Χρήστης:Yomomo/ Πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Θέματα σε σχέση με την πανδημία Covid-19[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύγκριση των τρόπων αντιμετώπισης της πανδημίας Covid-19[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επεξηγήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αυτό το λήμμα γίνεται μια σύγκριση των τρόπων αντιμετώπισης της πανδημίας Covid-19 με βάση τα δεδομένα κρατών με διαφορετικά χαρακτηριστικά και πολιτικές. Με βάση αυτήν τη σύγκριση μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα συγκεκριμένων πολιτικών σε σχέση με την επιδημία. Η σύγκριση μπορεί να αφορά αποκλειστικά μια χώρα και την εξέλιξη της θνησιμότητας μόνο στη χώρα αυτή στην πορεία του χρόνου, ή μπορεί να αφορά σύγκριση διαφορετικών χωρών.

Το μοναδικό κράτος της ευρωπαϊκής ένωσης που δεν επέβαλε περιορισμούς των συνταγματικών δικαιωμάτων ως τρόπο αντιμετώπισης της επέκτασης της επιδημίας είναι η Σουηδία. Η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων ήταν μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 2021 το Βέλγιο και από τότε είναι η Τσεχία. Για να μπορέσουμε να συγκρίνουμε τις πολιτικές θα πρέπει να λάβουμε υπόψην πολλούς παράγοντες, όπως πολιτισμικές διαφορές, διαφορές στην κατανομή του πληθυσμού, στις κλιματικές συνθήκες, στο σύστημα υγείας, στην ανοσολογική μνήμη του πλυθυσμού (αν και πόσο έχει έρθει σε επαφή με αντίστοιχες ασθένειες). Ακόμη και με τα προβλήματα αυτά ισχύει ωστόσο, ό,τι χωρίς σύγκριση δεν μπορούμε να βγάλουμε κανένα συμπέρασμα. Η σύγκριση λοιπόν είναι απαραίτητη για την εξαγωγή συμπερασμάτων, ακόμη και αν παρουσιάζει αδυναμίες. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε για να ξεπεράσουμε αυτές τις αδυναμίες, είναι να ελέγξουμε τα στοιχεία όσο τον δυνατόν καλύτερα για τους διαφορετικούς παράγοντες επιρροής της εξέλιξης μιας επιδημίας.

Με βάση τη λογική αυτή, ένα κράτος με το οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί η Σουηδία είναι η Αυστρία. Η Σουηδία έχει αφενός μια πολύ μικρότερη πληθυσμιακή πυκνότητα, από την άλλη η κατανομή του πληθυσμού μεταξύ πόλεων και υπαίθρου είναι αρκετά όμοια με αυτήν της Αυστρίας. Αφενός υπάρχουν σημαντικές πολιτισμικές διαφορές, για παράδειγμα σε ότι αφορά την κοινωνική επαφή, που στη Σουηδία είναι λιγότερη έντονη, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε βραδύτερη εξέλιξη της επιδημίας. Οι διαφορές αυτές ωστόσο δεν είναι τόσο έντονες όπως με τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, όπου η σωματική επαφή των ανθρώπων είναι πολύ πιο έντονη και απο τις δυό αυτές χώρες. Από την άλλη, οι κλιματικές συνθήκες στη Σουηδία είναι ψυχρότερες, κάτι που μπορεί να κάνει την εξέλιξη της επιδημίας ταχύτερη.

Υπό αυτό το πρίσμα παρουσιάζουμε εδώ τα στοιχεία καταρχήν για κάποιες χώρες κατά περίπτωση και στη συνέχεια συγκρίσεις μεταξύ χωρών. Στη συνέχεια παρουσιάζουμε την (μέχρι στιγμής μοναδική) έρευνα που προσπαθεί να εξετάσει το ζήτημα της αποτελεσματικότητας των μέτρων. Τέλος εξετάζουμε και τις υπάρχουσες γνώσεις για τα χαρακτηριστικά της επιδημίας που είναι αποφασιστικά για την εκτίμηση της επικινδυνότητάς της, όπως η θνητότητα (IFR), η μέση ηλικία θανάτου, η ύπαρξη σοβαρών επιπτώσεων στην υγεία, η οφειλόμενη στην επιδημία πιθανή αύξηση της θνησιμότητας και σε δεύτερη μοίρα η ταχύτητα εξέλιξης της επιδημίας.

Σουηδία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με τα περισοότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Σουηδία υπήρξαν περιορισμένες απαγορεύσεις εναντίον της εξάπλωσης του ϊού λόγω του συντάγματος της χώρας και της άποψης της επιτροπής διαχείρισης της επιδημίας, ότι τέτοια δεν είναι απαραίτητα. Οι ειδικοί της χώρας υπολόγιζαν πως θα υπάρξει μόνο ένα κύμα, με κύρια αιχμή τον Απρίλιο του 2020. Η επιδημία είχε ωστόσο δυο κύματα, το δεύτερο εμφάνισε την αιχμή του στις αρχές του 2021. Καθότι στη χώρα δεν υπήρξαν αυστηρά περιοριστικά μέτρα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα κύματα ακολούθησαν την φυσιολογική τους εξέλιξη σχεδόν ανεμπόδιστα, με κάποια μικρότερη ή μεγαλύτερη επιβράδυνση λόγω του περιορισμού μεγαλύτερων συγκεντρώσεων ατόμων (μέχρι τον Δεκέμβριο 2020 50, μετά 8 άτομα). Επίσης μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο κύριος παράγοντας που οδήγησε στο τέλος του πρώτου κύματος ήταν ο καιρός (το πρώτο κύμα άρχισε να υποχωρεί στα μέσα Απριλίου του 2020). Για το δεύτερο κύμα, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι το τέλος του οφείλεται και σε ομαδική ανοσία, αλλά πιθανώς και σε άλλους λόγους, όπως το εμβόλιο για άτομα ευπαθών ομάδων. Για την ώρα υπάρχουν μόνο μη τυχαιοποιημένα δεδομένα μετρήσεων της πληθυσμιακής ανοσίας.

Υπερθνησιμότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λεγόμενη υπερθνησιμότητα μετράται για όλη την ευρωπαϊκή ένωση απο ένα παράρτημα της υγειονομικής υπηρεσίας της Δανίας (Euromomo). Τα στοιχεία για την Σουηδία δημοσιεύονται κάθε βδομάδα σε αντίστοιχη ιστοσελίδα του υπουργείου υγείας της Σουηδίας.[1]

Βλέποντας αυτό το διάγραμμα θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, πως στη Σουηδία είχαμε πολύ περισσότερους θανάτους στις χρονικές περιόδους 2019-20 και 2020-21 (τουλάχιστον μέχρι τον Μαρτιο του 2021). Το διάγραμμα αυτό ωστόσο κατασκευάζεται βάση συγκεκριμένων υποθέσεων και μοντέλων. Αντ'αυτού ας δούμε δυο άλλα διαγράμματα που παρουσιάζουν τα στοιχεία λιγότερο επεξεργασμένα και με ρητές υποθέσεις.

Στο ακόλουθο διάγραμμα απεικονίζεται ο αριθμός θανάτων ανά ημέρα τα τελευταία 5 χρόνια. Η απεικόνιση ξεκινά κάθε φορά απο τον Οκτώβριο του ενός έτους και σταματά τον Σεπτέμβριο του επόμενου. Με τον τρόπο αυτό απεικονίζονται καλύτερα τα κύματα επιδημιών που εμφανίζονται είτε τον χειμώνα (λοιμώξεις), είτε το καλοκαίρι (υπερβολική ζέστη). Στο διάγραμμα αυτό βλέπουμε καθαρά το κύμα του Απριλίου 2020 καθώς και αυτό του χειμώνα 2021, βλέπουμε ωστόσο και άλλα δυο κύματα, όχι τόσο έντονα και σε λίγο διαφορετικούς μήνες, το 2016-17 και το 2017-18.

Θάνατοι ανά μέρα (όλες οι αιτίες)[2]

Τα ίδια δεδομένα βλέπουμε στο ακόλουθο διάγραμμα με τα έτη το ένα δίπλα στο άλλο:

Όπως μπορούμε να δούμε στα διαγράμματα, της υπερθνησιμότητας τον Απρίλη του 2020 προηγήθηκαν δυο χρόνια με μια σχετική υποθνησιμότητα, ενώ η υπερθνησιμότητα τον χειμώνα 2020/21 ακολουθείται τον Μαρτη του 2021 από μια υποθνησιμότητα. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός, ότι ο αριθμός των θανάτων που αποδίδονται στον ϊό άρχισε να πέφτει στις 3 πρώτες μέρες του Γενάρη 2021, δηλαδή πριν αρχίσουν οι εμβολιασμοί να έχουν κάποια επίδραση και πολύ πριν αρχίσει η συνηθισμένη πτώση των θανάτων απο ϊούς του αναπνευστικού προς το τέλος της άνοιξης.

Ετήσια θνησιμότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για να μπορέσουμε ωστόσο να συγκρίνουμε την επίδραση της επιδημίας στη θνησιμότητα του πληθυσμού, χρειάζεται να συγκρίνουμε την θνησιμότητα μεταξύ διαφόρων ετών και για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους. Στο ακόλουθο διάγραμμα βλέπουμε τον αριθμό των θανάτων που καταγράφηκαν στις περιόδους μεταξύ Οκτωβρίου ενός έτους και Σεπτεμβρίου του επόμενου, διαιρεμένου δια του καταγεγραμένου πληθυσμού στο τέλος του επόμενου έτους (θνησιμότητα για τις περιόδους Οκτ.-Σεπτ.) και για τα έτη από το 1910.[3][4]

θνησιμότητα στη Σουηδία απο το 1910
για τις περιόδους Οκτ.-Σεπτ.

Όπως βλέπουμε στο διάγραμμα, η θνησιμότητα στη Σουηδία για την χρονική περίοδο από Οκτώβριο 2019 ως Σεπτέμβριο του 2020 ήταν εντός των φυσιολογικών διακυμάνσεων. Αυτό δε σημαίνει βέβαια, ότι αποκλείεται η επιδημία να είχε αρνητικές επιπτώσεις. Δεν μπορούμε ωστόσο ούτε να αποκλείσουμε την πιθανότητα, να μην είχε καμιά απολύτως επίδραση στη θνησιμότητα. Μπορούμε επίσης να πούμε με σχετική στατιστική βεβαιότητα, ότι η πιθανή επίδραση δεν υπερβαίνει συγκεκριμένα όρια. Επιπλέον, αν συγκρίνουμε το κύμα Απριλίου 2020 με το κύμα Ιανουαρίου 2021 βλέπουμε, πως η υπερθνησιμότητα στο δεύτερο κυμαίνεται στα ίδια ή ίσως και χαμηλότερα επίπεδα από το πρώτο. Αν δεν έχουμε λοιπόν κάποια άλλη αιτία υπερθνησιμότητας μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε στατιστικά, ότι και για αυτήν την χρονική περίοδο δεν θα έχουμε (συνολικά) υπερθνησιμότητα.

Στο τελευταίο διάγραμμα φαίνεται πολύ καθαρά επίσης το επιδημικό κύμα της λεγόμενης «ισπανικής» γρίπης. Η συνολική υπερθνησιμότητα για τη χρονική περίοδο 1918-19 υπερέβει το 50% (ενώ τώρα είναι αμφίβολο ακόμη και αν βρίσκεται έξω από τα συνηθισμένα όρια για το συνολικό έτος). Ακόμη και αυτό το κύμα ωστόσο, στο οποίο πρέπει να σημειώσουμε, πως ο μέσος όρος ηλικίας θανάτου ήταν τα 28 χρόνια (ενώ τώρα είναι πάνω απο 79,5, ανάλογα τη χώρα), δεν μπορεί να συγκριθεί με πραγματικά μεγάλες πανδημίες, όπως αυτή της πανούκλας, που σε ορισμένα κράτη παρουσίασε μια υπερθνησιμότητα πάνω απο 1000%. Μία ακόμη σύγκριση, που δείχνει επιδράσεις προηγούμενων επιδημιών, είναι με τη χρονική περίοδο 1993-94, όπου βλέπουμε ένα κύμα «συνηθισμένης» αλλά σχετικά βαριάς γρίπης με παρόμοια χαρακτηριστικά με το κύμα του Απριλίου 2020 (απότομη αύξηση).

Θάνατοι ανά μήνα (όλες οι αιτίες)[5]

Θάνατοι σε οίκους ευγηρίας και γνωμοδότηση ανεξάρτητης επιτροπής κρίσης των μέτρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλα αυτά συγκροτήθηκε στη Σουηδία επιτροπή, για να ελέγξει αν η πολιτική με την έλλειψη έντονων περιοριστικών μέτρων είχε πραγματικά αρνητικές επιπτώσεις. Στην τελευταία παράγραφο της μετάφρασης της έκθεσης στα αγγλικά διαβάζουμε: [6]:

"We have found that elderly care was unprepared and ill-equipped when the pandemic struck and that this was founded in structural shortcomings that were known long before the outbreak of the virus. The ultimate responsibility for these shortcomings rests with the Government in power –and with the previous governments that also possessed this information. The Government governs the Realm (Chapter1, Section6 of the Instrument of Government) and should therefore have taken the necessary initiatives to ensure that elderly care was better equipped to deal with a crisis of this nature."

Σύμφωνα με την επιτροπή λοιπόν, υπάρχει πρόβλημα, το οποίο δεν έγκειται ωστόσο στη έλλειψη απαγορευτικών μέτρων αλλά σε μια πολιτική που οδήγησε σε ελλιπή προετοιμασία των οίκων ευγηρίας, στους οποίους παρουσιάστηκαν και οι περισσότεροι θάνατοι.

Στο ακόλουθο διάγραμμα βλέπουμε όντως, πως σχεδόν οι μισοί θάνατοι έλαβαν χώρα σε οίκους ευγηρίας.

Ηλικία θανάτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε ακόμη την κατανομή των θανάτων ανά ηλικιακή ομάδα: [7][8]

Εξέλιξη της ανοσίας του πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν διαφορετικά είδη ανοσίας του ανθρώπινου οργανισμού απέναντι στις διάφορες ασθένειες. Ένα από αυτά μπορεί θεωρητικά να μετρηθεί με τεστ αντισωμάτων. Στην Σουηδία υπήρξαν σχετικά τυχαιοποιημένες έρευνες για την εύρεση του ποσοστού του πληθυσμού με θετικά τεστ αντισωμάτων για τον κορωνοϊό (όχι ωστόσο για ανοσία κυττάρων μνήμης). Στο χρονικό διάστημα από 20 Απριλίου ως 14 Ιουνίου 2020, το μεγαλύτερο ποσοστό στο δείγμα μετρήθηκε την 23η εβδομάδα (1-7 Ιουνίου), με 6,8% (95% ΔΕ: 5,07-8,80) για το σύνολο της χώρας και 11,3% (95% ΔΕ: 8,30-15,28) για την Στοκχόλμη. Οι αντίστοιχες τιμές για την 42/43η εβδομάδα ήταν 6,7% (95% ΔΕ 5,67-7,79) (Σουηδία) και 9,7% (95% ΔΕ 7,71-12,03) (Στοκχόλμη) και για την 48/49η εβδομάδα 7,9% (95% ΔΕ 6,79-9,19) (Σουηδία) και 11,4% (95% ΔΕ 9,38-13,56) (Στοκχόλμη).[9]

Η επίσημη υπηρεσία της Σουηδίας καταγράφει επίσης εβδομαδιαία τα αποτελέσματα τεστ αντισωμάτων. Στο ακόλουθο διάγραμμα βλέπουμε το ποσοστό θετικών τεστ στη Σουηδία και στην πρωτεύουσα Στοκχόλμη.[10] Η ανάγνωση του διαγράμματος πρέπει ωστόσο να γίνεται με προσοχή, καθότι δεν αφορά αντιπροσωπευτικό δείγμα, όπως οι έρευνες που αναφέρονται στην προηγούμενη παραγράφο, αλλά άτομα που ζήτησαν να κάνουν το τεστ.

Ποσοστό θετικών τεστ αντισωμάτων στη Σουηδία
στα άτομα που ζήτησαν να το κάνουν.

Ποσοστό θετικών τεστ αντισωμάτων στη Στοκχόλμη
στα άτομα που ζήτησαν να το κάνουν.

Αυστρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε μια ανακοίνωση τύπου της στατιστικής υπηρεσίας της Αυστρίας αναφέρεται πως, για το έτος 2020, προβλέπεται μια υπερθνησιμότητα περί το 10% και μια για πρώτη φορά εδώ και δεκάδες χρόνια παρατηρούμενη μείωση του προσδόκιμου ζωής, της τάξεως των 6 μηνών.[11] Ας δούμε τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας με κάπως μεγαλύτερη ακριβεια.

Ας εξετάσουμε καταρχήν την εξέλιξη της θνησιμότητας στην Αυστρία τα τελευταία 40 χρόνια. Για τον πίνακα αυτόν χρησιμοποιούμε απλά το πηλίκο του καταγεγραμμένου αριθμού θανάτων[12] προς τον πληθυσμό της αντίστοιχης χρονιάς.[13]

θνησιμότητα στη Αυστρία απο το 1981
(ημερολογιακά έτη)

Στο διάγραμμα αυτό βλέπουμε ξεκάθαρα πως, σε σύγκριση με τον τελευταίο χρόνο, δεν έχουμε μια αύξηση της θνησιμότητας περί το 10%. Η αύξηση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά είναι (10,088-9,393)/9,393=7,4%. Τον λόγο για τον οποίο η στατιστική υπηρεσία δίνει 10% μπορούμε να τον διαβάσουμε στην ανακοίνωσή της:[11] Η σύγκριση γίνεται με την μέση τιμή των τελευταίων πέντε χρόνων. Ωστόσο, στο διάγραμμα της θνησιμότητας μπορούμε να δούμε ότι η θνησιμότητα δεν παραμένει σταθερή στην πορεία του χρόνου. Στην Αυστρία υπήρξε πτώση μέχρι περίπου το 2005 και από το 2008 έχουμε μια ελαφρά αυξητική τάση. Το ποια επιλογή θα γίνει στη σύγκριση είναι και θέμα απόφασης επιλογής μοντέλου.

Στο ίδιο διάγραμμα βλέπουμε επίσης ότι δεν είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, που παρατηρούμε μια απότομη αύξηση μεταξύ δυο συνεχούμενων χρονιών. Συγκεκριμένα μεταξύ 2014 και 2015 η αύξηση ήταν (9,627-9,159)/9,159=5,1%. Κατανοούμε λοιπόν εδώ μια βασική αρχή της στατιστικής, ότι δηλαδή η αποτίμηση των αριθμών εξαρτάται και από το μοντέλο. Εάν χρησιμοποιήσουμε στην αποτίμηση των στοιχείων ένα μοντέλο γραμμικής αύξησης για τα χρόνια από το 2008, θα λάβουμε σαφώς μικρότερες τιμές για την εκτιμούμενη υπερθνησιμότητα, σαφώς μικρότερες και του 7,4%. Εάν πάλι χρησιμοποιήσουμε (όπως η στατιστική υπηρεσία) τη μέση τιμή, αλλά αυτή τη φορά για τα τελευταία 40 χρόνια, τότε θα καταγράψουμε μια σχετικά μεγάλη ύποθνησιμότητα (το οποίο βεβαίως δίνει μια διαστρεβλωμένη εικόνα των στοιχείων). Η επιλογή του μοντέλου επομένως θα πρέπει να βασίζεται μεταξύ άλλων και στην εικόνα των δεδομένων.

Μια άλλη άρρητη προϋπόθεση στην ανακοίνωση της στατιστικής υπηρεσίας είναι η χρήση του ημερολογιακού έτους ως σημείου αναφοράς.[11] Όπως μπορούμε να δούμε στο διάγραμμα με τη σύγκριση του αριθμού θανάτων για την Σουηδία τα τελευταία 6 χρόνια, ο αριθμός αυτός παρουσιάζει το ελάχιστό του κάποια στιγμή μεταξύ τέλη Αυγούστου και τέλη Οκτωβρίου. Η χρονική στιγμή του μέγιστου ωστόσο αλλάζει από χρονιά σε χρονιά. Υπάρχει λοιπόν στατιστικός λόγος για να χρησιμοποιήσουμε στην εκτίμηση των χειμερινών επιδημιών το χρονικό διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου-Σεπτεμβρίου. Εάν δεν το κάνουμε αυτό, υπάρχει περίπτωση να περιλάβουμε 2 κύματα που είναι χωριστά σε ένα ημερολογιακό έτος. Εάν πάρουμε τις περιόδους Οκτ.-Σεπτ. και χρησιμοποιήσουμε τις τιμές της στατιστικής υπηρεσίας για το κύμα του χειμώνα 2020-21, τότε μπορούμε να υπολογίσουμε όντως τιμές περί το 10%. Για την αποτίμηση ωστόσο της επίδρασης του επιδημικού κύματος στην θνησιμότητα της χρονιάς χρειαζόμαστε σε αυτό το μοντέλο τα στοιχεία μέχρι Σεπτέμβριο του 2021, τα οποία δεν είναι ακόμη διαθέσιμα. Για να έχουμε μιαν ακριβέστερη πρόγνωση, μπορούμε να καταφύγουμε στη σύγκριση με άλλες χώρες ή με προηγούμενα επιδημικά κύματα. Την εξέλιξη της θνησιμότητας για τις περιόδους Οκτωβρίου-Σεπτεμβρίου τα τελευταία 13 χρόνια βλέπουμε στο ακόλουθο διάγραμμα:

θνησιμότητα στη Αυστρία απο το 2007-2008
Περίοδοι Οκτ.-Σεπτ.

Βέλγιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα ακόλουθα διαγράμματα βλέπουμε τη θνησιμότητα στο Βέλγιο τα τελευταία χρόνια για τα ημερολογιακά έτη (Θάνατοι ανά χίλιους κατοίκους μεταξύ 1ης Γενάρη και 31ης Δεκέμβρη για το αντίστοιχο έτος) καθώς επίσης και για τις περιόδους χειμερινών επιδημιών (Θάνατοι ανά χίλιους κατοίκους μεταξύ 1ης Οκτώβρη ενός έτους και 30ης Σεπτέμβρη του επόμενου, το διάγραμμα ωστόσο δεν είναι ακόμα αρκούντως ακριβές).[14] Με τη βοήθεια τέτοιων διαγραμμάτων μπορούμε να κατανοήσουμε πόσο έντονα η επιδημία επηρέασε την γενική θνησιμότητα.

θνησιμότητα στο Βέλγιο απο το 1981
(ημερολογιακά έτη)

θνησιμότητα στο Βέλγιο απο το 1980/81
Περίοδοι Οκτ.-Σεπτ.

-->

Δανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τσεχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νέα Ζηλανδία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύγκριση Αυστρίας-Σουηδίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για τη σύγκριση των δυο χωρών ας εξετάσουμε πρώτα σε ποιούς παράγοντες, που δυνητικά επηρεάζουν την εξέλιξη μιας επιδημίας, μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους.

  • Κατανομή Πληθυσμού.
    Η πληθυσμιακή πυκνότητα στην Αυστρία είναι περίπου 107 κάτοικοι ανα χμ.², στη Σουηδία 23. Η κατανομή του πληθυσμού ωστόσο δεν παρουσιάζει τόσο μεγάλες διαφορές. Τόσο στη Σουηδία όσο και στην Αυστρία υπάρχει μια μεγάλη οικιστική περιοχή (Στοκχόλμη και περίχωρα 2,4 εκ., Βιέννη και περίχωρα 2,8 εκ. κατοίκους) και έχουν περίπου τον ίδιο ποσοστό κατοίκων συγκεντρωμένο σε πόλεις άνω των 100000.
  • Κλιματικές συνθήκες.
    Η Αυστρία παρουσιάζει ένα σχετικά πιο ήπιο κλίμα με συντομότερο χειμώνα. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε βραδύτερη εξέλιξη της επιδημίας καθώς και σε νωρίτερο τερματισμό ενός επιδημικού ύματος την άνοιξη.
  • Σύστημα υγείας.
    Σε ότι αφορά στον αριθμό κλινών, η Αυστρία έχει μεγαλύτερο αριθμό τόσο στις γενικές κλίνες (τουλάχιστον 1,5 φορές) όσο και στις ΜΕΘ (τουλάχιστον διπλάσιο). Από πλευράς συνολικού αριθμού προσωπικού και εκπαίδευσής του δεν παρουσιάζονται κατά τα άλλα ιδιαίτερες διαφορές. Για την ώρα δεν υπάρχουν επαρκείς συγκριτικές μελέτες για την επίδραση του αριθμού των κλινών ΜΕΘ στην θνητότητα από την επιδημία. Αν αυτός ο αριθμός πραγματικά μειώνει τη θνησιμότητα του γενικού πληθυσμού, τότε θα έπρεπε να έχουμε στην Αυστρία μετά την επιδημία μικρότερη θνησιμότητα (προσοχή: όχι θνητότητα).
  • Ανοσολογική μνήμη.
    Οι πληθυσμοί (με εξαίρεση πιθανώς πολύ απομονωμένες περιοχές της Σουηδίας) έρχονται λόγω της παγκοσμιοποίησης και του τουρισμού σε επαφή περίπου με τις ίδιους μολυσματικούς παράγοντες.
  • Πολιτισμικές διαφορές.
    Η γενική αίσθηση είναι, ότι στη Σουηδία οι επαφές είναι πιο περιορισμένες και οι τηρούμενες αποστάσεις σε δημόσιους χώρους σχετικά μεγαλύτερες. Οι διαφορές αυτές σίγουρα δεν είναι τόσο μεγάλες όπως σε σχέση με χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Σε περίπτωση που υφίστανται τέτοιες διαφορές, θα οδηγούσαν σε βραδύτερη εξέλιξη της επιδημίας στην Σουηδία.

Γεγονός είναι πως οι διαφορές μπορεί να επηρεάζουν την εξέλιξη της επιδημίας σε άγνωστο βαθμό, πράγμα που δυσκολεύει εξαιρετικά την σύγκριση. Γεγονός ωστόσο είναι επίσης πως στη Σουηδία, όπου είχαμε ήδη δυο επιδημικά κύματα χωρίς περιορισμούς των συνταγματικών δικαιωμάτων και χωρίς εκτεταμένους περιορισμούς στην επαφή και στην μετακίνηση, δεν παρουσιάζεται επαρκώς τεκμηριωμένη αύξηση της γενικής θνησιμότητας. Αυτό θα μπορούσε εν αντιθέσει να ισχύει για την Αυστρία, όπου είχαμε αυστηρά περιοριστικά μέτρα, αν και για την ώρα δεν έχουμε επαρκή στοιχεία για να τεκμηριώσουμε μια αύξηση της ετήσιας θνησιμότητας στην Αυστρία. Σε περίπτωση που διαπιστώσουμε μια τέτοια αύξηση, το συμπέρασμα θα ήταν ότι τα μέτρα είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα από το ποθούμενο, δηλαδή επιδείνωση της γενικής υγείας και θνησιμότητας του πληθυσμού. Η ακόλουθη σύγκριση των επιδημικών κυμάτων δείχνει ωστόσο, ότι μια τέτοια αρνητική επίδραση των μέτρων είναι δύσκολο (τουλάχιστον για το ερχόμενο έτος) να τεκμηριωθεί. Σημαντικό είναι επίσης να σημειώσουμε, ότι, τουλάχιστον με βάση τα συμπεράσματα της ανεξάρτητης επιτροπής της Σουηδιας, το πρόβλημα ήταν η έλλειψη υποδομών (για τη Σουηδία στους οίκους ευγηρίας) που ήταν δυνατό, με έγκαιρες πολιτικές αποφάσεις, να έχει αποφευχθεί. Κατά τα συμπεράσματα αυτά, αυστηρότερα μέτρα για τον γενικό πληθυσμό δε θα οδηγούσαν σε αξιόλογο περιορισμό του αριθμού των θανάτων.

θνησιμότητα σε Αυστρία και Σουηδία
από το 2007-2008, περίοδοι Οκτ.-Σεπτ.

θνησιμότητα σε Αυστρία και Σουηδία απο το 2007
(ημερολογιακά έτη)

θνησιμότητα σε Αυστρία και Σουηδία απο το 1981
(ημερολογιακά έτη)

Σύγκριση Δανίας-Σουηδίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για τη σύγκριση των δυο χωρών ας εξετάσουμε πρώτα σε ποιούς παράγοντες, που δυνητικά επηρεάζουν την εξέλιξη μιας επιδημίας, μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους.

  • Κατανομή Πληθυσμού.
    Η πληθυσμιακή πυκνότητα στην Δανία είναι περίπου 136 κάτοικοι ανα χμ.², στη Σουηδία 23. Η κατανομή του πληθυσμού ωστόσο δεν παρουσιάζει τόσο μεγάλες διαφορές. Τόσο στη Σουηδία όσο και στην Δανία υπάρχει μια μεγάλη οικιστική περιοχή (Στοκχόλμη και περίχωρα 2,4 εκ., Κοπεγχάγη και περίχωρα 2 εκ. κατοίκους) και έχουν περίπου τον ίδιο ποσοστό κατοίκων συγκεντρωμένο σε πόλεις άνω των 100000. Ωστόσο στην Κοπεγχάγη παρατηρούμε ένα μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού της χώρας, που είναι συγκεντρωμένο στην πρωτεύουσα (40% έναντι 23% περίπου).
  • Κλιματικές συνθήκες.
    Η Δανία παρουσιάζει ένα σχετικά πιο ήπιο κλίμα με συντομότερο χειμώνα. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε βραδύτερη εξέλιξη της επιδημίας καθώς και σε νωρίτερο τερματισμό ενός επιδημικού ύματος την άνοιξη.
  • Σύστημα υγείας.
    Σε ότι αφορά στον αριθμό κλινών, η Δανία έχει μεγαλύτερο αριθμό τόσο στις γενικές κλίνες (τουλάχιστον 1,5 φορές) όσο και στις ΜΕΘ (τουλάχιστον διπλάσιο). Από πλευράς συνολικού αριθμού προσωπικού και εκπαίδευσής του δεν παρουσιάζονται κατά τα άλλα ιδιαίτερες διαφορές. Για την ώρα δεν υπάρχουν επαρκείς συγκριτικές μελέτες για την επίδραση του αριθμού των κλινών ΜΕΘ στην θνητότητα από την επιδημία. Αν αυτός ο αριθμός πραγματικά μειώνει τη θνησιμότητα του γενικού πληθυσμού, τότε θα έπρεπε να έχουμε στην Δανία μετά την επιδημία μικρότερη θνησιμότητα (προσοχή: όχι θνητότητα).
  • Ανοσολογική μνήμη.
    Οι πληθυσμοί (με εξαίρεση πιθανώς πολύ απομονωμένες περιοχές της Σουηδίας) έρχονται λόγω της παγκοσμιοποίησης και του τουρισμού σε επαφή περίπου με τις ίδιους μολυσματικούς παράγοντες.
  • Πολιτισμικές διαφορές.
    Η γενική αίσθηση είναι, ότι στη Σουηδία οι επαφές είναι πιο περιορισμένες και οι τηρούμενες αποστάσεις σε δημόσιους χώρους σχετικά μεγαλύτερες. Οι διαφορές αυτές σίγουρα δεν είναι τόσο μεγάλες όπως σε σχέση με χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Σε περίπτωση που υφίστανται τέτοιες διαφορές, θα οδηγούσαν σε βραδύτερη εξέλιξη της επιδημίας στην Σουηδία.

Οι περιορισμοί που ισχύουν στην σύγκριση κρατών ισχύουν βεβαίως και στη σύγκριση Δανίας-Σουηδίας. Το παράδειγμα ωστόσο αυτής της σύγκρισης μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε μερικούς πραγματικά πολύ απλούς μαθηματικούς κανόνες.

  • Στην Δανία είχαμε μέχρι τα μέσα Μαρτίου 2500 νεκρούς που αποδίδονται στην επιδημία, στη Σουηδία 12500. Ας υποθέσουμε πως δεν υπάρχουν διαφορές στον τρόπο απόδοσης της επιδημίας ως αιτίας θανάτου. 12500 είναι το πενταπλάσιο από τις 2500. Σημαίνει αυτό πως η επίπτωση της επιδημίας στην Σουηδία ήταν 5 φορές ισχυρότερη;
    Βεβαίως όχι. Για να συγκρίνουμε την επίπτωση μεταξύ των δυο κρατών πρέπει να λάβουμε υπόψην και τον πληθυσμό των κρατών αυτών. Η Δανία έχει περί τα 5000000 κατοίκους, η Σουηδία περί τα 10500000, επομένως κάτι παραπάνω από τον διπλάσιο πληθυσμό. Όταν λοιπόν θέλουμε να συγκρίνουμε τους θανάτους (ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό) μεταξύ δυο κρατών, οφείλουμε να συγκρίνουμε θανάτους ανά χίλιους κατοίκους (ή ανά 100 ή κάτι άλλο, είθισται ωστόσο ανά 1000). Υπ' αυτήν τη σκοπιά στη Σουηδία είχαμε περίπου δυόμιση φορές τους θανάτους της Δανίας (που αποδίδονται στην επιδημία). Υπ' αυτήν την έννοια διαπιστώνουμε πως σχόλια του τύπου "οι ΗΠΑ έχουν τον μεγαλύτερο αριθμό θανάτων" (ή η Βραζιλία) είναι παντελώς άστοχα. Μπορεί να μην είναι ψευδή, με τον αυστηρό ορισμό του ψεύδους, οδηγούν ωστόσο σαφέστατα σε μια διαστρέβλωση της εικόνας της πραγματικότητας. Απόλυτοι αριθμοί χωρίς αναγωγή στο σύνολο του πληθυσμού δεν προσφέρουν ορθή απεικόνιση και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν μέσο σύγκρισης (η οποία ψυχολογικά μπορεί να συμβαίνει αυτόματα).
  • Ακόμα όμως και αυτός ο αριθμός (δυόμιση φορές) είναι παραπλανητικός σε ότι αφορά στις επιπτώσεις μιας επιδημίας. Αν η επιδημία προκαλεί το ένα εκατοστό των θανάτων στη μια χώρα και το ενα 250στό στην άλλη, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για μιαν επικίνδυνη κατάσταση. Οι αριθμοί θα πρέπει να παρουσιάζονται πάντα στο πλαίσιο που ανήκουν. Υπ' αυτήν την σκοπιά μπορούν να αποδοθούν στην επιδημία περίπου ένα εικοστό του συνόλου των θανάτων περισσότερο στην Σουηδία σε σχέση με την Δανία. Η ψυχολογική επίδραση της σύγκρισης "δυόμιση φορές" και "ένα εικοστό παραπάνω" είναι σαφέστατα διαφορετική.
  • Ακόμα όμως και αυτός ο αριθμός δεν είναι επαρκής, όταν θέλουμε να κρίνουμε την επικινδυνότητα μιας κατάστασης για την δημόσια υγεία. Ένα εικοστό (5%) του συνόλου των θανάτων είναι περίπου το όριο του λεγόμενου διαστήματος αξιοπιστίας στη μέτρηση των θανάτων. Ο αριθμός των θανάτων σε κάθε χώρα μπορεί να κυμαίνεται κάθε χρονιά μέχρι και 5% πάνω ή κάτω σε σχέση με την προηγούμενη. Με δυο λόγια: με αυτό το ποσοστό δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι το αίτιο (σε αυτήν την περίπτωση η επιδημία) δεν είχε καμιά επίπτωση στο σύνολο των θανάτων, ή, για να το πούμε αλλιώς, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι αυτούς τους θανάτους θα τους είχαμε ούτως ή άλλως. Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιούμε στατιστικές μετρήσεις για να διαπιστώσουμε αν πράγματι μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα μηδενικής επίδρασης. Κάθε μαθηματικός μπορεί ευχαρίστως να ελέγξει αυτήν την λεγόμενη μηδενική υπόθεση.
  • Για να πραγματοποιηθεί στατιστικά αυτή η σύγκριση, οφείλουμε να αποφασίσουμε πρώτα πιο χρονικό διάστημα περιγράφει καλύτερα την επίδραση ενός επιδημικού κύματος τον χειμώνα. Είθισται να χρησιμοποιείται το ημερολογιακό έτος (κάθε έτος από Γενάρη μέχρι Δεκέμβρη). Η επιλογή ωστόσο αυτού του διαστήματος είναι εντελώς αυθαίρετη και δε βασίζεται σε κάποια επιστημονικά δεδομένα. Αν παρατηρήσουμε την εικόνα των κυμάτων στη Σουηδία, μπορούμε να διαπιστώσουμε με μια ματιά στα διαγράμματα, ότι τα κύματα παρουσιάζουν το ελάχιστό τους πάντα κάποια στιγμή κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου, το μέγιστό τους ωστόσο άλλοτε τον Γενάρη, άλλοτε τον Δεκέμβρη και άλλοτε τον Μάρτη. Υπάρχει επομένως επαρκής επιστημονικός λόγος να επιλέξουμε το διάστημα μεταξύ Οκτώβρη-Σεπτέμβρη για την σύγκριση των κυμάτων: σε αντίθετη περίπτωση θα περιλάβουμε δύο διαφορετικά κύματα σε μια περίοδο και ένα εξ αυτών δεν περιληφθεί σε μιαν άλλη. Παρ'όλ'αυτά: Κάθε μαθηματικός μπορεί ευχαρίστως να ελέγξει την μηδενική υπόθεση και για τα δυο διαγράμματα που ακολουθούν, ακόμη και για την περίπτωση της αυθαίρετης διάκρισης σε ημερολογιακά έτη με βάση το χριστιανικό ημερολόγιο και να διαπιστώσει σε ποιον βαθμό μπορούμε να απορρίψουμε ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση την μηδενική υπόθεση. Για τους μαθηματικούς: εννοείται ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε γραμμικό μοντέλο και όχι μέσους όρους των τελευταίων ετών. Στην περίπτωση που κάποιος επιμένει να χρησιμοποιήσει τα ημερολογιακά έτη (κι ας υπάρχει επαρκής λόγος να μην το κάνουμε), θα έθετα στους μαθηματικούς και ένα ακόμη ερώτημα: Σε περίπτωση επίδρασης, ποιο είναι το διάστημα αξιοπιστίας του ποσοστού αυτής της επίδρασης;

θνησιμότητα σε Δανία και Σουηδία
από το 2007-2008, περίοδοι Οκτ.-Σεπτ.

θνησιμότητα σε Δανία και Σουηδία απο το 2007
(ημερολογιακά έτη)

Βεβαίως πρέπει να αναφέρουμε, ότι ο θάνατος δεν είναι η μόνη αρνητική επίπτωση μιας ασθένειας και πως άλλες επιπτώσεις (σοβαρή χρόνια επιδείνωση της υγείας) είναι εξίσου σημαντικές (όπως στην περίπτωση της πολυομυελίτιδας). Μόλις υπάρξουν σχετικά στοιχεία, μπορούν επίσης να αξιολογηθούν.

Σύγκριση Βελγίου-Τσεχίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύγκριση Σουηδίας-Νέας Ζηλανδίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συγκριτικές έρευνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εβδομαδιαία αναφορά του σουηδικού υπουργείου υγείας για την πανδημία
  2. Αριθμός θανάτων σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία της Σουηδίας. Σημείωση: τα στοιχεία για το 2021 είναι προσωρινά.
  3. SCB Στατιστική υπηρεσία Σουηδίας: Αριθμός θανάτων ανά μήνα.
  4. SCB Στατιστική υπηρεσία Σουηδίας: καταγεγραμένος πληθυσμός.
  5. Αριθμός θανάτων σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία της Σουηδίας
  6. Περίληψη της επιτροπής κρίσης των μέτρων για τον κορωνοϊό
  7. Statistik över antal avlidna i covid-19
  8. Statistik över avlidna i covid-19 φύλλο στο EXCEL: "Övergripande statistik"
  9. Έρευνα του υπουργείου υγείας της Σουηδίας
  10. Ιστοσελίδα του υπουργείου υγείας της Σουηδίας με συνδέσμους προς τις επιμέρους σελίδες του με τα δεδομένα
  11. 11,0 11,1 11,2 Ανακοίνωση τύπου της στατιστικής υπηρεσίας της Αυστρίας
  12. Στατιστική υπηρεσία Αυστρίας, open data, καταγεγραμμένοι θάνατοι
  13. Στατιστική υπηρεσία Αυστρίας, καταγεγραμμένος πληθυσμός
  14. Στατιστική υπηρεσία Βελγίου
Hoch zum Anfang

Κριτική των μέτρων από την σκοπιά της ηθικής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]