Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε
ΣκηνοθεσίαΜάριο Μονιτσέλι
ΠαραγωγήΜάριο Τσέκι Γκόρι
ΣενάριοΑτζένορε Ινκρότσι
Φούριο Σκαρπέλι
Μάριο Μονιτσέλι
ΠρωταγωνιστέςΒιτόριο Γκάσμαν
Τζιάν Μαρία Βολοντέ
Κάθριν Σπακ
Κάρλο Πιζακάνε
ΜουσικήΚάρλο Ρουστικέλι
ΦωτογραφίαΚάρλο Ντι Πάλμα
ΜοντάζΡουτζέρο Μαστρογιάννι
ΕνδυματολόγοςΠιέρο Γκεράρντι
ΔιανομήTitanus
Πρώτη προβολήCountry flag 7/4 /1966
Κυκλοφορία1966
Διάρκεια116 λεπτά
ΠροέλευσηΙταλία
ΓλώσσαΙταλικά
ΈπεταιΟ Μπρανκαλεόνε σταυροφόρος
Ο Βιτόριο Γκάσμαν σε σκηνή από την ταινία

Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε (πρωτότυπος τίτλος L'armata Brancaleone) είναι κωμωδία παραγωγής 1966 σε σκηνοθεσία Μάριο Μονιτσέλι. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Βιτόριο Γκάσμαν, Κατρίν Σπάακ και Τζιάν Μαρία Βολοντέ. Το σενάριο της ταινίας γράφτηκε από τον ίδιο τον Μονιτσέλι σε συνεργασία με το δίδυμο Έιτζ και Σκαρπέλι. Η ταινία συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών[1].

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία μας μεταφέρει στον Μεσαίωνα, στην σκοταδιστική Ιταλία του 11ου αιώνα, ο Μπρανκαλεόνε Ντα Νόρτσα (Βιτόριο Γκάσμαν), γόνος μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας, ηγείται μιας ομάδας εξαθλιωμένων ανδρών (του γέρου συμβολαιογράφου Αμπακούκ (Κάρλο Πιζακάνε), του σωματώδους Πέκορο (Φόλκο Λούλι), του μικρού Τακόνε (Τζανλουίτζι Κρεσέντσι) και του Μάνγκολντ (Ούγκο Φανγκαρέτζι). Ο Μπρανκαλεόνε που είναι ένας άνδρας με ήθος, καλούς τρόπους και τρομερή ρητορική ικανότητα οδηγεί την ομάδα του σε μια σειρά από περιπέτειες ξεκινώντας από την κατάκτηση του φέουδου Αουροκάστρο. Στο δρόμο τους πρόκειται να αντιμετωπίσουν την πανούκλα, μια φιλήδονη χήρα, μια παρθένο και Σαρακηνούς Πειρατές. Στην ομάδα τους πρόκειται να προσαρτηθεί και ένας Βυζαντινός πρίγκιπας, ο Τεοφιλάτο Ντέι Λεόντσι (Τζιάν Μαρία Βολοντέ).

Πληροφορίες παραγωγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κωμωδία αυτή του Μάριο Μονιτσέλι έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως το αριστούργημά του. Το σενάριο της ταινίας έγραψε ο Μονιτσέλι σε συνεργασία με τους Ατζενόρε Ινκρότσι και Φούριο Σκαρπέλι, οι οποίοι εμπνεύστηκαν το στοιχείο της ταινίας που την κατέστησε μεγαλοφυή, τη χρήση δηλαδή μιας φανταστικής ιταλικής γλώσσας του Μεσαίωνα, η οποία δανείστηκε στοιχεία από τη λαϊκή και τη λόγια λατινική γλώσσα, καθώς και από τις διάφορες ιταλικές διαλέκτους. Σημαντική επίσης η φωτογραφία του Κάρλο Ντι Πάλμα που χαρίζει μερικές αξέχαστες σκηνές της ταινίας, όπως εκείνη στην οποία ο ήρωας με τη συνοδεία του εμφανίζονται στην Αριστοκρατική Αυλή των Λεόντσι. Η ταινία παρουσιάζει ομοιότητες με το Ο κλέψας του κλέψαντος (I Soliti Ignoti, 1958), προγενέστερη και άκρως επιτυχημένη ταινία του σκηνοθέτη, όσον αφορά το αντικείμενο και τους χαρακτήρες που τη συνθέτουν. Ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε επίσης τη δημιουργία της ταινίας παρακολουθώντας τους εργάτες να δουλεύουν στα παρασκήνια μιας ταινίας με τίτλο Donne E Soldati που γυριζόταν στην Τσινετσιτά το 1955 και δεν έτυχε ευρείας προβολής. Άλλες πηγές έμπνευσης ήταν το Ο σωματοφύλακας (Yojimbo, 1961) του Ακίρα Κουροσάβα και το Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης (Francesco, giullare di Dio, 1950) του Ρομπέρτο Ροσελίνι[2]. Ενώ η ταινία αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την τριλογία του Δεκαήμερου του Πιερ Πάολο Παζολίνι.

Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του ιταλικού κινηματογράφου που μια ταινία είχε ως αντικείμενο τον ιταλικό μεσαίωνα με τρόπο ρεαλιστικό και μακριά από το ρομαντισμό και την εξιδανίκευση της περιόδου, όπως την παρουσιάζει η λογοτεχνία.

Διανομή ρόλων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιλογή του Τζιάν Μαρία Βολοντέ για τον ρόλο του Τεοφιλάτο ντέι Λεόντσι έγινε από τον παραγωγό Μάριο Τσέκι Γκόρι. Ο Βολοντέ ήταν άκρως δημοφιλής εκείνην την περίοδο λόγω της συμμετοχής του στα σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, όπου ερμήνευε συνήθως τον ρόλο του κακού. Ο Μονιτσέλι όμως είχε γράψει τον ρόλο για τον Ραϊμόντο Βιανέλο και δεν έκρυψε την απογοήτευσή του σε κατοπινές συνεντεύξεις για την επιλογή του Βολοντέ. Στο ρόλο του Τζενόνε εμφανίζεται ο Ενρίκο Μαρία Σαλέρνο, ο οποίος παρακάλεσε τον Μονιτσέλι να του αναθέσει τον ρόλο αφού διάβασε το σενάριο.

Η Κατρίν Σπάακ ήταν είκοσι χρονών όταν γυρίστηκε η ταινία, δεν ήξερε ακόμη καλά ιταλικά και συνάντησε μεγάλες δυσκολίες για να ερμηνεύσει το ρόλο της.

Διανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την προώθηση της ταινίας όλες οι κινηματογραφικές αίθουσες της Ρώμης γέμισαν με αφίσες από πλαστικό στις οποίες ήταν χαραγμένη η μορφή του Μπρανκαλεόνε, οι οποίες εξαφανίστηκαν μερικές μέρες μετά την πρεμιέρα. Η ταινία έκανε τεράστια παγκόσμια επιτυχία, συμμετείχε στο φεστιβάλ των Καννών την ίδια χρονιά κι έπειτα προβλήθηκε στη Γερμανία το 1968 και στην Ισπανία το 1983[3].

Σίκουελ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιτυχία της ταινίας είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός σίκουελ με τίτλο Ο Μπρανκαλεόνε σταυροφόρος (Brancaleone alle crociate) το 1970.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Official Selection 1966» (στα Αγγλικά). festival-cannes.fr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2011. 
  2. Dizionario dei Film 1996, a cura di Paolo Mereghetti, Baldini & Castoldi, Milano, 1996.
  3. «Date di uscita per L'armata Brancaleone (1966)». IMDb. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2016. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]