Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πολεμικός κομμουνισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο πολεμικός κομμουνισμός ή στρατιωτικός κομμουνισμός ήταν το οικονομικό και πολιτικό σύστημα που υπήρχε στη Σοβιετική Ρωσία κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου, από το 1918 ως το 1921. Σύμφωνα με τη Σοβιετική ιστοριογραφία, η πολιτική αυτή υιοθετήθηκε από τους Μπολσεβίκους με στόχο να διατηρεί τις πόλεις και τον Ερυθρό Στρατό με αποθέματα όπλων και τροφίμων. Το σύστημα έπρεπε να χρησιμοποιείται λόγω των διαταραγμένων κανονικών οικονομικών μηχανισμών και σχέσεων από τον συνεχιζόμενο πόλεμο. Ο “πολεμικός κομμουνισμός”, που άρχισε τον Ιούνιο 1918, επιβλήθηκε από το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο, γνωστό ως Βεσένκα. Τελείωσε στις 21 Μαρτίου 1921, με την έναρξη της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ), η οποία διήρκησε μέχρι το 1928.

Ο πολεμικός κομμουνισμός περιλάμβανε τα παρακάτω μέτρα:

  1. Εθνικοποίηση όλων των βιομηχανιών και η θέσπιση αυστηρής κεντρικής διεύθυνσης.
  2. Θέσπιση Κρατικού ελέγχου επί του εξωτερικού εμπορίου.
  3. Αυστηρή πειθαρχία στους εργάτες, με τις απεργίες να απαγορεύονται.
  4. Επιβολή υποχρεωτικού εργατικού δασμού στις μη εργαζόμενες τάξεις.
  5. Prodrazvyostka – επίταξη των αγροτικών πλεονασμάτων (επιπλέον του απόλυτου ελάχιστου) από τους αγρότες για συγκεντρωτική διανομή μεταξύ του υπόλοιπου πληθυσμού.
  6. Δελτίο τροφίμων και περισσότερων εμπορευμάτων, με συγκεντρωτική διανομή επ’ αυτών στα αστικά κέντρα.
  7. Απαγορεύονται οι ιδιωτικές επιχειρήσεις.
  8. Έλεγχος στρατιωτικού στιλ των σιδηροδρόμων.

Επειδή η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων επέβαλε όλα αυτά τα μέτρα σε ώρα εμφυλίου πολέμου, δεν είχαν και πολύ ειρμό ούτε ήταν εναρμονισμένα στην πράξη, απ’ ό,τι ίσως φαίνονται στο χαρτί. Μεγάλες περιοχές της Ρωσίας παρέμεναν έξω από τον έλεγχο των Μπολσεβίκων, και οι κακές επικοινωνίες σήμαιναν ότι ακόμα και εκείνες οι περιφέρειες που ήταν πιστές στην κυβέρνηση των Μπολσεβίκων συχνά έπρεπε να ενεργούν από μόνες τους, χωρίς οποιεσδήποτε εντολές ή κεντρικό συντονισμό από τη Μόσχα. Από πολύ καιρό έχει συζητηθεί κατά πόσον ο “πολεμικός κομμουνισμός” εκπροσωπούσε μια πραγματική οικονομική πολιτική με την κυριολεκτική σημασία της φράσης, ή απλώς ένα σύνολο μέτρων που αποσκοπούσαν να κερδηθεί ο εμφύλιος πόλεμος.[1]

Οι σκοποί των Μπολσεβίκων στην επιβολή του πολεμικού κομμουνισμού είναι θέμα διένεξης. Κάποιοι σχολιαστές, περιλαμβανομένου ενός αριθμού Μπολσεβίκων, υποστήριξαν ότι ο μοναδικός σκοπός ήταν να νικήσουν στον πόλεμο. Ο Βλαντιμίρ Λένιν, για παράδειγμα, είπε ότι “η κατάσχεση των πλεονασμάτων από τους αγρότες ήταν ένα μέτρο με το οποίο φορτωθήκαμε από τις επιβεβλημένες συνθήκες της εποχής του πολέμου”.[2] Άλλοι Μπολσεβίκοι, όπως οι Γιούρι Λάριν, Λεβ Κρίτζμαν, Λεονίντ Κράσιν και Νικολάι Μπουχάριν υποστήριζαν ότι ήταν ένα μεταβατικό στάδιο προς τον σοσιαλισμό.[3] Σχολιαστές, όπως ο ιστορικός Ρίτσαρντ Πάιπς, ο φιλόσοφος Μίκαελ Πολάνι,[4] και οικονομολόγοι όπως Πολ Κρεγκ Ρόμπερτς[5] ή ο Σέλντον Λ. Ρίτσμαν,[6] έχουν υποστηρίξει ότι ο Πολεμικός κομμουνισμός ήταν στην πραγματικότητα μια προσπάθεια να εξαλείψουν αμέσως την ιδιωτική περιουσία, την παραγωγή προϊόντων και τις συναλλαγές της αγοράς, και με αυτόν τον τρόπο να εφαρμόσουν την κομμουνιστική οικονομία, και ότι οι Μπολσεβίκοι ηγέτες ανέμεναν άμεση και μεγάλης κλίμακας αύξηση στο οικονομικό αποτέλεσμα. Την άποψη αυτή την είχε επίσης ο Νικολάι Μπουχάριν, ο οποίος είπε ότι “Σκεφθήκαμε τον Πολεμικό Κομμουνισμό ως παγκόσμια, ας πούμε “φυσιολογική” μορφή οικονομικής πολιτικής του νικηφόρου προλεταριάτου και όχι σε σχέση με τον πόλεμο, δηλαδή, την προσαρμογή σε μια καθορισμένη κατάσταση του εμφυλίου πολέμου”.[7]

Ο πολεμικός κομμουνισμός ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχής στον πρωταρχικό του σκοπό της βοήθειας στον Ερυθρό Στρατό στη συγκράτηση της προέλασης του Λευκού Στρατού και την ανάκτηση του μεγαλύτερου μέρους των εδαφών της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας στη συνέχεια.

Στις πόλεις και τη γύρω ύπαιθρο περιοχή, ο πληθυσμός βίωσε κακουχίες σαν αποτέλεσμα του πολέμου. Οι αγρότες αρνήθηκαν να συνεργαστούν στην παραγωγή τροφίμων. Οι εργάτες άρχισαν να μεταναστεύουν από τις πόλεις στην ύπαιθρο, όπου οι πιθανότητες να τραφεί κάποιος ήταν υψηλότερες, μειώνοντας έτσι παραπέρα τη δυνατότητα in natura ανταλλαγής βιομηχανικών αγαθών με τρόφιμα και επιδεινώνοντας το χάλι του παραμένοντος αστικού πληθυσμού. Μεταξύ 1918 και 1920, η Πετρούπολη έχασε το 72% του πληθυσμού της, ενώ η Μόσχα έχασε το 53%.

Υπήρχαν επίσης μια σειρά απεργιών εργατών και εξεγέρσεων αγροτών, όπως η εξέγερση του Ταμπόφ, σε όλη τη χώρα. Το σημείο καμπής ήταν η εξέγερση της Κρονστάνδης στη ναυτική βάση, στις αρχές Μαρτίου 1921. Η εξέγερση είχε τρομερή επίδραση στον Λένιν, επειδή οι ναύτες της Κρονστάνδης θεωρούνταν από τους Μπολσεβίκους “πιο κόκκινοι απ’ τους κόκκινους”. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Κρίστιαν, η Τσεκά, (η κρατική μυστική αστυνομία που δημιουργήθηκε από αξιωματούχους του Κομμουνιστικού Κόμματος εκείνη την εποχή) ανέφερε 118 ξεχωριστές αγροτικές εξεγέρσεις μόνο τον Φεβρουάριο του 1921.

Ο Κρίστιαν, στο βιβλίο του “Αυτοκρατορική και Σοβιετική Ρωσία”, λέει επίσης αυτό για την κατάσταση της Ρωσίας το 1921, μετά από χρόνια πολεμικού κομμουνισμού:

Η κυβέρνηση που λέει ότι εκπροσωπεί τον λαό, βρέθηκε τώρα η ίδια στα πρόθυρα να ανατραπεί από την ίδια εργατική τάξη. Η κρίση είχε υπονομεύσει την πίστη των χωριών, των πόλεων και τέλος τμημάτων του στρατού. Ήταν τόσο σοβαρή όσο η κρίσεις που αντιμετώπισε η τσαρική κυβέρνηση το 1905 και τον Φεβρουάριο του 1917.[8]

Η μαύρη αγορά εμφανίστηκε στη Ρωσία, παρά την απειλή του στρατιωτικού νόμου κατά της αισχροκέρδειας. Το ρούβλι κατέρρευσε και η ανταλλαγή όλο και περισσότερο αντικατέστησε το χρήμα ως μέσον συναλλαγής[9] και, μέχρι το 1921, η βαριά βιομηχανία είχε πέσει σε επίπεδα παραγωγής του 20% εκείνων του 1913. Το 90% όλων των μισθών πληρώνονταν με αγαθά μάλλον, παρά με χρήματα. Το 70% των ατμομηχανών είχαν ανάγκη επισκευής και η επίταξη τροφίμων, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις επτά ετών πολέμου και σοβαρής ξηρασίας, συνέβαλε στην πείνα που προκάλεσε από 3 ως 10 εκατομμύρια θανάτους.[10] Η παραγωγή άνθρακα μειώθηκε από 27,5 εκατομμύρια τόνους (1913) σε 7 εκατομμύρια τόνους (1920), ενώ η συνολική εργοστασιακή παραγωγή μειώθηκε επίσης από 10.000 εκατομμύρια ρούβλια σε 1.000 εκατομμύρια ρούβλια. Σύμφωνα με τον διακεκριμένο ιστορικό Ντέιβιντ Κρίστιαν, η συγκομιδή σίτου περιορίστηκε επίσης από 80,1 εκατομμύρια τόνους (1913) σε 46,5 εκατομμύρια τόνους (1920).[11]

  1. Nicolas Werth (2013). Histoire de l'Union soviétique de Lénine à Staline (1917-1953): « Que sais ... (4η έκδοση). Presses Univernitaires de France. ISBN 978-2-13-062352-6. 
  2. Lenin, V.I., Collected Works, volume 32, 1965. Moscow: Progress Publishers. pp. 187
  3. Szamuely, Laszlo (1974), First models of the socialist economic system, Budapest, pp. 45–61
  4. Polanyi, Michael. 1960. "Towards a Theory of Conspicuous Production."Soviet Survey (34, October–December):90-99.
  5. Roberts, Paul Craig. 1990 (1971).Alienation and the Soviet Economy: The Collapse of the Socialist Era, Independent Studies in Political Economy. Oakland, Ca.: The Independent Institute.
  6. Sheldon L. Richman (1981). «War Communism to NEP: The Road From Serfdom». THE JOURNAL OF LIBERTARIAN STUDIES 5 (1): 89-97. https://mises.org/library/war-communism-nep-road-serfdom. 
  7. Nikolai Bukharin, The path to socialism in Russia, 1967. New York: Omicron Books, pp. 178
  8. Christian, David (1997). Imperial and Soviet Russia. London: Macmillan Press Ltd. σελ. 239. ISBN 0-333-66294-6. 
  9. Robert William Davies· Mark Harrison· S. G. Wheatcroft (9 Δεκεμβρίου 1993). The Economic Transformation of the Soviet Union, 1913-1945. Cambridge University Press. σελ. 6. ISBN 978-0-521-45770-5. 
  10. «Source List and Detailed Death Tolls for the Primary Megadeaths of the Twentieth Century». necrometrics.com. Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2016. 
  11. Christian, David (1997). Imperial and Soviet Russia. London: Macmillan Press Ltd. σελ. 236. ISBN 0-333-66294-6.