Μετάβαση στο περιεχόμενο

Οι κονδυλοφόροι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι κονδυλοφόροι
Άποψη της οδού Γκραμπ κατά τον 19ο αιώνα
ΣυγγραφέαςΤζορτζ Γκίσινγκ
ΓλώσσαΑγγλικά
Μορφήμυθιστόρημα

Οι κονδυλοφόροι (αγγλικός τίτλος: New Grub Street) είναι μυθιστόρημα του Τζορτζ Γκίσινγκ που δημοσιεύτηκε το 1891, το οποίο διαδραματίζεται στους λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους του Λονδίνου της δεκαετίας του 1880. Ο αγγλικός τίτλος παραπέμπει στην οδό Γκραμπ του Λονδίνου, η οποία τον 18ο αιώνα έγινε συνώνυμη με τη λογοτεχνία χαμηλής ποιότητας από συγγραφείς που πληρώνονταν για να γράφουν βιβλία ή κεφάλαια κατά παραγγελία ή βιαστικά φυλλάδια και άρθρα σε εφημερίδες, εκφράζοντας τις πολιτικές απόψεις του πελάτη τους. [1]

Η ιστορία αναφέρεται στον λογοτεχνικό κόσμο που είχε βιώσει ο ίδιος ο συγγραφέας. Την εποχή του Γκίσινγκ, η οδός Γκραμπ δεν υπήρχε πια, αλλά υπήρχε η κατά παραγγελία συγγραφή. Οι δύο κεντρικοί ήρωες είναι δύο συγγραφείς εκ διαμέτρου αντίθετοι: ο Έντουιν Ρίρντον, ένας μυθιστοριογράφος με ταλέντο αλλά περιορισμένες εμπορικές προοπτικές είναι ένας ευαίσθητος νεαρός. Ο Τζάσπερ Μιλβέιν είναι ένας νεαρός δημοσιογράφος, εργατικός και γενναιόδωρος, αλλά φιλόδοξος και κυνικός, απορρίπτει την καλλιτεχνική ακεραιότητα για το οικονομικό όφελος και την κοινωνική προβολή. Δεν συμμερίζεται την αγάπη που τρέφει ο Ρίρντον για τη λογοτεχνία, αλλά διαθέτει ένα είδος ευελιξίας και διορατικότητας, η έλλειψη των οποίων οδηγεί τον φίλο του στην καταστροφή. [2]

Ο Γκίσινγκ αναθεώρησε το μυθιστόρημα για μια γαλλική έκδοση του 1901.

Το μυθιστόρημα ανοίγει με τον Τζάσπερ Μιλβέιν, έναν «ανησυχητικά μοντέρνο νεαρό άνδρα» που οδηγείται από καθαρή οικονομική φιλοδοξία στη λογοτεχνική του καριέρα. Αποδέχεται ότι «περιφρονεί τους ανθρώπους για τους οποίους γράφει», γράφει άρθρα για λαϊκά περιοδικά. Ο Έντουιν Ρίρντον, αντίθετα, βλέπει τη συγγραφή ως εργαλείο ατομικής έκφρασης και προτιμά να γράφει μυθιστορήματα ακολουθώντας τη λογοτεχνική του κλίση, αρνούμενος να συμμορφωθεί με τις σύγχρονες προτιμήσεις. Ωστόσο, αυτή η φιλοσοφία είναι πρακτικά μη βιώσιμη και τον οδηγεί στην οικονομική καταστροφή. Σε μια τελευταία προσπάθεια να σωθεί από τη φτώχεια, ο Ρίρντον προσπαθεί να γράψει ένα εμπορικό μυθιστόρημα αλλά αποτυγχάνει καθώς αποδεικνύεται υπερβολικά προικισμένος και ασυμβίβαστος για να πετύχει στο είδος του μυθιστορήματος που θέλουν οι περισσότεροι εκδότες. Ο φίλος του Μιλβέιν του προσφέρει βοήθεια αλλά αυτός την αρνείται. Η σύζυγος του Ρίρντον, η Έιμι το γένος Γιουλ, δεν καταλαβαίνει γιατί δεν μπορεί να μοιάζει περισσότερο με τον φίλο του Μιλβέιν, ο οποίος είναι γοητευτικός και κοσμικός, κάνει τις σωστές επαφές και ξέρει ποιον να γοητεύσει, έχει βάλει ακόμη και τις αδερφές του να δουλεύουν αξιοπρεπώς βγάζοντας χρήματα γράφοντας βιβλία για παιδιά. Τελικά, τον εγκαταλείπει καθώς δεν αποδέχεται τα άκαμπτα υψηλά πρότυπα του συζύγου της και τη συνακόλουθη φτώχεια. [3]

Η οικογένεια Γιουλ περιλαμβάνει τους δύο θείους της Έιμι - τον Τζον, έναν πλούσιο ανάπηρο, και τον Άλφρεντ, έναν κριτικό - και την κόρη του Άλφρεντ, την έξυπνη και στοχαστική Μάριαν. Η φιλία που αναπτύσσεται ανάμεσα στις αδερφές του Μιλβέιν, που μετακομίζουν στο Λονδίνο μετά το θάνατο της μητέρας τους, με τη Μάριαν, της δίνει την ευκαιρία να γνωρίσει και να ερωτευτεί τον Μιλβέιν. Αν και ο Μιλβέιν θαυμάζει το πνεύμα και τη δύναμη της προσωπικότητας της Μάριαν, το απαραίτητο στοιχείο (σύμφωνα με τον ίδιο) για τον γάμο λείπει: τα χρήματα. Το να παντρευτεί μια πλούσια γυναίκα, άλλωστε, είναι ο πιο βολικός τρόπος για να επιταχύνει την καριέρα του, άλλωστε υποτιμά τον έρωτα στον γάμο. Τελικά, ο επαρκής λόγος για τον αρραβώνα τους παρέχεται από μια κληρονομιά 5.000 λιρών που άφησε στη Μάριαν ο θείος της Τζον.

Ωστόσο, ο αρραβώνας τους ανατρέπει απροσδόκητα την καριέρα του όταν ο Φατζ, εκδότης της εφημερίδας που εργάζεται ο Μιλβέιν, μαθαίνει τα νέα. Ο Φατζ και ο πατέρας της Μαριάν, Άλφρεντ Γιουλ, είχαν εμπλακεί σε μια έντονη διαμάχη για συκοφαντική δυσφήμιση που εκτόξευσε εναντίον της εφημερίδας ο Γιουλ πριν χρόνια. Ο Γιουλ επίσης αρνείται να επιτρέψει στη Μαριάν να παντρευτεί τον Μιλβέιν. Η Μαριάν αποφασίζει να αγνοήσει τον πατέρα της. Ωστόσο, ο Γιουλ αρχίζει να τυφλώνεται και τα ιατρικά έξοδα μειώνουν την κληρονομιά της Μαριάν, η οποία αναγκάζεται να εργαστεί για να βοηθήσει τον άρρωστο πατέρα της. Ο αρραβώνας διαλύεται.

Ο Μιλβέιν έχει ήδη εντοπίσει έναν πιο επιθυμητό στόχο για γάμο: την εξαδέλφη της Μαριάν, την Έιμι Ρίρντον. Η φτώχεια και η κακή υγεία του Έντουιν Ρίρντον κορυφώνονται με τον θάνατό του μετά από μια σύντομη συμφιλίωση με τη σύζυγό του. Ο Μιλβέιν μαθαίνει ότι η Έιμι έλαβε 10.000 λίρες κληρονομιά από τον θείο της Τζον. Επιπλέον, η ομορφιά και η γοητεία της συμπληρώνουν τον πλούτο της και μπορούν να ωφελήσουν έναν άνδρα στις κοινωνικές εκδηλώσεις που είναι ευεργετικές για την καριέρα του. Τελικά η Έιμι και ο Μιλβέιν παντρεύονται.[4]

Ωστόσο, όπως αποκαλύπτει στο τέλος ο αφηγητής, ο Μιλβέιν, λέγεται, έχει παντρευτεί τη γυναίκα που αγαπά, αν και ο αφηγητής δεν το δηλώνει ποτέ ως γεγονός, απλώς το αναφέρει ως κάτι που άλλοι είπαν για τον δημοσιογράφο. Στην πραγματικότητα, καθώς τελειώνει το βιβλίο, ο αναγνώστης αφήνεται να αναρωτηθεί εάν ο Μιλβέιν αισθάνεται ντροπή για τη σκληρότητα με την οποία φέρθηκε στη Μάριαν.

Μετάφραση στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Οι κονδυλοφόροι, μετάφραση: Βασίλης Καλλιπολίτης, εκδόσεις Εξάντας, 1994 [5]