Νίκος Σακκάς - Μοράβας
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Αυτό το λήμμα χρειάζεται μορφοποίηση ώστε να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές μορφοποίησης της Βικιπαίδειας. |
Ο Νίκος Σακκάς (ψευδώνυμο Μοράβας) (1917 - 1997) ήταν αντιστασιακός ενταγμένος στον έφιππο ουλαμό του ΕΛΑΣ (μαυροσκούφηδες). Μετά τις φυλακίσεις και τις διώξεις διατέλεσε φούρναρης στην Υπάτη, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Νίκος Σακκάς γεννήθηκε στην Υπάτη το 1917 ο πατέρας του Δημήτριος Σακκάς και η μητέρα του Πολυξένη το γένος Σφήκα, η οποία πέθανε από κοιλιακό τύφο τον ίδιο χρόνο όταν ο Νίκος και ο δίδυμος αδελφός του Θόδωρος ήταν μόλις έξι μηνών. Τον πρώτο καιρό φροντίζουν τα δύο βρέφη οι αδελφές της Πολυξένης. Τον Νίκο η Μαριγώ Μακροπούλου – Σφήκα και τον Θόδωρο η Ειρήνη Ζωμένου – Σφήκα. Σε ηλικία οκτώ ετών πιάνει δουλειά στο αρτοποιείο Σταματόπουλου στη Λαμία, το οποίο ήταν και ο χώρος διαβίωσής του. Να σημειωθεί ότι δεν πήγε στο σχολείο και ήταν αγράμματος. Στο μεταξύ ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται και έτσι αποκτά δύο ετεροθαλή αδέλφια τον Ευάγγελο Σακκά και τη Μαρία Λαϊνά – Σακκά. Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στα στρατιωτικά αρτοποιεία Λάρισας, εκεί τον βρίσκει ο πόλεμος του 1940. Με την κατάρρευση του μετώπου το 1941 απολύεται και επιστρέφει στη Λαμία και στην Υπάτη. Τον Απρίλη του 1942 μια μικρή ομάδα ενόπλων υπό τον Άρη Βελουχιώτη και τον Γιώργο Χουλιάρα – Περικλή φθάνουν στην Υπάτη. Στόχος αυτών των επαφών σε όλη την περιοχή ήταν η οργάνωση του αγώνα και η στρατολόγηση ανταρτών. Ο Νίκος Σακκάς εντάσσεται στην Αντίσταση και στη συνέχεια στο επίλεκτο σώμα των «μαυροσκούφηδων», δίπλα στον αρχικαπετάνιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη. Στις 24 Μάη 1942 ο Νίκος Σακκάς πηγαίνει στη συνάντηση στην καλύβα του Στεφανή στη Σπερχειάδα (καλύβα του Μαστροκώστα όπως έλεγε ο ίδιος) και την επομένη ξεκινούν για το βουνό. Πιθανολογείται ότι λίγο αργότερα αποκτά το ψευδώνυμο «Μοράβας» . «Νονός», ενδέχεται να ήταν ο Άρης καθώς σύμφωνα με μαρτυρίες είχε ονοματοδοτήσει και άλλους αντάρτες. Το Νοέμβρη του 1942 ήταν ένας από τους 150 αντάρτες του ΕΛΑΣ, που συμμετείχαν στην επιχείρηση ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου, ως μέλος μίας εκ των ομάδων εξουδετέρωσης των φρουρών της γέφυρας. Μετά το Γοργοπόταμο ακολουθεί τον Άρη σε χωριά της Φωκίδας, χωριά της περιοχής Υπάτης και της Φθιώτιδας. Καταλήγει στην Ευρυτανία και το Δεκέμβρη παίρνει μέρος στη μάχη με τους Ιταλούς στο Μικρό Χωριό. Έπεται η πορεία στην Ήπειρο για τις συναντήσεις του Άρη με το Ζέρβα και στη συνέχεια αρχές του 1943 μέσω Θεσσαλίας επιστρέφει στη Ρούμελη. Το Φεβρουάριο είναι μέλος της μικρής ομάδας που ξεκινά από το Μαυρολιθάρι και συνοδεύει τον Άρη έως τη Βοιωτία κατά την επίσκεψή του για συνομιλίες με την ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην Αθήνα (Χαριτόπουλος, 1997, σ.275). Με αρχικό πυρήνα την προαναφερθείσα ομάδα, τον Απρίλη του 1943 ο Άρης συγκροτεί τον έφιππο ουλαμό των «μαυροσκούφηδων», ως προσωπική φρουρά για τις ανάγκες των μετακινήσεων. Ο Μοράβας ήταν ένας από τους επιλεγέντες για το παραπάνω σώμα. Ως μέλος του έφιππου ουλαμού ακολούθησε παντού τον Άρη και πήρε μέρος σε όλες της μάχες που έδωσε το συγκεκριμένο σώμα. Εκτός από τις περιπτώσεις που του είχε ανατεθεί κάποια άλλη αποστολή. Μετά την επιστροφή του Άρη από τις συνομιλίες στην Αθήνα, αρχίζουν οι συνεχείς μετακινήσεις σε δεκάδες χωριά της Βοιωτίας, Φωκίδας, Δυτικής Στερεάς, μεσολαβεί η απελευθέρωση του Καρπενησίου και στη συνέχεια βρίσκονται εκ νέου στη Φωκίδα και στα ορεινά χωριά της Υπάτης. Τον Αύγουστο του 1943 πορεύεται και πάλι στην Ήπειρο (Τζουμέρκα, Μέτσοβο) και στα μέσα του μηνός βρίσκεται στο Περτούλι. Από τα τέλη του Αυγούστου 1943 έως τα μέσα Νοέμβρη ο Μοράβας συνοδεύει τον «Πάτερ Ανυπόμονο» και τον Ιωακείμ Κοζάνης, σε ένα «κηρυγματικό οδοιπορικό» σε δεκάδες χωριά της Θεσσαλίας και Δυτικής Μακεδονίας, ξεκινώντας από το Περτούλι, που ήταν η έδρα του Γενικού Στρατηγείου και φθάνοντας έως τα Πιέρια Όρη. Η περιοδεία αυτή όπως και άλλες, έγινε κατόπιν προτροπής του Άρη, ο οποίος πίστευε ότι ο «αντιστασιακός λόγος» των ιερέων, λόγω ιδιότητας, είχε πολύ μεγαλύτερη απήχηση στους κατοίκους των χωριών, από εκείνον των καπεταναίων (Πάτερ Ανυπόμονος, 2004,σ.193). Τον Γενάρη του 1944 βρίσκεται στην Ευρυτανία και ακολούθως στην Ήπειρο (Τετράκωμο, Άραχθος, Πλάκα). Επιστρέφει στην Ευρυτανία έπονται η Φθιώτιδα, η Φωκίδα, τα ορεινά χωριά της Υπάτης και πάλι η Φωκίδα. Στις 22 Απρίλη του ΄44 περνά στην Πελοπόννησο (Αιγιαλεία), παίρνει μέρος σε όλες σχεδόν τις μάχες που δόθηκαν με Γερμανούς και συνεργάτες τους σε διάφορες περιοχές και ο Σεπτέμβρης του ΄44 τον βρίσκει στην Καλαμάτα. Στις 16 Οκτώβρη ο Άρης και οι μαυροσκούφηδες διαπλέουν τον Κορινθιακό αποβιβάζονται στην Ιτέα και εν συνεχεία μπαίνουν στην ελεύθερη Άμφισσα. Στις 20 του μήνα κατευθύνονται στη Λαμία, όπου ακολουθεί θριαμβευτική είσοδος και υποδοχή από τον λαό της πόλης. Η απελευθέρωση της Λαμίας ουσιαστικά σηματοδοτεί και το τέλος της αντιστασιακής δράσης του Νίκου Σακκά – Μοράβα. Από τη δράση του αυτή κληρονόμησε σχεδόν μια δεκάδα τραυμάτων, τρία εκ των οποίων (δύο στη μέση και ένα στην επιγονατίδα) ήταν τα πλέον σοβαρά. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν ήταν ραγδαίες. Τα Δεκεμβριανά, η μάχη της Αθήνας, οι πρώτες διώξεις των αντιστασιακών και η συμφωνία της Βάρκιζας (παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ), καθιστούν την προηγηθείσα αντιστασιακή δράση του «ποινικά κολάσιμη». Η συμφωνία της Βάρκιζας τον Φλεβάρη του ΄45 βρίσκει το Μοράβα στα Τρίκαλα. Μετά την παράδοση των όπλων ο Άρης αντιλαμβανόμενος την ρευστότητα της κατάστασης ενδιαφέρεται για την ασφάλεια των αφοσιωμένων συναγωνιστών του. Προκειμένου να προφυλάξει τους περισσότερο εκτεθειμένους αγωνιστές από τις παρακρατικές ομάδες, τους προτρέπει να καταφύγουν σε γειτονικές χώρες. Από τους πρώτους που αναχωρούν για τα βόρεια σύνορά είναι είκοσι μαυροσκούφηδες, μεταξύ αυτών και ο Μοράβας, οι οποίοι μεταφέρονται ένοπλοι με ένα κλειστό αυτοκίνητο στο Ξινό Νερό και από εκεί πεζεί και άοπλοι περνούν στη Γιουγκοσλαβία (Χαριτόπουλος, 2001, σ.489). Είναι Απρίλης του 1945. Λίγο μετά, ο Μοράβας εγκαθίσταται στο χωριό Μπούλκες κοντά στο Δούναβη. Εκεί παρέμεινε για ένα χρονικό διάστημα άγνωστης διάρκειας. Κατά την παραμονή του στη Γιουγκοσλαβία δούλεψε με μπριγάδα (ομάδα εργασίας) Ελλήνων στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Βελιγραδίου – Βοϊβοντίνας. Επιστρέφει στην Ελλάδα και πιθανώς το 1948 συλλαμβάνεται στο Νεοχωράκι Τυμφρηστού, οδηγείται στις φυλακές Λαμίας και εν συνεχεία στις φυλακές Αβέρωφ. Τα χρόνια που ακολούθησαν εξορίσθηκε στη Μακρόνησο και στη Ζάκυνθο, χωρίς να είναι γνωστές όλες οι χρονολογίες και η σειρά μεταγωγής του στους χώρους εγκλεισμού και στους τόπους εξορίας. Σύμφωνα με ενδείξεις στον ίδιο χώρο κράτησης βρέθηκε περισσότερες της μιας φοράς. Το 1953 απολύεται από την εξορία της Ζακύνθου, επιστρέφει στην Υπάτη και για ένα χρόνο περίπου εργάζεται στη Μονή Αγάθωνος ως αρτοποιός. Το 1954 παντρεύεται την Αργύρω Γκανά, με την οποία αποκτά τέσσερα παιδιά. Επίσης, τον ίδιο χρόνο ανοίγει φούρνο στην Υπάτη τον οποίο λειτουργούσε έως το 1984. Στις 6 Φεβρουαρίου 1986 με έγγραφο της Νομαρχίας Φθιώτιδας, που κυρώθηκε από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας η Πολιτεία αναγνώρισε επισήμως τον αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Νίκο Σακκά. Πιο συγκεκριμένα αναγνωρίσθηκε η αντιστασιακή του δράση μέσα από τις γραμμές των ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, για την περίοδο Απρίλιος του 1942 - 18η Οκτωβρίου 1944. Επίσης, λόγω των τραυμάτων που έφερε αναγνωρίσθηκε ως θύμα της Εθνικής Αντίστασης. Ο Νίκος Σακκάς - Μοράβας δεν υπήρξε ποτέ μέλος κόμματος. Από την πρώτη ημέρα της ένταξής του στην Αντίσταση έως το τέλος της ζωής του, ηθικά και συναισθηματικά, στάθηκε πιστός σύντροφος του Άρη Βελουχιώτη. Απεβίωσε στη Λαμία την 1η Δεκεμβρίου 1997 σε ηλικία 80 ετών. Κατά τις τελευταίες στιγμές του βρισκόταν δίπλα του ο σύντροφος και συναγωνιστής του «Πάτερ Ανυπόμονος».
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Υφαντής Γ. Δημήτρης, Νίκος Σακκάς – Μοράβας. Ένας Υπαταίος στον έφιππο ουλαμό του καπετάνιου Άρη, περιοδικό Υπάτη, τευχ. 55, Δεκέμβριος 2017, σσ.59-72
- Χαριτόπουλος Διονύσης, Άρης ο αρχηγός των ατάκτων, Ιστορική βιογραφία, τομ. Α΄, εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 1997.
- Χαριτόπουλος Διονύσης, Άρης ο αρχηγός των ατάκτων, Ιστορική βιογραφία, τομ. Β΄, εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 2001.