημείο της νήσου Σπιτσβέργης με το Βόρειο ακρωτήριο του νησιού Μπίαρ, δια μέσω του νησιού ως το ακρωτήριο Μπουλ και από εκεί στο Βόρειο ακρωτήριο της Νορβηγίας (71°10'Β 25°47'Α).
  • Από νοτιοανατολικά: Η δυτική ακτή της Νορβηγίας που βρίσκεται ανάμεσα στο Βόρειο ακρωτήριο και το ακρωτήριο Σταντ (62°10′Β 5°00′Α).
  • Από νότια: Από ένα σημείο της δυτικής ακτής της Νορβηγίας με γεωγραφικό πλάτος 61°00' Βόρεια, κατά μήκος του παράλληλου μέχρι γεωγραφικό μήκος 0°53' Δυτικά και από εκεί μία γραμμή στο βορειοανατολικό άκρο του Φούγκλοϊ (62°21′Β 6°15′Δ) και από εκεί στο ανατολικό άκρο Γκέρπιρ (65°05′Β 13°30′Δ) της Ισλανδίας.
  • Από δυτικά: Το νοτιοανατολικό όριο της Γροιλανδικής θάλασσας (μια γραμμή που ενώνει το νοτιότερο σημείο της νήσου Σπιτσβέργης με το βορειότερο σημείο της νήσου Γιαν Μάγεν, έπειτα ακολουθώντας τη δυτική ακτή του νησιού μέχρι το νοτιότερο σημείο του και από εκεί μια γραμμή ως το ανατολικό σημείο του Γκέρπιρ (65°05′Β 13°30′Δ) της Ισλανδίας). Το μέγιστο βάθος της είναι 3970 μέτρα.

Σχηματισμός και γεωγραφία

Η Νορβηγική Θάλασσα, περιβαλλόμενη από ρηχότερα νερά στα νότια (Βόρεια Θάλασσα) και στα βορειοανατολικά (Θάλασσα Μπάρεντς). Η λευκή κουκκίδα κοντά στο κέντρο είναι το Γιαν Μάγεν και η κουκκίδα μεταξύ της Σπιτσβέρεγης (μεγάλο νησί στα βόρεια) και της Νορβηγίας είναι το νησί Μπγιέρνεγια.
Τα νησιά Βέρεϊ και Ρεστ, των Λοφότεν, Νορβηγία

Η Νορβηγική Θάλασσα σχηματίστηκε πριν από 250 εκατομμύρια χρόνια, όταν η Ευρασιατική πλάκα της Νορβηγίας και η Βορειο-Αμερικανική πλάκα, συμπεριλαμβανομένης της Γροιλανδίας, άρχισαν να απομακρύνονται. Η υφιστάμενη στενή θάλασσα μεταξύ Νορβηγίας και Γροιλανδίας άρχισε να διευρύνεται και να βαθαίνει. [3] Η σημερινή ηπειρωτική πλαγιά στη Νορβηγική Θάλασσα σηματοδοτεί τα σύνορα μεταξύ Νορβηγίας και Γροιλανδίας, όπως ήταν πριν από περίπου 250 εκατομμύρια χρόνια. Στο βορρά εκτείνεται ανατολικά από το Σβάλμπαρντ μέχρι νοτιοδυτικά μεταξύ της Βρετανίας και των Νήσων Φερόες. Αυτή η ηπειρωτική πλαγιά περιέχει πλούσιους ψαρότοπους και πολλές κοραλλιογενείς υφάλους. Η μετατόπιση του βυθού μετά το διαχωρισμό των ηπείρων είχε ως αποτέλεσμα κατολισθήσεις, όπως η Κατολίσθηση Στόρεγκα, πριν από 8.000 χρόνια, που προκάλεσε ένα μεγάλο τσουνάμι.

Οι ακτές της Νορβηγικής Θάλασσας διαμορφώθηκαν κατά την τελευταία Εποχή των Παγετώνων. Μεγάλοι παγετώνες ύψους αρκετών χιλιομέτρων ωθήθηκαν μέσα στη γη, σχηματίζοντας φιόρδ, μετατοπίζοντας το φλοιό μέσα στη θάλασσα και επεκτείνοντας έτσι τις ηπειρωτικές πλαγιές. Αυτό είναι ιδιαίτερα σαφές στις νορβηγικές ακτές κατά μήκος της Χέλγκελαντ (Κεντρική Νορβηγία) και βόρεια στα Νησιά Λοφότεν. Η υφαλοκρηπίδα της Νορβηγικής Θάλασσας έχει πλάτος 40 ως 200 χιλιόμετρα και έχει διαφορετικό σχήμα από εκείνες της Βόρειας Θάλασσας και της Θάλασσας Μπάρεντς. Περιέχει πολλές τάφρους και ανώμαλες κορυφές, που συνήθως έχουν πλάτος μικρότερο από 100 μέτρα, αλλά μπορούν να φτάσουν τα 400 μέτρα. Καλύπτονται με ένα μείγμα από χαλίκι, άμμο και λάσπη και οι τάφροι χρησιμοποιούνται από τα ψάρια ως τόποι ωοτοκίας. Πιο βαθιά στη θάλασσα υπάρχουν δύο βαθιές λεκάνες που χωρίζονται από μια χαμηλή κορυφογραμμή (το βαθύτερο σημείο της στα 3.000 μ.) μεταξύ του Επίπεδου Βέρινγκ και του νησιού Γιαν Μάγεν. Η νότια λεκάνη είναι μεγαλύτερη και βαθύτερη, με μεγάλες περιοχές βάθους από 3.500 ως 4.000 μέτρα. Η βόρεια λεκάνη είναι πιο ρηχή στα 3.200-3.300 μέτρα, αλλά περιέχει πολλές μεμονωμένες τοποθεσίες που φτάνουν τα 3.500 μέτρα. Υποβρύχια κατώφλια και ηπειρωτικές πλαγιές σηματοδοτούν τα όρια αυτών των λεκανών με τις παρακείμενες θάλασσες. Στα νότια βρίσκεται η ευρωπαϊκή υφαλοκρηπίδα και η Βόρεια Θάλασσα, στα ανατολικά βρίσκεται η ευρασιατική υφαλοκρηπίδα με τη Θάλασσα Μπάρεντς. Στα δυτικά η Κορυφογραμμή Σκωτίας-Γροιλανδίας χωρίζει τη Νορβηγική Θάλασσα από το Βόρειο Ατλαντικό. Αυτή η κορυφογραμμή έχει μέσο βάθος μόλις 500 μέτρα, μόνο σε μερικά σημεία να φτάνει τα 850 μέτρα. Στα βόρεια βρίσκεται οι Κορυφογραμμές Γιαν Μάγεν και Μονς, που βρίσκονται σε βάθος 2.000 μέτρων, με μερικές τάφρους να φτάνουν σε βάθος περίπου 2.600 μέτρων.

Υδρολογία

Εύρος και χρόνος παλιρροιών (ώρες μετά το Μπέργκεν) κατά μήκος των νορβηγικών ακτών
Η θερμοαλατική κυκλοφορία εξηγεί το σχηματισμό κρύου, πυκνού βαθιού νερού στη Νορβηγική Θάλασσα. Ο πλήρης κύκλος κυκλοφορίας διαρκεί ~ 2000 χρόνια.
Επιφανειακά ρεύματα στο Βόρειο Ατλαντικό

Τέσσερις μεγάλες υδάτινες μάζες, που προέρχονται από τον Ατλαντικό και τον Αρκτικό ωκεανό συναντιούνται στη Νορβηγική Θάλασσα και τα αντίστοιχα ρεύματα είναι θεμελιώδους σημασίας για το παγκόσμιο κλίμα. Το ζεστό, αλμυρό Βόρειο Ατλαντικό Ρεύμα εισρέει από τον Ατλαντικό Ωκεανό και το ψυχρότερο και λιγότερο αλμυρό Νορβηγικό Ρεύμα έρχεται από τη Βόρεια Θάλασσα. Το λεγόμενο ρεύμα της Ανατολικής Ισλανδίας μεταφέρει κρύο νερό νότια από τη Νορβηγική Θάλασσα προς την Ισλανδία και στη συνέχεια ανατολικά, κατά μήκος του Αρκτικού Κύκλου. Αυτό το ρεύμα εμφανίζεται στο μεσαίο στρώμα νερού. Τα βαθιά νερά εισρέουν στη Νορβηγική Θάλασσα από τη Γροιλανδική Θάλασσα. Οι παλίρροιες στη θάλασσα είναι ημιημερήσιες, δηλαδή, αυξάνονται δύο φορές την ημέρα, σε ύψος περίπου 3,3 μέτρων.

Επιφανειακά ρεύματα

Η υδρολογία των ανώτερων υδάτινων στρωμάτων καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το ρεύμα από το Βόρειο Ατλαντικό. Φτάνει σε ταχύτητα 10 Sv (1 Sv = εκατομμύρια m3 / s) και το μέγιστο βάθος του είναι 700 μέτρα στα νησιά Lofoten, αλλά συνήθως είναι 500 μέτρα. [8] Τμήμα του έρχεται μέσω του Διαύλου Φερόες-Σέτλαντ και έχει σχετικά υψηλή αλατότητα 35,3 ‰ (μέρη ανά χίλια). Αυτό το ρεύμα προέρχεται από το Βόρειο Ατλαντικό Ρεύμα και περνά κατά μήκος της ευρωπαϊκής ηπειρωτικής πλαγιάς. Η αυξημένη εξάτμιση λόγω του θερμού ευρωπαϊκού κλίματος έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη αλατότητα. Ένα άλλο τμήμα του περνά μέσα από την τάφρο της Γροιλανδίας-Σκωτίας μεταξύ των Νήσων Φερόες και της Ισλανδίας. Αυτά τα νερά έχουν μέση αλατότητα μεταξύ 35 και 35,2 ‰. [4] Η ροή παρουσιάζει έντονες εποχιακές διακυμάνσεις και μπορεί να είναι διπλάσια το χειμώνα από το καλοκαίρι. Ενώ στο Δίαυλο Φερόες-Σέτλαντ έχει θερμοκρασία περίπου 9,5 ° C. έχει 5 ° C περίπου στο Σβάλμπαρντ και απελευθερώνει αυτήν την ενέργεια (περίπου 250 τεραβάτ) στο περιβάλλον. [5]

Το ρεύμα που ρέει από τη Βόρεια Θάλασσα προέρχεται από τη Βαλτική Θάλασσα και έτσι συλλέγει το μεγαλύτερο μέρος της απορροής της Βόρειας Ευρώπης. Ωστόσο αυτή η συνεισφορά είναι σχετικά μικρή. [6] Η θερμοκρασία και η αλατότητα αυτού του ρεύματος παρουσιάζουν έντονες εποχιακές και ετήσιες διακυμάνσεις. Οι μακροχρόνιες μετρήσεις στα ανώτερα 50 μέτρα κοντά στις ακτές δείχνουν μέγιστη θερμοκρασία 11,2 ° C στον παράλληλο 63 ° Β το Σεπτέμβριο και τουλάχιστον 3,9 ° C στο Βόρειο Ακρωτήριο το Μάρτιο. Η αλατότητα κυμαίνεται μεταξύ 34,3 και 34,6 ‰ και είναι χαμηλότερη την άνοιξη λόγω της εισροής λειωμένου χιονιού από ποτάμια. Οι μεγαλύτεροι ποταμοί που εκβάλλουν στη θάλασσα είναι οι Νάμσεν, Ράνελβα και Βέφσνα. Όλοι είναι σχετικά μικροί, αλλά έχουν μεγάλη ταχύτητα απορροής λόγω της απότομης ορεινής τους φύσης.

Ένα μέρος των θερμών επιφανειακών υδάτων ρέει κατευθείαν, στο Ρεύμα της Δυτικής Σπιτσβέργης, από τον Ατλαντικό Ωκεανό, στα ανοικτά της Γροιλανδίας, στον Αρκτικό Ωκεανό. Αυτό το ρεύμα έχει ταχύτητα 3–5 Sv και έχει μεγάλο αντίκτυπο στο κλίμα. [7] Άλλα επιφανειακά νερά (~ 1 Sv) ρέουν κατά μήκος των νορβηγικών ακτών προς την κατεύθυνση της Θάλασσας του Μπάρεντς. Αυτό τα νερά ψυχραίνονται αρκετά στη Νορβηγική Θάλασσα και βυθίζονται στα βαθύτερα στρώματα. Εκεί εκτοπίζουν νερά που επιστρέφουν στο Βόρειο Ατλαντικό. [8]

Αρκτικά νερά από το ρεύμα της Ανατολικής Ισλανδίας βρίσκονται κυρίως στο νοτιοδυτικό τμήμα της θάλασσας, κοντά στη Γροιλανδία. Οι ιδιότητές του δείχνουν επίσης σημαντικές ετήσιες διακυμάνσεις, με τη μακροχρόνια μέση θερμοκρασία να είναι κάτω από 3 ° C και την αλατότητα μεταξύ 34,7 και 34,9 ‰. Το ποσοστό αυτού του νερού στην επιφάνεια της θάλασσας εξαρτάται από τη δύναμη του ρεύματος, που με τη σειρά του εξαρτάται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ του Ισλανδικού Χαμηλού και του Υψηλού των Αζορών: όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά, τόσο ισχυρότερο είναι το ρεύμα. [9]

Ρεύματα βαθέων υδάτων

Η Νορβηγική Θάλασσα συνδέεται με τη Θάλασσα της Γροιλανδίας και τον Αρκτικό Ωκεανό μέσω των Στενών Φραμ βάθους 2.600 μέτρων. [10] Τα Βαθέα Υδατα της Νορβηγικής Θάλασσας (NSDW) εμφανίζονται σε βάθη άνω των 2.000 μέτρων. Αυτό το ομοιογενές στρώμα με αλατότητα 34,91 ‰ έχει μικρή ανταλλαγή με τις παρακείμενες θάλασσες. Η θερμοκρασία του είναι κάτω από 0 ° C και πέφτει στους −1 ° C στον πυθμένα του ωκεανού. [8] Σε σύγκριση με τα βαθιά νερά της γύρω θάλασσας, τα NSDW έχουν περισσότερα θρεπτικά συστατικά αλλά λιγότερο οξυγόνο και είναι σχετικά παλαιά. [11]

Η αδύναμη ανταλλαγή βαθέων υδάτων με τον Ατλαντικό Ωκεανό οφείλεται στο μικρό βάθος της σχετικά επίπεδης Ράχης Γροιλανδίας-Σκωτίας μεταξύ της Σκωτίας και της Γροιλανδίας, ένα παρακλάδι της Μεσοατλαντικής Ράχης. Μόνο τέσσερις περιοχές της Ράχης Γροιλανδίας-Σκωτίας έχουν βάθος μεγαλύτερο από 500 μέτρα: ο Δίαυλος-Οχθη των Φερόες (περίπου 850 μέτρα), ορισμένα τμήματα της Ράχης Ισλανδίας-Φερόες (περίπου 600 μέτρα), η Ράχη Ουάιβιλ-Τόμσον (620 μέτρα) και περιοχές μεταξύ της Γροιλανδίας και του Πορθμού της Δανίας(850 μέτρα) - αυτό είναι πολύ πιο ρηχό από τη Νορβηγική Θάλασσα. Τα κρύα βαθέα ύδατα εισρέουν στον Ατλαντικό μέσω διαφόρων διαύλων: περίπου 1,9 Sv μέσω του Δίαυλου-Οχθης των Φερόες, 1,1 Sv μέσω του δίαυλου Ισλανδίας-Φερόες και 0,1 Sv μέσω της Ράχης Ουάιβιλ-Τόμσον. [12] Η αναταραχή που συμβαίνει όταν τα βαθέα ύδατα πέφτουν πίσω από τη Ράχη Γροιλανδίας-Σκωτίας στη βαθιά λεκάνη του Ατλαντικού αναμιγνύει τα παρακείμενα στρώματα νερού και δημιουργεί τα Βαθέα Υδατα του Βόρειου Ατλαντικού, ένα από τα δύο σημαντικά ρεύματα βαθέων υδάτων που παρέχουν οξυγόνο στο βαθύ ωκεανό. [13]

Κλίμα

Η θερμοαλατική κυκλοφορία επηρεάζει το κλίμα της Νορβηγικής Θάλασσας και το περιφερειακό κλίμα μπορεί να αποκλίνει σημαντικά από το μέσο όρο. Υπάρχει επίσης μια διαφορά περίπου 10 ° C μεταξύ της θάλασσας και της ακτογραμμής. Οι θερμοκρασίες αυξήθηκαν μεταξύ 1920 και 1960 [14] και η συχνότητα των καταιγίδων μειώθηκε κατά την περίοδο αυτή. Η ένταση των καταιγίδων ήταν σχετικά υψηλή μεταξύ του 1880 και του 1910, μειώθηκε σημαντικά το 1910-1960 και στη συνέχεια ανέκαμψε στο αρχικό επίπεδο. [15]

Σε αντίθεση με τη Γροιλανδική και τις Αρκτικές θάλασσες, η Νορβηγική Θάλασσα είναι χωρίς πάγο όλο το χρόνο, λόγω των θερμών της ρευμάτων. Η αλληλεπίδραση μεταξύ του σχετικά ζεστού νερού και του κρύου αέρα το χειμώνα παίζει σημαντικό ρόλο στο Αρκτικό κλίμα. [16] Η ισοθερμική (γραμμή θερμοκρασίας αέρα) των 10 βαθμών διασχίζει το βόρειο όριο της Νορβηγικής Θάλασσας και θεωρείται συχνά ως το νότιο όριο της Αρκτικής. .[17] Το χειμώνα η Νορβηγική Θάλασσα έχει γενικά τη χαμηλότερη ατμοσφαιρική πίεση σε ολόκληρη την Αρκτική και εκεί σχηματίζονται τα περισσότερα Ισλανδικά Χαμηλά. Η θερμοκρασία του νερού στα περισσότερα μέρη της θάλασσας είναι 2-7 ° C το Φεβρουάριο και 8-12 ° C τον Αύγουστο.

Ανθηση φυτοπλαγκτόν στη Νορβηγική Θάλασσα.

Χλωρίδα και πανίδα

Η Νορβηγική Θάλασσα είναι μια μεταβατική ζώνη μεταξύ υποαρκτικών και αρκτικών συνθηκών και επομένως περιέχει τη χλωρίδα και την πανίδα που χαρακτηρίζουν και τις δύο κλιματικές περιοχές. [18]Το νότιο όριο πολλών ειδών της Αρκτικής διέρχεται από το Βόρειο Ακρωτήριο, την Ισλανδία και το κέντρο της Νορβηγικής Θάλασσας, ενώ το βόρειο όριο των υποαρκτικών ειδών βρίσκεται κοντά στα σύνορα της Θάλασσας της Γροιλανδίας με τη Νορβηγική Θάλασσα και τη Θάλασσα του Μπάρεντς, δηλαδή, αυτές οι περιοχές αλληλεπικαλύπτονται. Ορισμένα είδη όπως το χτένι Chlamys islandica και ένα είδος αθερίνας τείνουν να καταλαμβάνουν αυτή την περιοχή μεταξύ του Ατλαντικού και του Αρκτικού ωκεανού. [19]

Πλαγκτόν και οργανισμοί του θαλάσσιου βυθού

Το μεγαλύτερο μέρος της υδρόβιας ζωής στη Νορβηγική Θάλασσα συγκεντρώνεται στα ανώτερα στρώματά της. Οι εκτιμήσεις για ολόκληρο το Βόρειο Ατλαντικό είναι ότι μόνο το 2% της βιομάζας παράγεται σε βάθη κάτω από 1.000 μέτρα και μόνο το 1,2% απαντάται κοντά στον πυθμένα της θάλασσας. [20]

Στην άνθιση του φυτοπλαγκτού, που κορυφώνεται γύρω στις 20 Μαΐου κυριαρχεί η χλωροφύλλη. Οι κύριες μορφές φυτοπλαγκτού είναι τα διάτομα, ιδίως τα γένη Thalassiosira και Chaetoceros. Μετά την άνθιση της άνοιξης κυριαρχούν τα απτόφυτα του γένους Phaecocystis pouchetti. .[21]


Το ζωοπλαγκτόν εκπροσωπείται από τα κωπήποδα Calanus finmarchicus και Calanus hyperboreus, όπου το πρώτο εμφανίζεται περίπου τέσσερις φορές πιο συχνά από το δεύτερο και βρίσκεται κυρίως στα ρεύματα του Ατλαντικού, ενώ το C. hyperboreus κυριαρχεί στα νερά του Αρκτικού και αποτελεί την κύρια τροφή των περισσότερων θαλάσσιων θηρευτών. Τα σημαντικότερα είδη κριλ] είναι τα Meganyctiphanes norvegica, Thyssanoessa inermis και Thyssanoessa longicaudata. Σε αντίθεση με τη Γροιλανδία υπάρχει σημαντική παρουσία ασβεστολιθικού πλαγκτόν (κοκολιθοφόρα και γλοβιγερινίδα) στη Νορβηγική Θάλασσα. Η παραγωγή πλαγκτόν κυμαίνεται έντονα από χρόνο σε χρόνο. Για παράδειγμα η απόδοση του C. finmarchicus ήταν 28 g / m² (ξηρό βάρος) το 1995 και μόνο 8 g / m² το 1997. Αυτό επηρέασε αντίστοιχα τον πληθυσμό όλων των θηρευτών του.

Οι γαρίδες του είδους Pandalus borealis παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατροφή των ψαριών, ιδιαίτερα το μπακαλιάρο και ο καπελάνος, και εμφανίζονται κυρίως σε βάθη μεταξύ 200 και 300 μέτρων. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Νορβηγικής Θάλασσας είναι οι εκτεταμένοι κοραλλιογενείς ύφαλοι της Lophelia pertusa, που παρέχουν καταφύγιο σε διάφορα είδη ψαριών. Αν και αυτά τα κοράλλια είναι ευρέως διαδεδομένα σε πολλές περιοχές γύρω από το Βόρειο Ατλαντικό, δεν φτάνουν ποτέ σε ποσότητες και συγκεντρώσεις όπως στις νορβηγικές ηπειρωτικές πλαγιές. Ωστόσο βρίσκονται σε κίνδυνο λόγω της αύξησης της αλίευσης με τράτα, που καταστρέφει μηχανικά τους κοραλλιογενείς υφάλους.

Ψάρια

Τα νορβηγικά παράκτια ύδατα είναι οι σημαντικότεροι τόποι αναπαραγωγής των πληθυσμών ρέγγας του Βόρειου Ατλαντικού και η εκκόλαψη γίνεται το Μάρτιο. Τα αυγά επιπλέουν και ξεπλένονται στην ακτή από το ρεύμα προς το βορρά. Ενώ ένας μικρός πληθυσμός ρέγγας παραμένει στα φιόρδ και κατά μήκος της βόρειας νορβηγικής ακτής, το μεγαλύτερο μέρος περνά το καλοκαίρι στη Θάλασσα του Μπάρεντς, όπου τρέφεται με το πλούσιο πλαγκτόν. Όταν φτάσουν στην εφηβεία οι ρέγγες επιστρέφουν στη Νορβηγική Θάλασσα. [22] Τα απόθεματα ρέγγας ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των ετών. Αυξήθηκαν τη δεκαετία του 1920 λόγω του ήπιου κλίματος και στη συνέχεια κατέρρευσαν τις επόμενες δεκαετίες ως το 1970. Ωστόσο η μείωση προκλήθηκε εν μέρει τουλάχιστον από την υπεραλίευση. Η βιομάζα των νέων εκκολαφθέντων ρεγγών μειώθηκε από 11 εκατομμύρια τόνους το 1956 σε σχεδόν μηδέν το 1970, γεγονός που επηρέασε το οικοσύστημα όχι μόνο της Νορβηγικής Θάλασσας αλλά και της Θάλασσας του Μπάρεντς. [23]

Ο καπελάνος είναι συνηθισμένο ψάρι στα μεταβατικά νερά του Ατλαντικού-Αρκτικού

Η επιβολή περιβαλλοντικών και αλιευτικών κανονισμών είχε ως αποτέλεσμα τη μερική ανάκαμψη των πληθυσμών ρέγγας από το 1987. Αυτή η ανάκαμψη συνοδεύτηκε από μείωση των αποθεμάτων καπελάνου και μπακαλιάρου. Ενώ ο καπελάνος επωφελήθηκε από τη μείωση της αλιείας, η άνοδος της θερμοκρασίας τη δεκαετία του 1980 και ο ανταγωνισμός για τροφή με τη ρέγγα οδήγησε σε σχεδόν εξαφάνιση του νεαρού πληθυσμού του από τη Νορβηγική Θάλασσα. [24] Εν τω μεταξύ ο ενήλικος πληθυσμός του εξαλείφθηκε γρήγορα. Αυτό μείωσε επίσης τον πληθυσμό του μπακαλιάρου - σημαντικού θηρευτή του καπελάνου - καθώς η ρέγγα ήταν ακόμη πολύ μικρή σε αριθμό για να αντικαταστήσει τον καπελάνο στη διατροφή του μπακαλιάρου. [24][25]

Το προσφυγάκι (Micromesistius poutassou) επωφελήθηκε από τη μείωση των αποθεμάτων ρεγγών και καπελάνου, καθώς ανέλαβε το ρόλο του κυριότερου θηρευτή του πλαγκτόν. Το προσφυγάκι γεννά κοντά στα βρετανικά νησιά. Τα θαλάσσια ρεύματα μεταφέρουν τα αυγά τους στη Νορβηγική Θάλασσα και τα ενήλικα κολυμπούν επίσης εκεί για να επωφεληθούν από την ύπαρξη τροφής. Οι νέοι περνούν το καλοκαίρι και το χειμώνα ως το Φεβρουάριο στα παράκτια νερά της Νορβηγίας και μετά επιστρέφουν στα θερμότερα νερά δυτικά της Σκωτίας. Ο νορβηγικός μπακαλιάρος της Αρκτικής εμφανίζεται κυρίως στη Θάλασσα του Μπάρεντς και στο Αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ. Στο υπόλοιπο της Νορβηγικής Θάλασσας βρίσκεται μόνο κατά την αναπαραγωγική περίοδο, στα νησιά Λοφότεν, όπου ο Pollachius virens και ο μπακαλιάρος γεννούν τα αυγά τους στα παράκτια ύδατα. Το σκουμπρί είναι ένα σημαντικό οικονομικά ψάρι. Οι κοραλλιογενείς ύφαλοι κατοικούνται από διαφορετικά είδη του γένους Sebastes.

Θηλαστικά και πουλιά

Το καλαμάρι Gonatus fabricii

Στη Νορβηγική Θάλασσα υπάρχουν σημαντικοί αριθμοί φαλαινών μινκ, μεγάπτερων, σέι και όρκας [26] και λευκόρρυγχα δελφίνια εμφανίζονται στα παράκτια ύδατα. [27] Οι όρκες και μερικές άλλες φάλαινες επισκέπτονται τη θάλασσα τους καλοκαιρινούς μήνες για τροφή. Ο πληθυσμός τους σχετίζεται στενά με τα αποθέματα της ρέγγας, της οποίας τα κοπάδια ακολουθούν μέσα στη θάλασσα. Με συνολικό πληθυσμό περίπου 110.000 οι φάλαινες μινκ είναι μακράν οι συνηθέστερες φάλαινες στη θάλασσα. Θηρεύονται από τη Νορβηγία και την Ισλανδία, με ποσόστωση περίπου 1.000 ετησίως στη Νορβηγία. Σε αντίθεση με το παρελθόν σήμερα κυρίως καταναλώνεται το κρέας τους και όχι το λίπος και το λάδι. [28]

Η τοξοκέφαλη φάλαινα αποτελούσε σημαντικό θηρευτή πλαγκτόν, αλλά σχεδόν εξαφανίστηκε από τη Νορβηγική Θάλασσα μετά από έντονη φαλαινοθηρία το 19ο αιώνα και εξαφανίστηκε προσωρινά από ολόκληρο το Βόρειο Ατλαντικό. Παρομοίως η γαλάζια φάλαινα αποτελούσε μεγάλες ομάδες μεταξύ Γιαν Μάγεν και Σπιτσβέργης, αλλά δεν υπάρχει σήμερα.[29] Άλλα μεγάλα ζώα της θάλασσας είναι φώκιες και καλαμάρια.

Τα υδρόβια πτηνά της Νορβηγικής Θάλασσας υπέφεραν από την κατάρρευση του πληθυσμού ρέγγας και ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί σημαντικά. [30]

Ανθρώπινες δραστηριότητες

Η Νορβηγία, η Ισλανδία και η Δανία / Νήσοι Φερόες μοιράζονται τα χωρικά ύδατα της Νορβηγικής Θάλασσας, με το μεγαλύτερο μέρος τους να ανήκει στην πρώτη. Η Νορβηγία έχει ορίσει χωρικά ύδατα δώδεκα μιλίων από το 2004 και αποκλειστική οικονομική ζώνη 200 μιλίων από το 1976. Κατά συνέπεια, λόγω των νορβηγικών νησιών Σβάλμπαρντ και Γιαν Μάγεν, το νοτιοανατολικό, βορειοανατολικό και βορειοδυτικό άκρο της θάλασσας εμπίπτει στη Νορβηγία. Τα νοτιοδυτικά σύνορα μοιράζονται με την Ισλανδία και τη Δανία / Νήσους Φερόες.

Η μεγαλύτερη βλάβη στη Νορβηγική Θάλασσα έχει προκληθεί από εκτεταμένη αλιεία, φαλαινοθηρία και ρύπανση. Το βρετανικό πυρηνικό συγκρότημα του Σέλαφιλντ είναι ένας από τους μεγαλύτερους ρυπαντές, απορρίπτοντας στη θάλασσα ραδιενεργά απόβλητα. Η ρύπανση οφείλεται επίσης κυρίως το πετρέλαιο και τοξικές ουσίες, [31] αλλά και στο μεγάλο αριθμό πλοίων που βυθίστηκαν κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Η προστασία του περιβάλλοντος της Νορβηγικής Θάλασσας ρυθμίζεται κυρίως από τη Σύμβαση OSPAR.

Αλιεία και φαλαινοθηρία

Παραδοσιακό άπλωμα μπακαλιάρου
Αρκτική φαλαινοθηρία (18ος αιώνας). Τα πλοία είναι ολλανδικά και τα ζώα είναι τοξοκέφαλες φάλαινες. Στο βάθος φαίνεται το Μπέρενμπουργκ στο Γιαν Μάγεν.

Η αλιεία ασκείται κοντά στο αρχιπέλαγος Λοφότεν επί αιώνες. Τα παράκτια ύδατα των απομακρυσμένων αυτών νησιών είναι μια από τις πλουσιότερες περιοχές αλιείας στην Ευρώπη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του μπακαλιάρου του Ατλαντικού κολυμπά στα παράκτια νερά τους το χειμώνα για την ωοτοκία. Έτσι το 19ο αιώνα ο αποξηραμένος μπακαλιάρο ήταν μια από τις κύριες εξαγωγές της Νορβηγίας και μακράν η σημαντικότερη βιομηχανία στη βόρεια Νορβηγία. Τα δυνατά θαλάσσια ρεύματα, οι δινη και ιδιαίτερα οι συχνές καταιγίδες έκαναν την αλιεία επικίνδυνο επάγγελμα: αρκετές εκατοντάδες άνδρες πέθαναν τη «θανατηφόρα Δευτέρα» το Μάρτιο του 1821, 300 από αυτούς από μία ενορία, και περίπου εκατό σκάφη με τα πληρώματά τους χάθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τον Απρίλιο του 1875. [32]

Η φαλαινοθηρία ήταν επίσης σημαντική στη Νορβηγική Θάλασσα. Λίγο μετά το 1600 ο Άγγλος Στέφεν Μπένετ άρχισε να κυνηγάει θαλάσσιους ίππους στη Μπγιέρνεγια. Το Μάιο του 1607 η Εταιρεία Μόσκοβυ, αναζητώντας το Βορειοδυτικό Πέρασμα (μεταξύ Ατλαντικού και Ειρηνικού Ωκεανού) και εξερευνώντας τη θάλασσα, ανακάλυψε τους μεγάλους πληθυσμούς θαλάσσιων ίππων και φαλαινών στη Νορβηγική Θάλασσα και άρχισε να τους κυνηγά το 1610 κοντά στη Σπιτσβέργη. [33] Αργότερα τα ολλανδικά πλοία άρχισαν να κυνηγούν φάλαινες κοντά στο Γιαν Μάγεν. Ο πληθυσμός τοξοκέφαλων μεταξύ Σβάλμπαρντ και Γιαν Μάγεν ήταν τότε περίπου 25.000 άτομα. [34] Στη συνέχεια τους Βρετανούς και Ολλανδούς ακολούθησαν Γερμανοί, Δανοί και Νορβηγοί. Μεταξύ 1615 και 1820 τα νερά μεταξύ Γιαν Μάγεν, Σβάλμπαρντ, Μπγιέρνεγια και Γροιλανδίας, μεταξύ της Νορβηγικής, της Γροιλανδικής και της Θάλασσας του Μπάρεντς, ήταν η πιο παραγωγική περιοχή φαλαινοθηρίας στον κόσμο. Ωστόσο η εκτεταμένη θήρευση είχε εξαλείψει τις φάλαινες σε αυτή την περιοχή ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα.

Θαλάσσια τέρατα και δίνες

Παραπομπές

  1. Westerly storms warm Norway Αρχειοθετήθηκε 2018-09-29 στο Wayback Machine.. The Research Council of Norway. Forskningsradet.no (3 September 2012). Retrieved on 2013-03-21.
  2. Limits of Oceans and Seas, 3rd edition 1953 International Hydrographic Organization (Αγγλικά)
  3. Terje Thornes & Oddvar Longva "The origin of the coastal zone" in: Sætre, 2007, pp. 35–43
  4. Aken, 2007, pp. 119–124
  5. Roald Sætre Driving forces in: Sætre, 2007, pp. 44–58
  6. Sætre, 2007, pp. 44–58
  7. Tyler, 2003, pp. 45–49
  8. Tyler, 2003, pp. 115–116
  9. ICES, 2007, pp. 2–4
  10. Tyler, 2003, pp. 240–260
  11. Aken, 2007, pp. 131–138
  12. Skreslet & NATO, 2005, p. 93
  13. Ronald E. Hester, Roy M. Harrison Biodiversity Under Threat, Royal Society of Chemistry, 2007 (ISBN 0-85404-251-2), p. 96
  14. Gerold Wefer, Frank Lamy, Fauzi Mantoura Marine Science Frontiers for Europe, Springer, 2003 (ISBN 3-540-40168-7), pp. 32–35
  15. Matti Seppälä The Physical Geography of Fennoscandia, Oxford University Press, 2005 (ISBN 0-19-924590-8), pp. 121–141
  16. Schaefer, 2001, pp. 10–17
  17. Kieran Mulvaney At the Ends of the Earth: A History of the Polar Regions, Iceland Press, 2001 (ISBN 1-55963-908-3), p. 23
  18. Blindheim, 1989, pp. 366–382
  19. Skreslet & NATO, 2005, pp. 103–114
  20. Andrea Schröder-Ritzrau et al., Distribution, export and alteration of plankton in the Norwegian Sea Fossiliziable. Schaefer, 2001, pp. 81–104
  21. ICES, 2007, pp. 5–8
  22. Blindheim, 1989, pp. 382–401
  23. Olav Schram Stokke Governing High Seas Fisheries: The Interplay of Global and Regional regime, Oxford University Press, 2001 (ISBN 0-19-829949-4), pp. 241–255
  24. 24,0 24,1 Gene S. Helfman Fish Conservation: A Guide to Understanding and Restoring Global Aquatic Biodiversity and Fishery Resources, Iceland Press, 2007 (ISBN 1-55963-595-9), pp. 321–323
  25. National Research Council (U.S.). Committee on Ecosystem Management for Sustainable Marine Fisheries: Sustaining Marine Fisheries, National Academies Press, 1999, (ISBN 0-309-05526-1), p. 46
  26. Erich Hoyt: Marine Protected Areas for Whales, Dolphins, and Porpoises Earthscan, 2005 (ISBN 1-84407-063-8), pp. 120–128
  27. Klinowska, 1991, p. 138
  28. Norwegian minke whaling. the Norwegian Ministry of Foreign Affairs. norway.org.uk
  29. Johnson, 1982, pp. 95–101
  30. Simon Jennings et al. Marine Fisheries Ecology, Blackwell Publishing, 2001 (ISBN 0-632-05098-5), p. 297
  31. Alf Håkon Noel The Performance of Exclusive Economic Zones – The Case of Norway in: Syma A. Ebbin et al. A Sea Change: The Exclusive Economic Zone and Governance Institutions for Living Marine Resources, Springer, 2005 (ISBN 1-4020-3132-7)
  32. Tim Denis Smith Scaling Fisheries: The Science of Measuring the Effects of Fishing, 1855–1955, Cambridge University Press, 1994 (ISBN 0-521-39032-X), pp. 10–15
  33. Richards, 2006, pp. 589–596
  34. Richards, 2006, pp. 574–580


CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Norwegian Sea της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).