Τζοβάνι Αρτούζι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τζοβάνι Αρτούζι
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1540 (περίπου)[1][2][3]
Μπολόνια
Θάνατος18  Αυγούστου 1613 (unspecified calendar, assumed Gregorian)[4][2][3]
Μπολόνια
ΘρησκείαΡωμαιοκαθολική Εκκλησία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΙταλικά[5]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυνθέτης
μουσικολόγος
θεωρητικός της μουσικής
καθολικός ιερέας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Τζοβάνι Μαρία Αρτούζι (Giovanni Maria Artusi, Μπολόνια 1540; – Μπολόνια 18 Αυγούστου 1613) ήταν Ιταλός θεωρητικός της μουσικής, συνθέτης και συγγραφέας της προ-Μπαρόκ εποχής. Έμεινε στην ιστορία για την, περί μουσικών νεωτερισμών, διαμάχη του με τον Κλαούντιο Μοντεβέρντι. [6]

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αρτούζι υπήρξε από τους πιο διάσημους αντιδραστικούς (reactionaries) στην ιστορία της μουσικής, καταδικάζοντας έντονα το νέο ύφος που εξελίχθηκε γύρω στο 1600, οι καινοτομίες του οποίου καθόρισαν την εποχή του πρώιμου μπαρόκ. Ήταν επίσης μελετητής και κληρικός στο Συνέδριο Σαν Σαλβατόρε της Μπολόνια και παρέμεινε, καθ 'όλη τη διάρκεια της ζωής του, αφιερωμένος στον δάσκαλό του Τζοζέφο Τζαρλίνο, τον πιο διάσημο θεωρητικό μουσικής, στα τέλη τού 16ου αιώνα. Όταν ο Βιντσέντζο Γκαλιλέι «επιτέθηκε» για πρώτη φορά στον Τζαρλίνο στον Διάλογο (Dialogo della musica antica et della moderna), του 1581, προκάλεσε τον Αρτούζι να υπερασπιστεί τον δάσκαλό του και το στυλ που εκπροσωπούσε. Ωστόσο, ο Αρτούζι δεν ήταν ο αντιδραστικός θεωρητικός που έχει περιγραφεί, συχνά. Αν και αφοσιωμένος στον Τζαρλίνο, δεν δίστασε να αναθεωρήσει τις απόψεις του κυρίου του στο σύγγραμά του Η Τέχνη της Αντίστιξης (L'arte del contraponto, Βενετία 1598), ευθυγραμμίζοντάς τις με τη σύγχρονη πρακτική. Επίσης, η υπεράσπισή του στον Αριστόξενο, του οποίου τα συγγράμματα διερευνήθηκαν, κυρίως, από τον αντίπαλό του Γκαλιλέι, τον δείχνει να είναι οτιδήποτε άλλο παρά φανατικός. Στην πραγματικότητα, αναφέρεται ότι «συμφιλιώθηκε με τη μοντερνιστική στάση». [7]

Πάντως, το πιο διάσημο επεισόδιο της καριέρας του Αρτούζι, και ένα από τα πιο γνωστά επεισόδια στην ιστορία της μουσικής κριτικής, συνέβη το 1600 και το 1603, όταν επιτέθηκε στις «βαρβαρότητες» και «ελευθεριότητες» που εμφανίζονται στα έργα ενός συνθέτη που, αρχικά, αρνήθηκε να κατονομάσει –και, βέβαια, ήταν ο Μοντεβέρντι. Αυτό έγινε μέσω του πονήματός του Λ’ Αρτούζι, ή περί των ατελειών της συγχρόνου μουσικής (L’ artusi, overo Delle Imperfezioni della moderna musica). [8] Ο Μοντεβέρντι απάντησε στην εισαγωγή του πέμπτου βιβλίου του με μαδριγάλια (Il quinto libro de Madrigali, 1605) με την άποψή του για διαίρεση της μουσικής πρακτικής σε δύο τάσεις: αυτές που κατονόμαζε ως πρώτη πρακτική (prima pratica) και δεύτερη πρακτική (seconda pratica): η prima pratica είναι το προηγούμενο πολυφωνικό ιδεώδες του 16ου αιώνα, με ρέουσα αντίστιξη, προετοιμασμένες διαφωνίες και ισοδυναμία στις φωνές. Με την seconda pratica περιγράφεται το νέο στυλ μονωδίας και συνοδευτικού ρετσιτατίβου, το οποίο έδωσε έμφαση στις φωνές της σοπράνο και του μπάσου και, επιπλέον, κατέδειξε τις αρχές της συνειδητής λειτουργικής τονικότητας. Η απάντηση, αυτή, του Μοντεβέρντι θεωρείται ιστορικής σημασίας. [9]

Μουσικολογικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σημαντικότερη συμβολή του Αρτούζι στη θεωρία της μουσικής ήταν το βιβλίο του για τις διαφωνίες στην αντίστιξη. Αναγνώρισε ότι θα μπορούσε να υπάρχουν περισσότερες διαφωνίες από συμφωνίες σε ένα αναπτυγμένο κομμάτι αντίστιξης και προσπάθησε να απαριθμήσει τους λόγους και τις χρήσεις γι’ αυτές τις διαφωνίες, για παράδειγμα, κατά τη χρήση λέξεων που εκφράζουν θλίψη, πόνο, λαχτάρα, τρόμο. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο Μοντεβέρντι στη seconda pratica συμφωνεί σε μεγάλο βαθμό με το βιβλίο του, τουλάχιστον εννοιολογικά. Οι διαφορές μεταξύ της μουσικής του Μοντεβέρντι και της θεωρίας του Αρτούζι ήταν στη σημασία των διαφορετικών φωνών και στα ακριβή διαστήματα που χρησιμοποιούνται για τη διαμόρφωση της μελωδικής γραμμής.

Οι συνθέσεις του Αρτούζι ήσαν ελάχιστες και σε συντηρητικό στυλ: ένα βιβλίο με καντσονέτες για τέσσερις φωνές (που δημοσιεύθηκε στη Βενετία το 1598) και ένα Cantate Domino, «Ψάλλατε εις τον Θεόν» για οκτώ φωνές (1599). [10][11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D.C.L (Oxford, 1880)
  • Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Γιώργος Λεωτσάκος, επιμέλεια λήμματος στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», έκδοση 1991, τόμος 11, σ. 227
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Eric Blom The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
  • Claude Palisca, "Giovanni Artusi," in The New Grove Dictionary of Music and Musicians, ed. Stanley Sadie. 20 vol. London, Macmillan Publishers Ltd., 1980. ISBN 1-56159-174-2
  • Ilias Chrissochoidis, "The 'Artusi-Monteverdi' Controversy: Background, Content, and Modern Interpretations," British Postgraduate Musicology 6 (2004), online (general introduction suitable for undergraduates).