Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μαύρος λεμούριος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαύρος λεμούριος[1]
Θηλυκός μαύρος λεμούριος
Θηλυκός μαύρος λεμούριος
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Πρωτεύοντα (Primates)
Οικογένεια: Λεμουρίδες (Lemuridae)
Γένος: Ευλεμούριος (Eulemur)
Είδος: E. macaco
Διώνυμο
Eulemur macaco (Ευλεμούριος ο μακάκος)
(Linnaeus, 1766)
Συνώνυμα
  • leucomystax Bartlett, 1863
  • niger Schreber, 1775

Ο μαύρος λεμούριος (Eulemur macaco, Ευλεμούριος ο μακάκος) είναι είδος λεμούριου της οικογένειας των λεμουρίδων (Lemuridae). Όπως όλοι οι λεμούριοι, είναι ενδημικός στη Μαδαγασκάρη. Αρχικά πιστεύονταν ότι το είδος είχε δύο υποείδη,[3] το Eulemur macaco macaco και το Eulemur macaco flavifrons, όμως και τα δύο επανακατατάχθηκαν ως είδη από των Μιτερμάιερ και τους συνεργάτες τους το 2008, όντας πλέον ο Eulemur macaco - Ευλεμούριος ο μακάκος (μαύρος λεμούριος) και ο Eulemur flavifrons (λεμούριος του Σκλάτερ) αντίστοιχα.[3]

Ο λεμούριος του Σκλάτερ (E. flavifrons) έχει μπλέ μάτια, το μοναδικό πρωτεύον εκτός των ανθρώπων με αυτό το χαρακτηριστικό,[4] ενώ ο μαύρος λεμούριος έχει καφέ ή πορτοκαλί μάτια.[4][5]

Και τα δύο είδη ζουν στη νοτιοδυτική Μαδαγασκάρη. Ο μαύρος λεμούριος εμφανίζεται στα υγρά δάση της περιοχής Σαμπιράνο της Μαδαγασκάρης καθώς και στα γύρω νησιά.[4] Ο λεμούριος του Σκλάτερ περιορίζεται στη χερσόνησο Σαχαλαμάζα και τα διπλανά δάση.[4] Υπάρχουν αναφορές για υβριδισμό των δύο ειδών εκεί όπου υπερκαλύπτονται οι οικότοποί τους στο Ειδικό Καταφύγιο Μανονγκαρίβο.[6]

Ο μαύρος λεμούριος έχει μήκος 90 με 110 cm, από τα οποία 51-65 cm είναι το μήκος της ουράς.[4] Η μάζα σώματός τους τυπικά κυμαίνεται από 1,8 έως 2,0 kg.[4]

Ο μαύρος λεμούριος εμφανίζει σεξουαλικό διμορφισμό ως προς το χρώμα του. Τα αρσενικά έχουν μαύρη ή σκούρα σοκολατί γούνα, ενώ τα θηλυκά πιο ανοιχτή καφέ, εν γένει μέτρια καφέ, καστανή ή ακόμα και πορτοκαλί-καφέ γούνα.[4] Τα αρσενικά έχουν μεγάλες μαύρες τούφες στα αυτιά ενώ τα θηλυκά μεγάλες άσπρες.

Άλλα είδη του γένους Ευλεμούριος που εμφανίζονται στο εύρος του μαύρου λεμούριου (εκτός από τον λεμούριο του Σκλάτερ) είναι ο κοινός καφέ λεμούριος, E. fulvus, του οποίου το εύρος αλληλεπικαλύπτεται με του μαύρου λεμούριου στις νότιες και ανατολικές παρυφές του εύρους του,[4] και ο λεμούριος με κόκκινη κοιλιά, E. rubriventer, με τον οποίο εμφανίζονται μαζί στο Tsaratanana Massif.[6] Οι E. fulvus και E. rubriventer έχουν διαφορετικό χρωματισμό και δεν επιδεικνύουν τον ακραίο σεξουαλικό διμορφισμό του E. macaco, κάνοντας απίθανη τη σύγχυση του μαύρου λεμούριου με τα άλλα είδη.[4][6]

Ο μαύρος λεμούριος τρώει κατά κύριο λόγο φρούτα,[7] τα οποία αποτελούν το 78% περίπου της δίαιτάς του.[8] Άλλες τροφές περιλαμβάνουν λουλούδια, φύλλα, μανιτάρια, κάποια ασπόνδυλα και, ειδικότερα την ξηρή περίοδο, νέκταρ.[4]

Αρσενικός και θηλυκός μαύρος λεμούριος.

Ο μαύρος λεμούριος ζει και σε πρωτεύοντα και σε δευτερεύοντα δάση (αναγεννημένα δάση μετά από καταστροφή).[7] Είναι δραστήριος και την ημέρα και την νύχτα.[4] Αναζητά τροφή και στην άνω και στη μέση φυτοστοιβάδα, ειδικά την νύχτα, ενώ την ημέρα και στη βάση.[4] Σε υποβαθμισμένους οικότοπους αναζητά τροφή και στο έδαφος ενώ μπορεί να φάει ακόμα και χώμα.[4]

Ο μαύρος λεμούριος ζει σε ομάδες 2 έως 15 μελών, οι οποίες έχουν περίπου τον ίδιο αριθμό θηλυκών και αρσενικών.[4] Το μέσο μέγεθος των ομάδων είναι περίπου 10 άτομα,[9] Τα θηλυκά είναι κυρίαρχα και οι αψιμαχίες εντός της ομάδας είναι σπάνιες.[7]

Οι ομάδες έχουν περιοχές έκτασης 3,5 έως 7 εκταρίων,[9] ενώ αλληλεπικαλύπτονται αρκετά με άλλων ομάδων, και η πυκνότητα του πληθυσμού μπορεί να φτάσει τα 200 άτομα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.[7]

Η αναπαραγωγή γίνεται συνήθως τον Απρίλιο και τον Μάιο.[4] Κατά την περίοδο αναπαραγωγής ο ανταγωνισμός μεταξύ των αρσενικών αυξάνεται, ενώ τα αρσενικά κάποιες φορές περιφέρονται μεταξύ διάφορων ομάδων.[7] Μετά από εγκυμοσύνη περίπου 125 ημερών γεννιέται συνήθως ένα μικρό, στα τέλη Αυγούστου έως τις αρχές Οκτωβρίου.[4] Τα θηλυκά τυπικά γεννούν για πρώτη φορά σε ηλικία 2 ετών.[7]

  1. Groves, C. (2005). Wilson, D. E.· Reeder, D. M, επιμ. Mammal Species of the World (3η έκδοση). Baltimore: Johns Hopkins University Press. σελ. 115. ISBN 0-801-88221-4. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουνίου 2010. Ανακτήθηκε στις 31 Αυγούστου 2010. 
  2. Andrainarivo, C., Andriaholinirina, V. N., Feistner, A., Felix, T., Ganzhorn, J., Garbutt, N., Golden, C., Konstant, B., Louis Jr., E., Meyers, D., Mittermeier, R. A., Perieras, A., Princee, F., Rabarivola, J. C., Rakotosamimanana, B., Rasamimanana, H., Ratsimbazafy, J., Raveloarinoro, G., Razafimanantsoa, A., Rumpler, Y., Schwitzer, C., Sussman, R., Thalmann, U., Wilmé, L. & Wright, P. (2008). Eulemur macaco. 2008 IUCN Red List of Threatened Species. IUCN 2008. Ανακτήθηκε 2009-01-01.
  3. 3,0 3,1 Mittermeier, R. A. (2008). «Lemur Diversity in Madagascar». International Journal of Primatology 29: 1607–1656. doi:10.1007/s10764-008-9317-y. 
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 4,12 4,13 4,14 4,15 Nick Garbutt (2007). Mammals of Madagascar. σελίδες 166–170. ISBN 978-0-300-12550-4. 
  5. Noel Rowe (1996). The Pictorial Guide to the Living Primates. σελίδες 41–42. ISBN 0-9648825-0-7. 
  6. 6,0 6,1 6,2 Russell Mittermeier (2006). Lemurs of Madagascar (2η έκδοση). σελίδες 288–293. ISBN 1-881173-88-7. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 Robert W. Sussman (1999). Primate Ecology and Social Structure Volume 1: Lorises, Lemurs and Tarsiers. σελίδες 186–187. ISBN 0-536-02256-9. 
  8. Rakotosamimanana, Berthe· Hanta Rasamimanana (1999). New Directions in Lemur Studies. Springer. ISBN 0306461870. 
  9. 9,0 9,1 Lisa Gould· Michelle Sauther (2007). «Lemuriformes». Στο: Christina J. Campbell· Agustin Fuentes· Katherine C. MacKinnon· Melissa Panger· Simon K. Bearder. Primates in Perspective. σελ. 53. ISBN 978-0-19-517133-4.