Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νουντλς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τα νουντλς (noodles) είναι βασική τροφή σε πολλούς πολιτισμούς. Είναι κατασκευασμένα από ζυμάρι που δεν περιέχει διογκωτικές ύλες και γίνεται επίπεδο και κόβεται σε μία από τις ποικίλες μορφές. Παρασκευάζονται κυρίως από αλεύρι ρυζιού και σταριού, ενώ υπάρχουν κάποια είδη νουντλς που παρασκευάζονται από φασόλια. Προστίθενται επίσης αυγά και άλλα δημητριακά, προκειμένου να δώσουν διαφορετικό χρώμα ή γεύση. Ενώ οι μακριές, λεπτές λωρίδες είναι οι πιο συνηθισμένες, πολλές ποικιλίες νουντλς κόβονται σε κύματα, έλικες, σωλήνες, χορδές ή κελύφη ή αναδιπλώνονται ή κόβονται σε άλλα σχήματα. Τα νουντλς συνήθως μαγειρεύονται σε βραστό νερό, μερικές φορές με λάδι ή αλάτι. Τηγανίζονται συχνά σε πολύ λάδι. Σερβίρονται συχνά με συνοδευτική σάλτσα ή σε σούπα. Τα νουντλς μπορούν να ψύχονται για βραχυπρόθεσμη αποθήκευση ή να ξηραίνονται και να αποθηκεύονται για μελλοντική χρήση.Τα υλικά ή η προέλευση πρέπει να διευκρινίζονται όταν γίνεται συζήτηση για αυτά τα ζυμαρικά. Η λέξη προέρχεται από τη γερμανική λέξη Nudel.[1]

Είναι τροφή φυτικής προέλευσης και προσφέρουν σημαντικές θρεπτικές ουσίες στον οργανισμό.

Τα νουντλς πρωτοεμφανίστηκαν στη Βόρεια Κίνα την περίοδο της δυναστείας του Χαν (206 π.Χ – 220 π.Χ), την εποχή που οι Κινέζοι μάθαιναν τεχνικές για την μαζική παραγωγή αλευριού. Η παλαιότερη ιστορική αναφορά των νούντλς εμφανίζεται σε ένα λεξικό από τον τρίτο αιώνα π.Χ στην Κίνα.Το φαγητό αυτό έγινε δημοφιλές και εξαπλώθηκε στην Ανατολική Ασία, ιδιαίτερα στην Ιαπωνία (η χώρα που θεωρείται ότι καταναλώνει τα περισσότερα νούντλς στον κόσμο), στην Κορέα, Ταϊλάνδη και Βιετνάμ.[2]

Σούπα Νούντλς

Τα πρώτα κινέζικα νουντλς, όμως, δεν εμφανίζονται ως λωρίδες ζύμης - μορφοποιήθηκαν σε μικρά κομμάτια, σχηματιζόμενα από ζύμη ψωμιού, και ρίχνονται σε ένα γουόκ (wok) με βραστό νερό. Αυτό το είδος νουντλς, που ονομάζεται μιάν πιάν, εξακολουθεί να καταναλώνεται στην Κίνα.[2]

Μια άλλη πρώιμη αναφορά των νουντλς έχει εντοπιστεί στο Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ, που χρονολογείται από τον 5ο αιώνα μ.Χ., και ονομάστηκε ίτριουμ. Αρκετούς αιώνες αργότερα, ένα ζυμαρικό που ονομάζεται ίτριουμ από σιμιγδάλι που στεγνώνεται πριν από το μαγείρεμα, περιγράφεται από Σύριους γιατρούς.[2]