Μετάβαση στο περιεχόμενο

Θυλακίνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Gts-tg (συζήτηση | συνεισφορές)
Δημιουργία λήμματος
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 17:15, 2 Ιανουαρίου 2015

Θυλακίνη
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Πρώιμη Πλειόκαινη έως Ολόκαινη
Θυλακίνες στη Ουάσινγκτον το 1906
Θυλακίνες στη Ουάσινγκτον το 1906
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα
Συνομοταξία: Χορδωτά
Ομοταξία: Θηλαστικά
Ανθυφομοταξία: Μαρσιποφόρα
Τάξη: Δασυουρόμορφα
Οικογένεια: Θυλακινήδες
Γένος: Θυλακίνος
Είδος: T. cynocephalus
Διώνυμο
Thylacinus cynocephalus
(Harris, 1808)
Συνώνυμα
  • Didelphis cynocephala Harris, 1808
  • Dasyurus cynocephalus Geoffroy, 1810

Θυλακίνη (ετυμολογία: αρχαιοελληνικό θύλαξ, σύγχρονο θύλακας) ονομάζεται το μεγαλύτερο γνωστό σαρκοβόρο μαρσιποφόρο της σύγχρονης εποχής. Είναι επίσης γνωστό και ως Τίγρης της Τασμανίας λόγω των λωρίδων του στο πίσω μέρος της πλάτης του, ή και ως Λύκος της Τασμανίας.[1] Ζούσε στην ηπειρωτική Αυστραλία, Τασμανία, και Νέα Γουινέα, και θεωρείται πως εξαφανίστηκε τον 20ο αιώνα. Ήταν το τελευταίο μέλος της ταξινομικής οικογένειας του, των Θυλακινίδων (Thylacinidae), και δείγματα άλλων μελών της οικογενείας αυτής έχουν βρεθεί σε απολιθώματα που χρονολογούνται ως και την πρώιμη Μειόκαινο εποχή.

Η θυλακίνη είχε γίνει εξαιρετικά σπάνια ή είχε εξαφανιστεί εντελώς στην ηπειρωτική Αυστραλία πριν τον Βρετανικό εποικισμό της ηπείρου, αλλά κατάφερε να επιζήσει στο νησί της Τασμανίας μαζί και με τα άλλα ενδημικά είδη, συμπεριλαμβανομένου του Διάβολου της Τασμανίας. Το εντατικό κυνήγι το οποίο ενθαρυνόταν και από επικηρύξεις για την θανάτωση των ζώων αυτών, θεωρείται γενικά πως είναι υπεύθυνο για την εξαφάνιση του, αλλά πιθανώς να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συντέλεσαν στην εξαφάνιση του, όπως η εισαγωγή των σκύλων, και η ανθρώπινη παρουσία στο ζωτικό χώρο του. Παρά την επίσημη κατηγοριοποίηση του ως εξαφανισμένου, εξακολουθούν να αναφέρονται σποραδικές εμφανίσεις του, αν και καμία δεν έχει αποδειχτεί αδιαμφισβήτητα.

Τα διαθέσιμα στοιχεία από την εποχή που μελετήθηκε το ζώο αυτό, αναφέρουν πως ήταν ένα σχετικά ντροπαλό, νυκτερινό πλάσμα, με ίδιο μέγεθος περίπου όσο ένας μεσαίος προς μεγάλος σκύλος. Η ουρά του ήταν σκληρή, διέθετε μάρσιπο, αρκετά παρόμοιου με του καγκουρό -ο οποίος όμως εμφανίζόταν και στα αρσενικά πέρα από τα θυληκά-, και είχε μια σειρά από σκούρες λωρίδες στο πίσω μέρος του σώματος του θυμίζοντας τις λωρίδες της τίγρης.

Όπως οι τίγρεις και οι λύκοι του Βορείου Ημισφαιρίου, είδη από τα οποία και απέκτησε δύο από τις κοινές ονομασίες του, η θυλακίνη ήταν αρπακτικό στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Ως μαρσιποφόρο, δε σχετίζεται στενά με τα θηλαστικά αυτά που διαθέτουν πλακούντα, αλλά λόγω της συγκλίνουσας εξέλιξης που απέκτησαν στο κοινό τους περιβάλλον, μοιράζεται κάποια στοιχεία της μορφής και των ιδιοτήτων τους. Το κοντινότερο συγγενικό τους είδος που ακόμα υπάρχει, θεωρείται πως είναι είτε ο Διάβολος της Τασμανίας είτε ο Μυρμηκόβιος (Νούμπατ). Η θυλακίνη είναι μαζί με το οπόσουμ του νερού τα μόνα δύο μαρσιποφόρα τα οποία διαθέτουν μάρσιπο και στα δύο φύλα. Η αρσενική θυλακίνη διέθετε μάρσιπο ο οποίος χρησίμευε ως προστατευτική θήκη καλύπτωντας τα όργανα αναπαραγωγής του ενώ μετακινούνταν μέσα στην άγρια βλάστηση. Η θυλακίνη έχει περιγραφεί ως ένας εξαιρετικά ικανός θηρευτής, λόγω της ικανότητας της να επιζεί και να κυνηγάει τη λεία της σε εξαιρετικά απομωνομένες περιοχές.[2]

Η θυλακίνη είναι ένα από τα υποψήφια είδη για κλωνοποίηση καθώς και μελέτη από άλλα εγχειρήματα της μοριακής επιστήμης, μια και εξαφανίστηκε σχετικά πρόσφατα και διασώζονται πολλά καλοδιατηρημένα δείγματα της.[3]

Εξέλιξη

Τα κρανία της Θυλακίνης (αριστερά) και του Λύκου, είναι παρόμοια, αν και τα δύο είδη έχουν αρκετά μακρινή συγγένεια. Υπάρχουν μελέτες οι οποίες δείχνουν πως το κρανίο της κόκκινης αλεπούς (Vulpes vulpes), εμφανίζει ακόμα περισσότερες ομοιότητες με αυτό της θυλακίνης.[4]

Η σύγχρονη θυλακίνη εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερα εκατομμύρια έτη. Τα είδη της οικογένειας Θυλακινήδες χρονολογούνται από την αρχή της Μειόκαινης περιόδου. Από τη δεκαετία του 1990, έχουν ανακαλυφθεί τουλάχιστον επτά απολίθωματα στην Αυστραλία, και συγκεκριμένα στην περιοχή του βορειοανατολικού Κουίνσλαντ.[5][6] Η θυλακίνη του Ντίκσον (Nimbacinus dicksoni) είναι η αρχαιότερη των επτά που έχουν ανακαλυφθεί, και χρονολογείται στα 23 εκατομμύρια έτη πριν. Το θυλακινοειδές αυτό, ήταν αρκετά μικρότερο σε σχέση με τους πιο πρόσφατους συγγενείς του.[7] Το μεγαλύτερο είδος, η θυλακίνη η εύρωστη (Thylacinus potens) η οποία είχε μέγεθος εφάμιλλο με λύκου, ήταν το μόνο είδος της οικογενείας που επέζησε ως τα τέλη της Μειόκαινης περιόδου.[8] Στα τέλη της Πλειστόκαινου και αρχές της Ολόκαινου, η σύγχρονη θυλακίνη εκτιμάται πως είχε εξαπλωθεί σε όλη την Αυστραλία και Νέα Γουινέα, αν και οι πληθυσμοί της δεν ήταν ποτέ αριθμητικά μεγάλοι.[9]

Ένα παράδειγμα της συγκλίνουσας εξέλιξης, είναι οι πολλές ομοιότητες που εμφανίζει η θυλακίνη με τα μέλη των Κυνίδων, τους σκύλους του Βορείου Ημισφαιρίου, όπως, κοφτερά δόντια, δυνατά σαγόνια, ανασηκωμένες φτέρνες, και γενική ομοιότητα σωματότυπου. Μια και η θυλακίνη ζούσε στον ίδιο περίπου τύπο περιβάλλοντος όπως και οι σκύλοι, ανέπτυξε πολλά από τα ίδια χαρακτηριστικά, παρόλα αυτά όμως, δεν έχει καμία συγγένεια με αυτούς.[10]

Ανακάλυψη και ταξινόμηση

Ζωγραφική σπηλαίου η οποία απεικονίζει μια θυλακίνη, στο Ουμπίρρ (Ubirr), Εθνικό Πάρκο Κακαντού, Αυστραλία

Έχουν ανακαλυφθεί πολυάριθμες αναπαραστάσεις της θυλακίνης σε δείγματα παλαιολιθικής τέχνης τα οποία χρονολογούνται τουλάχιστον από το 1000 π.Χ..[11] Πετρόγλυφες απεικονίσεις της θυλακίνης υπάρχουν στην περιφέρεια Ντάμπιερ Ροκ Αρτ (Dampier Rock Art) της χερσονήσου Μπάρραπ (Burrup) στη δυτική Αυστραλία.

Κατά την άφιξη των πρώτων Ευρωπαίων εξερευνητών τον 17ο αιώνα, το ζώο είχε ήδη εξαφανιστεί από την ηπειρωτική Αυστραλία, και είχε γίνει σπάνιο στην Τασμανία. Είναι πιθανό πως οι Ευρωπαίοι το πρωτοσυνάντησαν το 1642 όταν ο Άμπελ Τάσμαν έφτασε στην Τασμανία -η οποία ονομάστηκε από το επώνυμο του-. Η εξερευνητική αποστολή που αποβιβάστηκε, ανέφερε πως είδε τα χνάρια άγριων ζώων με νύχια σαν του τίγρη.[12] Το 1772, ο Μαρκ Ζοσέφ Μαριόν ντου Φρέσν (Marc-Joseph Marion du Fresne), έφτασε στη περιοχή με το πλοίο του, το Μασκαρίν (Mascarin) και ανέφερε πως είδε ένα ζώο ανάμεσα σε τίγρη και γάτα.[13] Δεν μπορεί όμως να υπάρξει απόλυτη ταυτοποίηση με τη θυλακίνη από την περιγραφή αυτή, μια και μπορεί να πρόκειται για την δασύουρο τίγρη (Dasyurus maculatus), ένα σαρκοβόρο μαρσιποφόρο σε μέγεθος γάτας το οποίο περιγράφεται με παρόμοιο τρόπο.

Η πρώτη αδιαμφισβήτη συνάντηση με τη θυλακίνη και τους Ευρωπαίους εξερευνητές, έγινε από τους Γάλλους στις 13 Μαΐου του 1792, όπως προκύπτει από τις σημειώσεις στο ημερολόγιο του φυσιοδίφη Ζακ Λαμπιγιαρντιέρ (Jacques Labillardière), στην εξερευνητή αποστολή υπό τον γάλλο αξιωματικό Ντεντρεκαστό. (D'Entrecasteaux). Το 1805, ο Γουίλλιαμ Πάτερσον ο οποίος ήταν ο υποδιοικητής της Τασμανίας, έστειλε μια λεπτομερής αναφορά προς έκδοση από την εφημερίδα Σίντνεϊ Γκαζέττ (Sydney Gazette).[14]

Ο Διάβολος της Τασμανίας (κορυφή), και η Θυλακίνη, είναι είδη ταξινομημένα ως Δίδελφυς (Didelphis), από την αρχική περιγραφή του το 1808. Η σχετική απεικόνιση είναι η αρχαιότερη γνωστή μη ιθαγενής απεικόνιση της θυλακίνης.

Η πρώτη επιστημονική περιγραφή έγινε από τον Αναπληρωτή Γενικό Επιθεωρητή της Τασμανίας, Τζώρτζ Χάρρις το 1808, πέντε χρόνια μετά την πρώτη εποίκηση του νησιού.[15][16] Ο Χάρρις αρχικά ταξινόμησε τη θυλακίνη στο γένος Δίδελφυς (Didelphis), το οποίο είχε οριστεί από τον Λινναίο για τα αμερικανικά οπόσουμ, περιγράφοντας τα ως Δίδελφυς κυνοκέφαλα (Didelphis cynocephala), οπόσουμ με κεφαλή σκύλου.

Η διαπίστωση πως τα αυστραλιανά μαρσιποφόρα ήταν θεμελιωδώς διαφορετικά από το οικεία γένη των θηλαστικών, οδήγησε στην καθιέρωση του σύγχρονου συστήματος ταξινόμησης, και το 1796, ο Ετιέν Ζοφρουά ντε Σεν Ιλέρ δημιούργησε το γένος Δασύουρος όπου και τοποθέτησε τη θυλακίνη το 1810. Για να αποσαφηνίσει την μείξη της ελληνικής και λατινικής ονοματολογίας, το όνομα του είδους αλλάχτηκε σε αυτό του κυνοκέφαλος (cynocephalus). Το 1824, απέκτησε το δικό του γένος, Θυλακίνος (Thylacinus), από τον Κόενρααντ Γιάκομπ Τέμμινκ (Coenraad Jacob Temminck).[17] Το κοινό του όνομα, θυλακίνη, προέρχεται απευθείας από το όνομα του γένους του, το οποίο ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική λέξη θύλακος (thýlakos), η οποία υποδηλώνει τον θύλακα των μαρσιποφόρων.[18][a]

Αρκετές μελέτες, υποστηρίζουν πως η θυλακίνη βρίσκεται στη βάση της τάξης των Δασυουρόμορφων, και ο Διάβολος της Τασμανίας είναι ο κοντινότερος συγγενής της. Παρόλα αυτά, έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τζένομ Ρισέρτς (Genome Research) τον Ιανουάριο του 2009, υποστηρίζει πως το νούμπατ (numbat) αποτελεί ταξινομικά πιο βασικό μέλος από τον Διάβολο της Τασμανίας και είναι πιο στενά σχετιζόμενο με τη θυλακίνη.[19]

Περιγραφή

Οι περιγραφές της θυλακίνης ποικίλλουν, καθώς τα διασωζόμενα στοιχεία περιορίζονται σε ταριχευμένα ζώα, απολιθώματα, δέρματα και σκελετούς, ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ταινίες του ζώου σε αιχμαλωσία, και αυτόπτεις μαρτυρίες.

Δείγμα στο μουσείο του Όσλο, με την εμφάνιση αποχρωματισμού

Φυσική περιγραφή και ανατομία

Η θυλακίνη ήταν ο μεγαλύτερος θηρευτής της Αυστραλίας έως 3500 έτη πριν,[20] και έμοιαζε με ένα μεγάλο, κοντότριχο σκύλο με μια σκληρή ουρά η οποία εκτείνονταν ομαλά από το κυρίως σώμα με τρόπο παρόμοιο του καγκουρό. Πολλοί ευρωπαίοι άποικοι τη συκρίναν με την ύαινα, λόγω της ασυνήθηστης στάσης της και γενικής συμπεριφοράς.[10]

Το καστανοκίτρινο τρίχωμα της είχε από 13 έως 21 ευδιάκριτες μαύρες λωρίδες στη ράχη, πίσω γλουτούς και τη βάση της ουράς της, κάτι που της έδωσε το παρατσούκλι ως τίγρης. Οι λωρίδες ήταν πιο έντονες στα νεαρά μέλη του είδους, και ξεθώριαζαν όσο το ζώο μεγάλωνε σε ηλικία.[21] Μια από τις λωρίδες επεκτεινόταν προς τα κάτω στο εξωτερικό σημείο των πίσω μηρών, το τρίχωμα του ήταν πυκνό και απαλό, μέχρι 15 χιλιοστά σε μήκος, και στα νεαρά μέλη η κορυφή της ουράς διέθετε λοφίο. Τα στρόγγυλα, ανασηκωμένα αυτιά τους είχαν περίπου 8 εκατοστά μήκος και ήταν καλυμμένα με απαλό τρίχωμα.[22] Ο χρωματισμός τους διαφοροποιούνταν από το ανοικτό έως το σκοτεινό καστανό χρώμα, και η κοιλιά τους ήταν ανοικτόχρωμη κρεμώδης.[23]

Η ώριμη θυλακίνη είχε μήκος από 1 έως 1.3 μέτρα, και συνυπολογιζομένης της ουράς 1.5 έως 1.65 μέτρα.[24] Το ύψος των ενήλικων ήταν περίπου 60 εκατοστά έως τον ώμο, και ζύγιζαν από 20 έως 30 κιλά.[24] Υπήρχε επίσης ένας μικρός σεξουαλικός διμορφισμός, όπου τα αρσενικά ήταν μεγαλύτερα από τα θυληκά κατά μέσο όρο.[25]

Όλες οι γνωστές αυστραλιανές καταγραφές ζωντανών θυλακινών, βιντεοσκοπημένες στο ζωολογικό κήπο του Χόμπαρτ (Hobart), Τασμανία, το 1911, 1928, και 1933. Υπάρχουν άλλες δύο περιπτώσεις στιγμιότυπων, οι οποίες έχουν βιντεοσκοπηθεί στο ζωολογικό κήπο του Λονδίνου

Το θυλικό φύλο είχε θύλακα με τέσσερις μαστικούς αδένες, αλλά σε αντίθεση με άλλα μαρσιποφόρα, ο θύλακας άνοιγε στο πίσω μέρος του σώματος του. Τα αρσενικά διέθεταν θήκη όσχεου, μοναδική ανάμεσα στα μαρσιποφόρα της Αυστραλίας,[26] μέσα στην οποία μπορούσαν να αποσύρουν τους όρχεις τους.[21]

Η θυλακίνη μπορούσε να ανοίγει το στόμα της ασυνήθιστα εκτεταμένα, ως και 120 μοίρες.[27] Η ικανότητα της αυτή φαίνεται μερικώς στην βιντεοσκόπηση του Ντέιβιντ Φλέι (David Fleay) μιας θυλακίνης σε αιχμαλωσία το 1933. Τα σαγόνια της ήταν καλοσχηματισμένα αλλά αδύναμα και είχε 46 δόντια.[22][28]

Τα αποτυπώματα της θυλακίνης είναι αρκετά χαρακτηριστικά και ξεχωρίζουν από τα άλλα ντόπια και εισηγμένα είδη.

Τα αποτυπώματα της θυλακίνης μπορούσαν εύκολα να ξεχωρίσουν από άλλα γηγενή ή εισηγμένα είδη ζώων, μια και σε αντίθεση με τις αλεπούδες, γάτες, σκύλους, φασκωλόμυες (γουόμπατ), ή Διαβόλους της Τασμανίας, οι θυλακίνης διέθεταν ένα πολύ μεγάλο πίσω ίχνος και τέσσερα διακριτά μπροστινά ίχνη, σχεδόν σε ευθεία γραμμή.[29] Τα πίσω πόδια ήταν παρόμοια με τα μπροστινά αλλά διέθεταν τέσσερα δάχτυλα αντί για πέντε. Τα νύχια τους παρέμεναν σταθερά και δεν αποτραβιούντουσαν στο εσωτερικό του ποδιού.[21]

Οι πρώτες επιστημονικές έρευνες θεώρησαν πως είναι πιθανό ότι η θυλακίνη κατείχε μια πολύ εξελιγμένη ικανότητα όσφρησης την οποία χρησιμοποιούσε για να ανιχνεύει τη λεία της,[29] αλλά η μετέπειτα ανάλυση της δομής του εγκεφάλου της αποκάλυψε πως οι οσφρητικοί βολβοί της ήταν υποανεπτυγμένοι, έτσι είναι πιο πιθανό πως βασιζόταν στην όραση και τον ήχο για το κυνήγι της.[21] Μερικοί παρατηρητές περιέγραψαν πως είχε μια δυνατή και ξεχωριστή μυρωδιά, ενώ άλλοι περιέγραψαν μια ελαφριά, καθαρή, οσμή ζώου, και κάποιοι άλλοι ανέφεραν την απουσία οσμής. Είναι όμως πιθανό, πως η θυλακίνη εξέδιδε οσμή όταν ένιωθε απειλούμενη, όπως κάνει και ο κοντινός συγγενής της ο Διάβολος της Τασμανίας.[30]

Η θυλακίνη περιγράφεται πως είχε ένα δύσκαμπτο και κάπως ασυνήθιστο βηματισμό, με συνέπεια να μη μπορεί να αναπτύξει μεγάλες ταχύτητες κατά το τρέξιμο της. Μπορούσε επίσης να εκτελέσει άλμα στηριζόμενη στα δύο της πίσω πόδια, με τρόπο παρόμοιο του καγκουρό, κάτι το οποίο αναφέρεται πως συνέβη αρκετές φορές σε αιχμαλωτισμένες θυλακίνες.[21] Έχει υποτεθεί πως αυτή η συμπεριφορά χρησιμοποιούνταν ως μια επιτάχυνση της κίνησης τους όταν το ζώο βρισκόταν σε εγρήγορση, καθώς και πως ήταν ικανό να σταθεί στα δύο πίσω πόδια του για σύντομη χρονική περίοδο.[31]

Περιβάλλον και συμπεριφορά

Μια από τις δύο γνωστές φωτογραφίες θυλακίνης με διογκωμένο θύλακα στον οποίο κουβαλούν τα νεογνά τους. Ζωολογικός κήπος της Αδελαΐδας, 1889

Λίγα είναι γνωστά σχετικά με τη συμπεριφορά ή το περιβάλλον της θυλακίνης. Έχουν γίνει κάποιες παρατηρήσεις του ζώου σε συνθήκες αιχμαλωσίας, αλλά τα στοιχεία που περιγράφουν τη συμπεριφορά του στη φύση είναι ανέκδοτα και περιορισμένα. Οι περισσότερες παρατηρήσεις έγιναν κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ η θυλακίνη είναι από τη φύση της νυκτόβιο είδος. Οι παρατηρήσεις αυτές, οι οποίες έγιναν τον 20ο αιώνα, ενδέχεται να μην είναι χαρακτηριστικές του είδους καθώς η θυλακίνη βρισκόταν ήδη υπό τις συνθήκες οι οποίες θα οδηγούσαν σύντομα στην εξαφάνιση της. Μερικά από τα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς της, έχουν υιοθετηθεί από την παρατήρηση του κοντινού της συγγενή, του Διαβόλου της Τασμανίας.

Οι παρατηρητές του ζώου στη φύση και σε αιχμαλωσία, αναφέρουν πως γρύλιζε και έκανε συριστικούς ήχους όταν εκνευριζόταν, συχνά συνδυάζοντας τους ήχους αυτούς με ένα απειλητικό άνοιγμα του στόματος. Κατά τη διάρκεια κυνηγιού, εξέδιδε μια σειρά από ταχέως επαναλαμβανόμενα λαρυγγώδη βηχώδη γαυγίσματα -τα οποία έχουν περιγραφεί ως γιπ-γιάπ, κάι-γιπ, ή χοπ-χοπ-χοπ-, πιθανώς προς επικοινωνία με τα υπόλοιπα μέλη της αγέλης. Επίσης είχε ένα μακρόσυρτο ένρινο ουρλιαχτό, πιθανώς για επικοινωνία εξ αποστάσεως, και ένα χαμηλό ρουθουνιστό ήχο για επικοινωνία μεταξύ μελών της αγέλης.[32]

Οικογένεια θυλακινών στον ζωολογικό κήπο της Μπομαρί (Beaumaris) στο Χόμπαρτ, 1909
Έταιρη φωτογραφία της οικογένειας στον ίδιο ζωολογικό κήπο

Η θυλακίνη πιθανώς προτιμούσα τα ξηρά δάση με δέντρα ευκαλύπτων, τους υγρότοπους, και τα λιβάδια της ηπειρωτικής Αυστραλίας.[29] Οι ιθαγενείς ζωγραφιές σπηλαίων υποδηλώνουν πως ζούσε σε όλη την ηπειρωτική Αυστραλία και τη Νέα Γουινέα. Τα αποδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης του ζώου προέρχονται από ένα αφυδατωμένο πτώμα το οποίο ανακαλύφθηκε σε μια σπηλιά στην πεδιάδα του Νούλαρμπορ (Nullarbor Plain) στη Δυτική Αυστραλία το 1990, και η χρονολόγηση με άνθρακα αποκάλυψε πως είχε ηλικία 3.300 ετών.[33]

Στην Τασμανία φέρεται να προτιμούσε τις δασώδεις εκτάσεις στις μεσόγειες και παράκτιες τοποθεσίες του νησιού, οι οποίες εν καιρώ χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα από τους Βρετανούς αποίκους για την εκτροφή και βόσκηση των ζώων τους.[34] Ο λωριδοειδής σχηματισμός στη πλάτη τους, ενδέχεται να προσέδιδε προστασία και κάλυψη ανάμεσα στις δασικές εκτάσεις,[21] αλλά μπορεί και να χρησίμευε για τον σκοπό της αλληλοαναγνώρισης.[35] Το εύρος περιοχής κινήσεων του ζώου ήταν ανάμεσα στα 40 με 80 τετραγωνικά χιλιόμετρα,[23] και φαίνεται πως παρέμενε στη ζώνη εύρους της περιοχής του χωρίς να εδαφικά εχθρικό. Ομάδες οι οποίες ήταν πολύ μεγάλες για να αποτελούν μια οικογένεια, μερικές φορές παρατηρούνταν μαζί.[36]

Η θυλακίνη κυνηγούσε κατά τη νύκτα και σε συνθήκες λυκόφωτος, περνώντας τη μέρα της σε μικρές σπηλιές ή κοίλους κορμούς δέντρων, και σε φωλιές κλαδιών, φλοιών και φύλλων. Έτεινε να υποχωρεί προς τους λόφους και το δάσος για καταφύγιο κατά τη διάρκεια της ημέρας και κυνηγούσε στον ανοικτό θαμνότοπο κατά τη νύκτα. Οι πρώτοι παρατηρητές αναφέρουν πως το ζώο ήταν χαρακτηριστικά ντροπαλό και μυστικοπαθές, έχοντας αντίληψη της παρουσίας των ανθρώπων και αποφεύγοντας την επαφή μαζί τους, αν και περιστασιακά εκδήλωνε χαρακτηριστικά περιέργειας και εξέτασης.[37] Κατά τον καιρό των πρώτων επαφών με ανθρώπους, είχε στιγματιστεί ως άγριο και επικύνδινο ζώο, πιθανώς λόγω του ότι θεωρήθηκε επικύνδινο για τα ζώα της τοπικής κτηνοτροφίας.[38]

Υπάρχουν στοιχεία πως η αναπαραγωγή διαρκούσε για κάποιο μέρος του έτους -οι απογραφές των θανατώσεων του αναφέρουν πως βρίσκονταν νεογνά στους θύλακες τους όλες τις εποχές του χρόνου-, αν και η κορύφωση της αναπαραγωγής τους φαίνεται να συνέβαινε τον χειμώνα και την άνοιξη.[21] Γεννούσαν έως και τέσσερα νεογνά ανά φωλιά -συνήθως δύο ή τρία-, και τα κουβαλούσαν στο θύλακα τους έως και τρείς μήνες προστατεύοντας τα μέχρι να φτάσουν τουλάχιστον το μισό μέγεθος ενός ενήλικα. Κάθε νεογέννητο ήταν άτριχο και τυφλό, αλλά όταν ερχόταν η ώρα να αφήσουν τον θύλακα οριστικά ήταν πλέον πλήρως ανεπτυγμένα.[21] Από εκεί και πέρα, παρέμεναν στη φωλιά ενώ η μητέρα τους κυνηγούσε για τροφή.[39] Οι θυλακίνες αναπαρήχθησαν επιτυχημένα σε συνθήκες αιχμαλωσίας μόνο μια φορά, στον ζωολογικό κήπο της Μελβούρνης το 1899.[40] Το προσδόκιμο ζωής τους στη φύση εκτιμάται πως ήταν 5 έως 7 έτη, αν και είδη που βρίσκονταν σε αιχμαλωσία επιζήσαν ως και 9 έτος.[29]

Διατροφικές συνήθειες

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης του σκελετού της θυλακίνης, υποδηλώνουν πως όταν κυνηγούσε βασίζονταν περισσότερο στην αντοχή της παρά την ταχύτητα της κατά τη διάρκεια του κυνηγιού.

Αν και υπάρχουν μεθόδοι οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ταυτοποιήσουν τις διατροφικές συνήθειες και τρόπους διατροφής της θυλακίνης, τα ευρήματα και οι διάφορες θεωρίες έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους εν θερμώ.[41]

Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2011, αναφέρει πως τα ονδοντικά και βιοχημικά στοιχεία δείχνουν πως το ζώο ήταν υπερσαρκοφάγο το οποίο κατανάλωνε μόνο σάρκα από σπονδυλωτά.[41]Η θυλακίνη ήταν αποκλειστικά σαρκοφάγα, και το στομάχι της ήταν μυώδης, και μπορούσε να εξογκωθεί επιτρέπωντας στο ζώο να καταναλώσει μεγάλες ποσότητες τροφής κατά την διάρκεια μιας σίτισης, πιθανώς ως μια προσαρμογή ενάντια στις μεγάλες περιόδους που θα περνούσε αποτυγχάνωντας στο κυνήγι και η τροφή ήταν δυσεύρετη.[21] Η σκελετική ανάλυση και οι παρατηρήσεις του ζώου σε αιχμαλώσία, προτείνουν πως η θυλακίνη προτιμούσε να ξεχωρίζει ένα μόνο ζώο και να το καταδιώκει μέχρι αυτό να εξουθενωθεί. Μερικές μελέτες καταλήγουν πως το ζώο μπορεί να κυνηγούσε σε μικρές ομάδες, με την κύρια ομάδα να κατευθύνει τον όγκο της λείας προς την τοποθεσία όπου οι μικρότερες ανέμεναν έχοντας στήσει την ενέδρα τους.[15] Οι κυνηγοί που χρησιμοποιούν παγίδες, το έχουν χαρακτηρίσει ως ένα αρπακτικό ενέδρας.[21]

Η λεία της θυλακίνης πιστεύεται πως περιελάμβανε καγκουρό, γουαλλάμπι (wallabi, μικρό είδος καγκουρό), φασκωλόμυες (γουόμπατ), και πτηνά και μικρά ζώα όπως τα ποτόρου (potoroo) και τα οπόσουμ. Ένα ζώο που μπορεί επίσης να συμπεριλαμβανόταν στη λεία του ήταν το κάποτε πολυπληθές Έμου της Τασμανίας.[42] Το έμου ήταν ένα μεγάλο πουλί χωρίς φτερά, το οποίο μοιραζόταν το ίδιο περιβάλλον με τη θυλακίνη και κυνηγήθηκε μέχρι την τελική του εξαφάνιση το 1850, πιθανώς συμπίπτωντας με τη μείωση του πληθυσμού της θυλακίνης.[43] Επίσης, τα ντίνγκο και οι αλεπούδες έχουν παρατηρηθεί πως κυνηγούσαν τα έμου.[44][45]

Οι ευρωπαίοι άποικοι πιστεύαν πως η θυλακίνη απειλούσε τα πρόβατα και πουλερικά των κτηνοτρόφων και γεωργών.[46] Κατά τον 20ο αιώνα, η θυλακίνη συχνά χαρακτηρίζονταν ως πότης αίματος, και η δοξασία αυτή φαίνεται να προέρχεται από μια μόνο δευτερογενής αφήγηση[47][48][49] ενός περιστατικού στην καλύβα ενός βοσκού.[50] Σε συνθήκες αιχμαλωσίας, οι θυλακίνες τρέφονταν με μια ευρεία ποικιλία τροφών, όπως ψόφιους λαγούς και γουλλάμπι, καθώς και βοδινό, αρνί, άλογο, και περιστασιακά και πουλερικά.[51] Ο φυσιοδίφης της Τασμανίας, Μάικλ Σάρλαντ (Michael Sharland), δημοσίευσε ένα άρθρο το 1957 δηλώνοντας πως μια θυλακίνη σε αιχμαλωσία απέφυγε να τραφεί με ένα νεκρό γουαλλάμπι που του προσφέρθηκε, και αργότερα αρνήθηκε επίσης να σκοτώσει ένα ζωντανό γουαλλάμπι για να τραφεί. Παρόλα αυτά, μεταπείστηκε να το φάει όταν του τοποθετήθηκε μπροστά από τη μύτη του, η μυρωδιά του αίματος ενός γουαλλάμπι που μόλις είχε σφαχτεί.[52]

Το 2011, μια μελέτη του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας η οποία έκανε εφάρμοσε εξελιγμένες τεχνικές αναπαράστασης και προσομοίωσης με τη χρήση ηλεκτονικών υπολογιστών, ανέφερε πως τα ευρήματα της δείχνουν ότι οι θυλακίνες είχαν αναπάντεχα αδύναμα σαγόνια. Τα αρπακτικά συνήθως κυνηγούν λεία η οποία βρίσκεται ως και τα δικά τους επίπεδα μεγέθους, αλλά μια ενήλικη θυλακίνη γύρω στα 30 κιλά βρέθηκε πως δε θα ήταν ικανή να κυνηγίσει λεία μεγαλύτερη από 5 κιλά. Έτσι οι αναλυτές αυτοί, θεωρούν πως οι θυλακίνες έτρωγαν μόνο μικρά ζώα όπως τα μπάντικουτ (bandicoots) και τα οπόσουμ, ζώα με τα οποία επίσης τρεφόταν και ο Διάβολος της Τασμανίας και η δασύουρος τίγρη. Ένας τέτοιος βαθμός εξειδίκευσης πιθανώς έκανε τη θυλακίνη ευάλωτη απέναντι στις μικρές αναταράξεις του οικοσυστήματος.[28][53]

Αν και ο γκρίζος λύκος θεωρείται συχνά ως ζώο αντίστοιχο με τη θυλακίνη, μια πρόσφατη έρευνα προτείνει πως η θυλακίνη ήταν περισσότερο θηρευτής ενέδρας παρά καταδίωξης, και πως η αρπακτική συμπεριφορά της θυλακίνης ήταν πιο κοντά σε αυτή των αιλουροειδών, παρά αυτήν των μεγάλων κυνιδών. Επομένως, τουλάχιστον υπό το πρίσμα των όρων της κρανιακής ανατομίας, το παρατσούκλι Τίγρης της Τασμανίας ίσως είναι πιο ακριβές από το αντίστοιχο Λύκος της Τασμανίας.[54]

Εξαφάνιση

Θηρευμένη θυλακίνη, 1869

Εξαφάνιση από την ηπειρωτική Αυστραλία

Είναι πιθανό πως η θυλακίνη έφτασε κοντά στην εξαφάνιση στην Αυστραλία πριν από 2.000 χρόνια, και πιθανώς νωρίτερα σε ότι αφορά την Νέα Γουινέα.[55] Η ολοκληρωτική εξαφάνιση αποδίδεται στον συναγωνισμό με τους ιθαγενείς ανθρώπους και την επέκταση των ντίνγκο.

Παρόλα αυτά, υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσο τα ντίνγκο επηρέασαν τη θυλακίνη, μια και τα ντίνγκο κυνηγούν κυρίως την ημέρα σε αντίθεση με τη θυλακίνη που κυνηγούσε κατά τη νύκτα. Επιπρόσθετα, η θυλακίνηση ήταν πιο δυνατή σωματικά, κάτι που θα της έδινε πλεονέκτημα σε αναμετρήσεις έναντι των ντίνγκο.[56] Πρόσφατες μορφολογικές εξετάσεις του ντίνγκο και της θυλακίνης δείχνουν πως αν και το δάγκωμα του ντίνγκο ήταν πιο αδύναμο, το κρανίο του μπορούσε να αντέξει μεγαλύτερες πιέσεις, επιτρέποντας του να δαγκώσει και να σείρει μεγαλύτερη λεία από ότι θα μπορούσε η θυλακίνη. Η θυλακίνη ήταν επίσης πολύ λιγότερο ευέλικτη σε ότι αφορούσε τις διατροφικές συνήθειες της, σε σχέση με το παμφάγο ντίνγο.[57] Το περιβάλλον δράσης τους ήταν σίγουρα κοινό, μια και απολιθώματα θυλακίνης έχουν ανακαλυφθεί κοντά σε αντίστοιχα των ντίνγκο. Η υιοθέτηση του ντίνγκο από τους ανθρώπους ως συντρόφου κατά το κυνήγι, ενδέχεται να αύξησε την δυσκολία επιβίωσης της θυλακίνης.[9]

Μια μελέτη του 2010, σχετικά με τις περιβαλλοντικές συνθήκες της ύστερης Τεταρτογενούς περιόδου, αναφέρει πως στην Αυστραλία εξαφανίστηκε το 90% ή περισσότερο των σπονδυλωτών ζώων της εποχής εκείνης, με χαρακτηριστική εξαίρεση να αποτελούν τα καγκουρό και η θυλακίνη. Τα αποτελέσματα της μελέτης επίσης δείχνουν πως η μετέπειτα παρουσία των ανθρώπων ήταν ένας από τους κύριους λόγους της εξαφάνισης πολλών ειδών στην Αυστραλία, και πως δεν ήταν παρά μόνο με την άφιξη των ανθρώπων όταν και δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για την οριστική εξαφάνιση της θυλακίνης.[58]

Μια άλλη μελέτη του 2012, εξέτασε τις συσχετίσεις των γενετικών ποικιλιών της θυλακίνης πριν από την εξαφάνιση τους. Τα αποτελέσματα της έρευνας τους υποδηλώνουν πως οι τελευταίες θυλακίνες της Αυστραλίας, πέρα από τις απειλές που αντιμετωπίζαν από τα ντίνγκο, είχε γενικά περιορισμένη γενετική ποικιλία λόγω της ολοκληρωτικής γεωγραφικής απομόνωσης τους από την ηπειρωτική Αυστραλία.[59]

Μια επιπλέον μελέτη του 2003, παρατήρησε πως η σχέση ανάμεσα στο ντίνγκο και την εξαφάνιση του Διαβόλου της Τασμανίας, της Θυλακίνης, και της Κότας της Τασμανίας, ξεκίνησε με την άφιξη των πρώτων ανθρώπων. Η μελέτη επίσης παρατηρεί την ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στα ντίνγκο, θυλακίνη, και διάβολο της Τασμανίας, και αναφέρει πως το ντίνγκο τρεφόταν με την κότα της Τασμανίας. Συνεχίζει, υποστηρίζωντας πως ενώ ο παράγοντας τον ντίνγκο είναι σημαντικός, ήταν ο ανθρώπινος παράγοντας αυτός ο οποίος χειροτέρευσε την κατάσταση για την θυλακίνη.[60]

Έχει επίσης προταθεί από μια άλλη μελέτη πως ιογενείς παράγοντες ενδέχεται να διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην εξαφάνιση της θυλακίνης[61] Η ίδια μελέτη συμπληρώνει πως αν δεν υπήρχε η επιδημιολογική επιρροή, η εξαφάνιση της θυλακίνης θα είχε αποφευχθεί στη καλύτερη περίπτωση, ή αναβληθεί στη χειρότερη, αναφέροντας πως ο ιός των μαρσιποφόρων διαδόθηκε πολύ γρήγορα και έπλητε κυρίως τους νεαρούς πλυθησμούς της θυλακίνης."[61]

Οι τοιχογραφίες σπηλαίου στο Εθνικό Πάρκο Κακαντού, αναπαριστούν ξεκάθαρα πως η θυλακίνη κυνηγούνταν από τους πρώτους ανθρώπους.[62]

Εξαφάνιση στη Τασμανία

Αν και η θυλακίνη είχε εξαφανιστεί στην ηπειρωτική Αυστραλία, επέζησε μέχρι και τη δεκαετία του 1930 στην Τασμανία. Κατά τον καιρό του πρώτου επικοισμού, οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί της βρισκότανε στη βόρεια περιοχή του νησιού.[34] Η εμφάνιση τους κατά την ημέρα ήταν σπάνια, όμως όλο και συχνότερα άρχισαν να τους αποδίδονται πολυάριθμες επιθέσεις σε πρόβατα. Αυτό οδήγησε στην καθιέρωση επικυρήξεων για τη θανάτωση του ζώου ώστε να ελεγχθεί ο πληθυσμός τους.

Η φωτογραφία αυτή του 1921 που απεικονίζει μια θυλακίνη με ένα κοτόπουλο στο στόμα, διαδόθηκε ευρέως και επιβάρυνε τη φήμη του ζώου ως κλέφτη πουλερικών. Στην πραγματικότητα όμως η φωτογραφία είναι επεξεργασμένη ώστε να μη δείχνει την ξύλινη κατασκευή του κοτετσιού και τον φράχτη γύρω του, και περαιτέρω ανάλυση έχει δείξει πως η απεικονιζόμενη θυλακίνη είναι ένα ταριχευμένο ζώο το οποίο στήθηκε για τους σκοπούς της φωτογράφησης.[63]
Κυνηγός με το βαλσαμωμένο σώμα της τελευταίας θυλακίνης που σκοτώθηκε στη φύση

Οι πρώτες επικυρήξεις ξεκίνησαν από το 1830, και μεταξύ του 1888 και 1909 η τοπική κυβέρνηση της Τασμανίας πλήρωνε 1 λίρα για κάθε νεκρή ενήλικη θυλακίνη και 10 σελίνια για τα κουτάβια τους. Τα αρχεία δείχνουν, πως εξαργυρώθηκαν συνολικά 2.184 επικυρήξεις, αλλά πιστεύεται πως σκοτώθηκαν πολλές περισσότερες θυλακίνες πέρα από τις επικυρήξεις που πληρώθηκαν.[29] Η εξαφάνιση τους, αποδίδεται συχνά σε αυτές τις αμείωτης έντασης προσπάθειες των γεωργών, κτηνοτρόφων και κυνηγών επικυρήξεων.[29]

Παρόλα αυτά, είναι πιθανό πως πολλαπλοί παράγοντες οδήγησαν στην παρακμή του ζώου μέχρι την τελική εξαφάνιση του, όπως η εμφάνιση των σκύλων που εισήγαγαν οι Ευρωπαίοι άποικοι,[64] η παρακμή του περιβάλλοντος του, η παράλληλη εξαφάνιση των ζώων με τα οποία τρεφόταν, και ο αφθώδης πυρετός που πιθανώς να μεταδόθηκε σε πολλά είδη σε αιχμαλωσία την εποχή εκείνη.[23][65]

Όποιος και να ήταν ο λόγος, το ζώο πλέον είχε γίνει εξαιρετικά δυσεύρετο στη φύση τη δεκαετία του 1920. Παρά την γενική πεποίθηση πως η θυλακίνη ευθύνονταν για τις επιθέσεις στα πρόβατα, το 1928 η Τασμανική επιτροπή για το περιβάλλον πρότεινε τη δημιουργία ενός καταφυγίου για την προστασία του είδους, με πιθανές κατάλληλες τοποθεσίες αυτές του ποταμού Άρθουρ, και ποταμού Πάιμαν (Pieman) στη δυτική Τασμανία.[66]

Το 1930 σκοτώθηκε η τελευταία γνωστή άγρια θυλακίνη, στα βορειονατολικά του νησιού, όπου το ζώο, το οποίο αναφέρεται πως ήταν αρσενικό, είχε θεαθεί να κυκλοφορεί κοντά στο σπίτι του ανθρώπου που το σκότωσε για αρκετές εβδομάδες.[67]

Η τελευταία γνωστή θυλακίνη -ο Μπέντζαμιν- φωτογραφημένη το 1933.

Η τελευταία αιχμαλωτισμένη θυλακίνη, αργότερα γνωστή με το όνομα Μπέντζαμιν[68], είχε αιχμαλωτιστεί το 1933 και στάλθηκε στον ζωολογικό κήπο του Χόμπαρτ όπου και έζησε εκεί για τρία έτη. Το φύλο του ζώου υπήρξε σημείο συζήτησης από τον καιρό που πέθανε στον ζωολογικό κήπο. Πρόσφατες λεπτομερείς εξετάσεις ενός στιγμιότυπου από την ασπρόμαυρη ταινία που κινηματογραφήθηκε το 1933, επιβεβαιώνουν πως η θυλακίνη αυτή ήταν αρσενική, όπου μεγενθύνοντας την εικόνα και αυξομειώνοντας την αντίθεση και φωτεινότητα στο στιγμιότυπο όπου η θυλακίνη κάθεται στα δύο πίσω της πόδια, φαίνονται ευκρινώς τα αρσενικά γενετικά όργανα.[69]

Η τελευταία θυλακίνη πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου του 1936. Πιστεύεται πως πέθανε ως αποτέλεσμα παραμέλησης, καθώς είχε κλειδωθεί εκτός του περιφραγμένου και σκεσπαστού οικήματος της, σε περίοδο όπου επικρατούσαν άσχημες καιρικές συνθήκες, με πολύ υψηλές θερμοκρασίες κατά την ημέρα, και πολύ χαμηλές κατά τη νύκτα.[70][71]

Αν και είχε ήδη οργανωθεί ένα κίνημα προστασίας της θυλακίνης από το 1901, εν μέρει από την ανάγκη προμήθειας δειγμάτων της προς συλλέκτες του εξωτερικού, οι πολιτικές δυσκολίες εμπόδισαν την κάθε μορφή προστασίας μέχρι και το 1936, στις 10 Ιουλίου του 1936, μόλις 59 ημέρες πριν τον θάνατο του τελευταίου ζώου.[72]

Στην Αυστραλία, ξεκινώντας απο τις 7 Σεπτεμβρίου του 1996, η ημερομηνία έχει αφιερωθεί επίσημα στην επέτειο του θανάτου της τελευταίας καταγεγραμμένης θυλακίνης.[73]

Έκτοτε αναζητήσεις

Τα αποτελέσματα των μεταγενέστερων αναζητήσεων, υποδήλωσαν πως υπήρχε μια ισχυρή πιθανότητα πως το είδος επιζούσε στη Τασμανία κατά τη δεκαετία του 1960, μια και ανακαλύφθηκαν αποτυπώματα στο έδαφος τα οποία έμοιαζαν να ανήκουν στο ζώο, μακρινοί ήχοι που ήταν παρόμοιοι με το κάλεσμα της θυλακίνης, και πολλές ανέκδοτες μαρτυρίες από ανθρώπους που ισχυρίζονταν πως είχαν δεί το ζώο.

Παρά τα δεδομένα αυτά όμως, δε βρέθηκαν ποτέ αδιαμφισβήτητα στοιχεία που να υποστηρίζουν πως συνέχιζε να επιβιώνει στη φύση.[10] Μεταξύ του 1967 και 1973 διενεργήθηκε και η πιο έντονη και λεπτομερής αναζήτηση που έχει γίνει ποτέ, με τη συμμετοχή ζωολόγων και κατοίκων της περιοχής, σε όλη την δυτική ακτή της Τασμανίας. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης αυτόματες κάμερες καταγραφής, άμεσοι έλεγχοι σε περίπτωση ισχυρισμού πως θεάθηκε το ζώο, και το 1972 δημιουργήθηκε μια επιπλέον εξερευνητική ομάδα η οποία ολοκλήρωσε το έργο της χωρίς να βρεί κανένα στοιχείο για την ύπαρξη της θυλακίνης.[74]

Οι έρευνες για τον εντοπισμό του ζώου συνεχίζονται, και πρόκειται κυρίως για ιδιωτικές πρωτοβουλίες από λάτρεις της θυλακίνης, με την κάθε πρωτοβουλία να ποικίλει ως προς τον τρόπο διενέργειας της έρευνας, γενικές γνώσεις, και γενικό τρόπο διεξαγωγής. Μερικοί εξερευνητές θέλουν να πιστεύουν πως η θυλακίνη ακόμα επιζεί και βασίζουν την έρευνα τους στην πίστη τους αυτή, ενώ άλλοι θέλουν να υπολογίσουν τις πιθανότητες να έχει εξαφανιστεί και να ανακαλύψουν περισσότερα στοιχεία για το πως εξαφανίστηκε. Υπάρχει επίσης και ένας ιστότοπος τον οποίο μπορεί κάποιος να επισκεφτεί και να δηλώσει την θέαση θυλακίνης και τις λεπτομέρειες του περιστατικού.[75]

Χάρτης των θεάσεων στα νοτιοδυτικά της δυτικής Αυστραλίας
Χάρτης με τις τοποθεσίες του συνόλου των θεάσεων μεταξύ του 1936 και του 1980 στην Τασμανία. Μαύρο = μια θέαση, Κόκκινο = πολλαπλές θεάσεις

Η θυλακίνη είχε κατηγοριοποιηθεί ως απειλούμενο είδος μέχρι το 1982, μια και οι κανονισμοί της Διεθνής Ένωσης Προστασίας της Φύσης δηλώνουν πως ένα ζώο δε μπορεί να θεωρηθεί εξαφανισμένο παρά μόνο μετά την πάροδο 50 ετών χωρίς επιβεβαιωμένη θέαση στη φύση, και ακολούθησε η κυβέρνηση της Τασμανίας το 1986. Το είδος επίσης αφαιρέθηκε από το Παράρτημα Α της Συνθήκης του Διεθνούς Εμπορίου Απειλούμενων Ειδών (CITES) το 2013.[76]

Οι αρχές της Αυστραλίας διαθέτουν 3.800 αναφορές θέασης του ζώου από το 1936, έτος τελικής εξαφάνισης της θυλακίνης στην Τασμανία,[77] ενώ διάφοροι άλλοι οργανισμοί αναφέρουν τα δικά τους χαμηλότερα σύνολα.[37][78]

Οι θεάσεις επικεντρώνονται πιο συχνά στην περιοχή της νότιας Βικτώριας,[79]με μερικές από αυτές να έχουν δημιουργήσει αρκετή δημοσιότητα με την ύπαρξη μεγάλου πλήθους βιντεοσκοπήσεων, φωτογραφιών, αποτυπωμάτων και ηχητικών ντοκουμέντων[80][81][82][83][84][85][86] τα οποία όμως δεν έχουν επαληθευθεί αδιαμφισβήτητα ή έχουν αποδειχθεί ως μη γνήσια.

Λόγω της έντονης ενασχόλησης σχετικά με την ανακάλυψη της θυλακίνης, το είδος θεωρείται συχνά ως κρυπτοειδές.[87][88]

Προσφορά αμοιβών

Το 1983, ο Αμερικάνος μεγιστάνας των ΜΜΕ, Τεντ Τέρνερ (Ted Turner), πρόσφερε αμοιβή 100.000 δολαρίων Αμερικής για την απόδειξη της συνέχισης της ύπαρξης της θυλακίνης,[89]όμως το 2000 η προσφορά αυτή φαίνεται πως είχε αποσυρθεί.[90]

Τον Μάρτιο του 2005, το αυστραλιανό περιοδικό Δε Μπούλετιν (The Bulletin), ως μέρος της 125ης επετείου του, πρόσφερε 1.25 εκατομμύρια σε δολάρια Αυστραλίας για την ασφαλή αιχμαλώτιση μια ζωντανής θυλακίνης. Η προσφορά διήρκησε μέχρι και τον Ιούνιο του ίδιου έτους και κατόπιν αποσύρθηκε, χωρίς αποτελέσματα.

Ακολούθησαν και άλλες προσφορές αμοιβών, κυρίως από τουριστικούς πράκτορες,[86][89]και ο αριθμός και ύψος των ανταμοιβών προκάλεσε την μεγάλη αύξηση του αριθμού των εξερευνητών, επιστημόνων, και απλών ερασιτεχνών, οι οποίοι εξακολουθούν να αναζητούν τη θυλακίνη ως σήμερα.[91]

Σύγχρονη έρευνα και κλωνοποίηση

Ταριχευμένο δείγμα στη Μαδρίτη

Τα στοιχεία καταγραφής από όλα τα δείγματα, πολλά από τα οποία σήμερα βρίσκονται σε συλλογές στην Ευρώπη, διατηρούνται στη Διεθνή Βάση Δεδομένων Δειγμάτων Θυλακίνης (International Thylacine Specimen Database). Η βάση αυτή είναι το αποτέλεσμα μια τετραετούς έρευνας για την καταγραφή και ψηφιοποίηση όλων των διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με τη θυλακίνη, όπου και αν βρίσκονται, όπως μουσεία, πανεπιστήμια, ή και ιδιωτικές συλλογές[66]. Τα στοιχεία αυτά, φυλάσσονται στον Ζωολογικό Σύλλογο του Λονδίνου (Zoological Society of London).

Το Μουσείο Αυστραλίας στο Σίδνεϊ, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα κλωνοποίησης το 1999.[92] Ο στόχος ήταν να γίνει χρήση γενετικού υλικού από τα δείγματα που είχαν διατηρηθεί μετά το θάνατο τους στις αρχές του 20ου αιώνα, και έτσι να αντιστραφεί η εξαφάνιση του είδους. Αρκετοί μικροβιολόγοι κατέκριναν το πρόγραμμα αυτό ως μη επιστημονικά έγκυρο, και το θεώρησαν ως ένα τέχνασμα δημοσίων σχέσεων.[93]

Σκελετός θυλακίνης, στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Παρισιού

Στα τέλη του 2002 οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα, σημείωσαν μια αρχική επιτυχία καθώς κατάφεραν να εξάγουν τις γενετικές πληροφορίες (DNA) από τα δείγματα.[94]

Στις 15 Φεβρουαρίου του 2005, το μουσείο ανακοίνωσε πως σταματάει το πρόγραμμα αυτό, καθώς η περαιτέρω ανάλυση του γενετικού υλικού που συλλέχθηκε, έδειξε πως βρισκόταν σε κακή κατάσταση και δε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.[95][96]

Τον Μάιο του 2005, το Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας, μέσω του κοσμήτωρα του -πρώην διευθυντή του Μουσείου Αυστραλίας και έχοντα ειδικότητα εξελικτικού βιολόγου-, ανακοίνωσε πως το πρόγραμμα θα συνεχιστεί με την κοινοπραξία μια ομάδας ενδιαφερόμενων πανεπιστημίων και ερευνητικών ινστιτούτων.[86][97]

To 2008 ερευνητές του πανεπιστημίου της Μελβούρνης και του πανεπιστημίου του Τέξας στο Ώστιν, ανέφεραν πως κατάφερουν να επανορθώσουν τη λειτουργία του γονιδίου Col2A1 το απέκτησαν από ένα δείγμα 100 ετών το οποίο ήταν διατηρημένο σε αιθανόλη και βρισκόταν σε συλλογή μουσείου. Το γενετικό αυτό υλικό φέρεται να είχε αποτελέσματα σε δοκιμές σε ποντίκια, και η έρευνα ελπίζω πως με την πάροδο του χρόνου θα καταφέρει να αναστρέψει την εξαφάνιση της θυλακίνης.[98][99] Το ίδιο έτος, μια άλλη ομάδα ερευνητών κατάφεραν να διαβάσουν με επιτυχία την αλληλουχία του μιτοχονδριακού γονιδιώματος από δύο δείγματα θυλακινών σε μουσεία, κάτι που τους κάνει να θεωρούν πως είναι εφικτή η πλήρης ανάγνωση του γονιδιώματος, και τα αποτελέσματα τους δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Τζίνομ Ρισέρτς (Genome Research) το 2009.[19]

Η συζήτηση σχετικά με τα ηθικά ερωτήματα και δυνατότητες της αποεξαφάνισης, συνεχίζεται έως σήμερα, με τη θυλακίνη να αποτελεί ένα από τα σημεία αναφοράς.[100]

Αφιερώσεις και αναφορές

Απεικονίσεις θυλακινών σε λιθογραφική πλάκα
Ο θυρεός της Τασμανίας διακοσμείται από θυλακίνες ως υποστηρικτές.

Οι περισσότερο γνωστές αναπαραστάσεις της θυλακίνης είναι αυτές του έργου Τα θηλαστικά της Αυστραλίας (The Mammals of Australia) του Τζον Γκούλντ (John Gould, 1845–63), οι οποίες συχνά αναπαράγωνται στις πιο σύγχρονες δημοσιεύσεις και γενικότερες χρήσεις του υλικού.[101][102][103]

Η θυλακίνη έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως ως σύμβολο της Τασμανίας, με το ζώο να αναπαριστάται στον επίσημο θυρεό του νησιού,[104] καθώς και στα λογότυπα των δημοτικών, τουριστικών και άλλων αρχών της, καθώς και σε αθλητικές ομάδες, ταινίες, παιδικά παραμύθια, και γραμματόσημα.[105][106][107]Από το 1998 μάλιστα, η θυλακίνη απεικονίζεται και σε όλες τις πινακίδες κυκλοφορίας οχημάτων της Τασμανίας.


Επιπλέον πηγές

  • Bailey, C. (2013) Shadow of the Thylacine. Five mile press. ISBN 9781743464854
  • Guiler, E. (1985) Thylacine: The Tragedy of the Tasmanian Tiger. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-554603-3
  • Guiler, E. & Godard, P. (1998) Tasmanian Tiger: A lesson to be learnt. Abrolhos Publishing. ISBN 978-0-9585791-0-0
  • Guiler, E. R. (1961a). «Breeding season of the thylacine». Journal of Mammalogy 42 (3): 396–397. 
  • Guiler, E. R. (1961b) "The former distribution and decline of the Thylacine". Australian Journal of Science 23(7): 207–210.
  • Lord, C. (1927). «Existing Tasmanian marsupials». Papers and Proceedings of the Royal Society of Tasmania 61: 17–24. http://eprints.utas.edu.au/13062/. 
  • Lowry, D. C. (1967) "Discovery of a Thylacine (Tasmanian Tiger) Carcase in a Cave near Eucla, Western Australia". Helictite.
  • Owen, David (2003). Thylacine: the Tragic Tale of the Tasmanian Tiger. Allen & Unwin. ISBN 978-1-86508-758-0. Ανακτήθηκε στις 28 Αυγούστου 2010. 
  • Pearce, R (1976) "Thylacines in Tasmania". Australian Mammal Society Bulletin 3: 58.
  • Sleightholme, S. & Ayliffe, N. (2005) International Thylacine Specimen Database. CD-Rom. Master Copy: Zoological Society, London
  • Smith, S. J. (1980) "The Tasmanian Tiger – 1980. A report on an investigation of the current status of thylacine Thylacinus cynocephalus, funded by the World Wildlife Fund Australia". Hobart: National Parks and Wildlife Service, Tasmania.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

  • Paddle, Robert (2000). The Last Tasmanian Tiger: the History and Extinction of the Thylacine. Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-53154-2. 

Παραπομπές

  1. Άλλες ιστορικές ονομασίες συμπεριλαμβάνουν αυτές του μαρσιποφόρος λύκος, ύενα, λυκοζέβρα, καγκουροζέβρα, ζέβρα οπόσουμ, μαρσιποφόρα τίγρη, Τασμανικός μαρσιποφόρος λύκος, και ύενα οπόσουμ.
  2. Paddle (2000)
  3. True or False? Extinction Is Forever smithsonianmag.com
  4. Werdelin, L. (1986). «Comparison of Skull Shape in Marsupial and Placental Carnivores». Australian Journal of Zoology 34 (2): 109–117. doi:10.1071/ZO9860109. 
  5. «Riversleigh». Australian Museum. 1999. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουνίου 2006. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2006. 
  6. «Is there a fossil Thylacine?». Australian Museum. 1999. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιουνίου 2009. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2006. 
  7. «Lost Kingdoms: Dickson's Thylacine (Nimbacinus dicksoni. Australian Museum. 1999. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Μαρτίου 2006. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2006. 
  8. «Lost Kingdoms: Powerful Thylacine (Thylacinus potens. Australian Museum. 1999. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Μαρτίου 2005. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2006. 
  9. 9,0 9,1 Johnson, C. N.; Wroe, S. (November 2003). «Causes of extinction of vertebrates during the Holocene of mainland Australia: arrival of the dingo, or human impact?». The Holocene 13 (6): 941–948. doi:10.1191/0959683603hl682fa. 
  10. 10,0 10,1 10,2 «Threatened Species: Thylacine – Tasmanian tiger, Thylacinus cynocephalus» (PDF). Parks and Wildlife Service, Tasmania. Δεκεμβρίου 2003. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 2 Οκτωβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2006. 
  11. Salleh, Anna (15 Δεκεμβρίου 2004). «Rock art shows attempts to save thylacine». ABC Science Online. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2006. 
  12. Rembrants. D. (1682) , (6), 179–86. Quoted in Paddle (2000), p. 3.
  13. Roth, H. L. (1891), London. Truslove and Shirley. Paddle (2000), p. 3.
  14. Paddle (2000), p. 3.
  15. 15,0 15,1 «Information sheet: Thylacine Thylacinus cynocephalus» (PDF). Victoria Museum. Απριλίου 2005. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 9 Νοεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2006. 
  16. «Thylacinus cynocephalus (Harris, 1808)». Australian Faunal Directory. Australian Biological Resources Study. 9 Οκτωβρίου 2008. 
  17. Paddle (2000), p. 5.
  18. Hoad, T. F., επιμ. (1986). The Concise Oxford Dictionary of English Etymology. Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-863120-0. 
  19. 19,0 19,1 «The mitochondrial genome sequence of the Tasmanian tiger (Thylacinus cynocephalus. Genome Res. 19 (2): 213–20. February 2009. doi:10.1101/gr.082628.108. PMID 19139089. 
  20. doi:10.1371/journal.pone.0034877
  21. 21,00 21,01 21,02 21,03 21,04 21,05 21,06 21,07 21,08 21,09 Dixon, Joan. «Fauna of Australia chap.20 vol.1b» (PDF). Australian Biological Resources Study (ABRS). Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2006. 
  22. 22,0 22,1 «Australia's Thylacine: What did the Thylacine look like?». Australian Museum. 1999. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Οκτωβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2006. 
  23. 23,0 23,1 23,2 Guiler, Eric (2006). «Profile – Thylacine». Zoology Department, University of Tasmania. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2006. 
  24. 24,0 24,1 Bryant, Sally and Jackson, Jean; Threatened Species Unit, Parks and Wildlife Service, Tasmania (1999). Tasmania's Threatened Fauna Handbook. Bryant and Jackson. σελίδες 190–193. ISBN 978-0-7246-6223-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  25. Jones, Menna (1997). «Character displacement in Australian dasyurid carnivores: size relationships and prey size patterns». Ecology 78 (8): 2569. doi:10.1890/0012-9658(1997)078[2569:CDIADC]2.0.CO;2. 
  26. Τα μόνα άλλα μαρσιποφόρα εκτός Αυστραλίας που έχουν αυτή την ιδιότητα είναι τα οπόσουμ του νερού, στην Κεντρική και Λατινική Αμερική.
  27. AFP (21 Οκτωβρίου 2003). «Extinct Thylacine May Live Again». Discovery Channel. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2007. 
  28. 28,0 28,1 "Tasmanian Tiger's Jaw Was Too Small to Attack Sheep, Study Shows". Science Daily. 1 September 2011.
  29. 29,0 29,1 29,2 29,3 29,4 29,5 «Wildlife of Tasmania: Mammals of Tasmania: Thylacine, or Tasmanian tiger, Thylacinus cynocephalus». Parks and Wildlife Service, Tasmania. 2006. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2006. 
  30. Paddle (2000), p. 49.
  31. «Tasmanian Tiger». Archives Office of Tasmania. 1930. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2006. 
  32. Paddle (2000), pp. 65–66.
  33. «Mummified thylacine has national message». National Museum of Australia, Canberra. 16 Ιουνίου 2004. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2006. 
  34. 34,0 34,1 «Australia's Thylacine: Where did the Thylacine live?». Australian Museum. 1999. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιουνίου 2009. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2006. 
  35. Paddle (2000), pp. 42–43.
  36. Paddle (2000), pp. 38–39.
  37. 37,0 37,1 Heberle, G. (1977). «Reports of alleged thylacine sightings in Western Australia» (w). Sunday Telegraph Sydney: 46. http://freepages.genealogy.rootsweb.ancestry.com/~gregheberle/AdobePDF/Thylacine/ThylacinePaper2004-P1-5.pdf. 
  38. Tasmanian tigers brough to life, Australian Geographic, 24 February 2011.
  39. Paddle (2000), p. 60.
  40. Paddle (2000), pp. 228–231.
  41. 41,0 41,1 doi:10.1111/j.1469-7998.2011.00844.x
  42. Μερικοί συγγραφείς επίσης υποθέτουν πως το σαγόνι ήταν εξειδικευμένο για το κυνήγι των Έμου έτσι ώστε είτε να σπάει το λαιμό του είτε να κόβει την καρωτίδα αρτηρία.
  43. Paddle (2000), pp. 81.
  44. «Trends in the numbers of red kangaroos and emus on either side of the South Australian dingo fence: evidence for predator regulation?». Wildlife Research 27 (3): 269–276. 2000. doi:10.1071/WR99030. 
  45. «Emu». Ανακτήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2006. 
  46. Paddle (2000), pp. 79–138.
  47. Smith, Geoffrey Watkins (1909) "A Naturalist in Tasmania.". Clarendon Press: Oxford.
  48. "Smith, Geoffrey Watkins". winchestercollegeatwar.com.
  49. "September | 2013 | Worldwarzoogardener1939's Blog". worldwarzoogardener1939.wordpress.com.
  50. Paddle (2000), pp. 29–35.
  51. Paddle (2000), p. 96.
  52. Paddle (2000), p. 32.
  53. "Tasmanian tiger was no sheep killer". ABC Science. 1 September 2011.
  54. doi:10.1098/rsbl.2011.0364
  55. Paddle (2000), pp. 23–24.
  56. «Introducing the Thylacine». The Thylacine Museum. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2007. 
  57. «Tiger's demise: dingo did do it – National – smh.com.au». Sydney Morning Herald. 6 September 2007. http://www.smh.com.au/news/national/tigers-demise-dingo-did-do-it/2007/09/05/1188783320057.html. Ανακτήθηκε στις 3 November 2008. 
  58. Prideaux, Gavin J.; Gully, Grant A.; Couzens, Aidan M. C.; Ayliffe, Linda K.; Jankowski, Nathan R.; Jacobs,, Zenobia; Roberts, Richard G.; Hellstrom, John C. και άλλοι. (December 2010). «Timing and dynamics of Late Pleistocene mammal extinctions in southwestern Australia». Proceedings of the National Academy of Science (US). doi:10.1073/pnas.1011073107. 
  59. Menzies, Brandon R.; Renfree, Marilyn B.; Heider, Thomas; Mayer, Frieder; Hildebrandt, Thomas B.; Pask, Andrew J. (18 April 2012). «Limited Genetic Diversity Preceded Extinction of the Tasmanian Tiger». PLoS ONE 7 (4). doi:10.1371/journal.pone.0035433. http://www.plosone.org/article/info%3Adoi%2F10.1371%2Fjournal.pone.0035433. 
  60. Johnson, CN; Wroe, S. (September 2003). «Causes of Extinction of Vertebrates during the Holocene of Mainland Australia: Arrival of the Dingo, or Human Impact?». The Holocene. doi:10.1191/0959683603hl682fa. http://hol.sagepub.com/content/13/6/941.abstract. 
  61. 61,0 61,1 Paddle, R. (2012). «The thylacine's last straw: Epidemic disease in a recent mammalian extinction». Australian Zoologist 36 (1): 75–92. http://search.informit.com.au/documentSummary;dn=201212562;res=IELAPA. 
  62. Paddle (2000), Plate 2.1, p. 19.
  63. Freeman, Carol (June 2005). «Is this picture worth a thousand words? An analysis of Henry Burrell's photograph of a thylacine with a chicken» (PDF). Australian Zoologist 33 (1). https://web.archive.org/web/20120905080540/http://www.carnivoreconservation.org/files/issues/thylacine_picture_worth.pdf. 
  64. Boyce, James (2006). «Canine Revolution: The Social and Environmental Impact of the Introduction of the Dog to Tasmania». Environmental History 11 (1). doi:10.1093/envhis/11.1.102. https://web.archive.org/web/20090918111654/http://www.historycooperative.org/journals/eh/11.1/boyce.html. 
  65. Paddle (2000), pp. 202–203.
  66. 66,0 66,1 «Pelt of a thylacine shot in the Pieman River-Zeehan area of Tasmania in 1930: Charles Selby Wilson collection». National Museum of Australia, Canberra. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2012. 
  67. «HISTORY – PERSECUTION – (page 10)». The Thylacine Museum. 2006. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2006. 
  68. Paddle (2000), pp. 198–201.
  69. Sleightholme, Stephen (29 January 2012). «Confirmation of the gender of the last captive Thylacine». Royal Zoological Society of NSW 35 (4): 953–956. doi:10.7882/AZ.2011.047. 
  70. Paddle (2000), p. 195.
  71. Dayton, Leigh (19 Μαΐου 2001). «Rough Justice». New Scientist. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2010. 
  72. Paddle (2000), p. 184.
  73. «National Threatened Species Day». Department of the Environment and Heritage, Australian Government. 2006. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2006. 
  74. Park, Andy (July 1986). «Tasmanian tiger – extinct or merely elusive?». Australian Geographic 1 (3): 66–83. 
  75. «Home – Thylacine . Research . Unit». Thylacine . Research . Unit . 7 Σεπτεμβρίου 1936. Ανακτήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2013. 
  76. «Amendments to appendices I and II of the Convention» (PDF). Convention on International Trade in Endangered Species of Wild Fauna and Flora. 19 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2014. 
  77. «ARFRA Information/FAQ». Australian Rare Fauna Research Association. 2003. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2006. 
  78. Emburg, Buck and Emburg, Joan. «Thylacine Sightings Map». Tasmanian-tiger.com. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2006. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  79. «Thyla seen near CBD?». The Sydney Morning Herald. 18 August 2003. http://www.smh.com.au/news/Tassie-Tiger/Thyla-seen-near-CBD/2003/08/18/1061059765660.html. Ανακτήθηκε στις 15 February 2010. 
  80. Hall, Phil (16 February 2007). «The Bootleg Files: "Footage of the Last Thylacine"». Film Threat. http://www.filmthreat.com/index.php?section=features&Id=1886. Ανακτήθηκε στις 14 February 2009. 
  81. «Mystery that burns so bright». The Sydney Morning Herald. 9 May 2000. http://www.smh.com.au/news/Tassie-Tiger/Mystery-that-burns-so-bright/2002/09/25/1032734210053.html. Ανακτήθηκε στις 15 February 2010. 
  82. Douglas, Athol (1985). «Tigers in Western Australia». New Scientist (Reed International Limited) 110 (1505): 44–47. http://books.google.com/?id=_7sirll_RDUC&lpg=PA44&dq=Thylacine%201985%20Kevin%20Cameron&pg=PA44. Ανακτήθηκε στις 16 October 2012. 
  83. Woodford, James (30 January 1995). «New bush sighting puts tiger hunter back in business». The Sydney Morning Herald. http://www.smh.com.au/news/Tassie-Tiger/New-bush-sighting-puts-tiger-hunter-back-in-business/2002/09/25/1032734216943.html. Ανακτήθηκε στις 21 November 2006. 
  84. Williams, Louise (15 April 1997). «Tassie tiger sighting claim in Irian Jaya». The Sydney Morning Herald. http://www.smh.com.au/news/tassie-tiger/tassie-tiger-sighting-claim-in-irian-jaya/2002/09/25/1032734218360.html. Ανακτήθηκε στις 21 November 2006. 
  85. «Tourist claims to have snapped Tasmanian tiger». The Sydney Morning Herald. 1 March 2005. http://www.smh.com.au/news/National/Tourist-claims-to-have-snapped-Tasmanian-tiger/2005/03/01/1109546854027.html?oneclick=true. Ανακτήθηκε στις 21 November 2006. 
  86. 86,0 86,1 86,2 Dasey, Daniel (15 May 2005). «Researchers revive plan to clone the Tassie tiger». Sydney Morning Herald. http://www.smh.com.au/news/Science/Clone-again/2005/05/14/1116024405941.html. Ανακτήθηκε στις 22 November 2006. 
  87. Eberhart, George M. (2002). Mysterious Creatures: A Guide to Cryptozoology (PDF). Santa Barbara, California: Abc-Clio Incorporated. σελίδες 547–550 (section regarding Thylacine). ISBN 979-1-576-07283-6. 
  88. Coleman, Loren· Clark, Jerome (1999). Cryptozoology A To Z: The Encyclopedia of Loch Monsters, Sasquatch, Chupacabras, and Other Authentic Mysteries of Nature. Touchstone (original edition), Simon & Schuster. σελίδες 238–239 (section regarding Thylacine). ASIN 0684856026. ISBN 978-0-684-85602-5. CS1 maint: ASIN uses ISBN (link)
  89. 89,0 89,1 Steger, Jason (26 March 2005). «Extinct or not, the story won't die». The Age (Melbourne). http://www.theage.com.au/news/Science/Extinct-or-not-the-story-wont-die/2005/03/25/1111692630378.html. Ανακτήθηκε στις 22 November 2006. 
  90. McAllister, Murray (2000). «Reward Monies Withdrawn». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Δεκεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2006. 
  91. Barrow, Mark V. (2012). «Framing The Thylacine». Society & Animals 20 (1): 109–110. doi:10.1163/156853012X614396. 
  92. Leigh, Julia (30 May 2002). «Back from the dead». The Guardian (London). http://www.guardian.co.uk/Archive/Article/0,4273,4424142,00.html. Ανακτήθηκε στις 22 November 2006. 
  93. «Tasmanian tiger clone a fantasy: scientist». Melbourne Age. 22 August 2002. http://www.theage.com.au/articles/2002/08/21/1029114134051.html. Ανακτήθηκε στις 28 December 2006. 
  94. «Attempting to make a genomic library of an extinct animal». Australian Museum. 1999. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Απριλίου 2010. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2006. 
  95. «Museum ditches thylacine cloning project». ABC News Online. 15 Φεβρουαρίου 2005. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2006. 
  96. Smith, Deborah (17 February 2005). «Tassie tiger cloning 'pie-in-the-sky science'». Sydney Morning Herald. http://www.smh.com.au/news/science/tassie-tiger-cloning-pieinthesky-science/2005/02/16/1108500157295.html. Ανακτήθηκε στις 22 November 2006. 
  97. Skatssoon, Judy (15 Φεβρουαρίου 2005). «Thylacine cloning project dumped». ABC Science Online. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2006. 
  98. Pask, A. J.; Behringer, R. R.; Renfree, M. B. (2008). «Resurrection of DNA function in vivo from an extinct genome». PLoS ONE 3 (5): e2240. doi:10.1371/journal.pone.0002240. PMID 18493600. Bibcode2008PLoSO...3.2240P. 
  99. Sanderson, Katharine (20 May 2008). «Tasmanian tiger gene lives again». Nature News. doi:10.1038/news.2008.841. 
  100. Brand, Stewart (February 2013). "Stewart Brand: The dawn of de-extinction. Are you ready?". ted.com.
  101. University Librarian (24 Σεπτεμβρίου 2007). «The Exotic Thylacine». Imaging the Thylacine. University of Tasmania. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2009. 
  102. Stephens, Matthew· Williams, Robyn (13 Ιουνίου 2004). «John Gould's place in Australian culture». Ockham's Razor. Australian Broadcasting Corporation. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2009. 
  103. Government Tourist Bureau, Tasmania. Tasmania: The Wonderland. Hobart: Government Printer, Tasmania, 1934
  104. «Imaging the Thylacine». University of Tasmania. 24 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2010. 
  105. Burns, Philip R. (6 Ιουλίου 2003). «Thylacine Stamps». Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2006. 
  106. «The Hunter». The Hunter. Penguin Books Australia. 19 October 2011. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2012. 
  107. Riley, Reese (13 Ιουνίου 2012). «Thylacine Anttagonist in Hit Novel». Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2012.