Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ματίας Βέκμαν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ματίας Βέκμαν
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Matthias Weckmann (Γερμανικά)
Γέννηση1619[1][2][3]
Νίντερντορλα
Θάνατος24  Φεβρουαρίου 1674[4][5]
Αμβούργο
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυνθέτης
οργανίστας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ματίας Βέκμαν (Matthias Weckmann, Νίντερντορλα 6 Δεκεμβρίου 1616; – Αμβούργο 24 Φεβρουαρίου 1674) ήταν Γερμανός συνθέτης και οργανίστας της Μπαρόκ περιόδου.

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βέκμαν γεννήθηκε το 1616 στο Νίντερντορλα της Θουριγγίας. Ήταν γιος του Γιάκομπους Βέκμαν, αρχικά δασκάλου και οργανίστα -κατόπιν ιερέα- στο Όπερσχάουζεν. Πήρε μαθήματα μουσικής στη Δρέσδη, όπου υπήρξε χορωδός και μέλος της Αυλής της Σαξονίας (1628-30), υπό τη διεύθυνση του διάσημου Χ. Σίτς, του οποίου υπήρξε από τους σημαντικότερους μαθητές.[6] Στη συνέχεια, ο ίδιος ο Σιτς πήγε τον Βέκμαν στο Αμβούργο (1633), για να σπουδάσει με τον φημισμένο οργανίστα Γ. Πρετόριους (Jacob Praetorius) στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου (Petrikirche), με υποτροφία που χορηγήθηκε από τον Εκλέκτορα Johann Georg Ι της Σαξονίας. Εκεί, ο Βέκμαν συνάντησε και τον οργανίστα της Εκκλησίας της Αγ. Αικατερίνης, Χ. Σάιντεμαν (Heinrich Scheidemann).[7]

Το 1636 η 1637, έγινε οργανίστας στην Εκλεκτορική Αυλή της Σαξονίας, στη Δρέσδη. Το 1639, ταξίδεψε με τον Σιτς στην Κοπεγχάγη, για σύντομη επίσκεψη στη Βασιλική Δανική Αυλή. Επέστρεψε στη Δανία, το 1643, ως προσκεκλημένος του πρίγκηπα Χριστιανού στην Αυλή του Nykøbing, αλλά ο πρίγκηπας πέθανε το 1647, οπότε ο Βέκμαν επέστρεψε στο πόστο του στη Δρέσδη. Το 1648 νυμφεύθηκε την Ρ. Μπέουτε, κόρη λαουτίστα, στο Λίμπεκ. Κάπου μεταξύ 1649 και 1655, συναντήθηκε με τον Φρόμπεργκερ κατά τη διάρκεια ενός μουσικού διαγωνισμού που διοργανώθηκε από το Εκλεκτοράτο. Από τότε έγιναν στενοί φίλοι και αλληλογραφούσαν μεταξύ τους. Το 1655, μετά από διαγωνισμό, ονομάστηκε επίτιμος οργανίστας στην εκκλησία του Αγίου Ιακώβου (Jakobkirche) στο Αμβούργο και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του εκεί. Ωστόσο, δεν φαίνεται να διέκοψε τις επαφές του με τη Δρέσδη, καθώς οι γιοι του Χανς Γκέοργκ και Γιάκομπ σπούδαζαν με χρήματα του εκλέκτορα της Σαξονίας στο γειτονικό Βίτενμπεργκ. Στο Αμβούργο, ίδρυσε το διάσημο ορχηστρικό σύνολο Collegium Musicum. Αυτή ήταν η πιο παραγωγική περίοδος της ζωής του: μεταξύ των συνθέσεών του υπάρχει μια συλλογή του 1663, που αναφέρεται στη φοβερή πανούκλα που σκότωσε την πρώτη σύζυγό του και πολλούς συναδέλφους του στο Αμβούργο εκείνο το έτος, συμπεριλαμβανομένου του Σάιντεμαν.[8] Επίσης, στην Εκκλησία της Αγ. Αικατερίνης, συνάντησε τον περίφημο Ράινκεν, πιθανόν και τον Μπουξτεχούντε. Έχασε τη σύζυγό του το 1665, αλλά νυμφεύθηκε ξανά το 1669. Συνολικά, από τους δύο γάμους του, απέκτησε 11 (8 συν 3) παιδιά. Μάλιστα, ένας από τους γιους του, ο Γιάκομπ, έγινε και αυτός μουσικός –οργανίστας στη Λειψία.

Πέθανε, το 1674, στο Αμβούργο και ενταφιάστηκε σε οικογενειακό τάφο, κάτω από το εκκλησιαστικό όργανο της εκκλησίας του Αγίου Ιακώβου. Ο διάδοχός του στο πόστο, Χ. Φρις, νυμφεύθηκε τη δεύτερη σύζυγό του και ανέλαβε να διατηρήσει τις συνθέσεις του.[7]

Μουσική και μουσικολογικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βέκμαν εξοικειώθηκε με το ιταλικό στυλ κοντσερτάντε, πολυδιάστατο και μονοδιάστατο -διότι ο δάσκαλός του, Σιτς, ταξίδεψε στην Ιταλία όταν ήταν νέος και συναντήθηκε με τους Γκαμπριέλι και Μοντεβέρντι- καθώς και το ύφος των μαθητών τού Ολλανδού Γ. Σβέελινγκ (Jan Pieterzoon Sweelinck), μερικοί από τους οποίους είχαν εγκατασταθεί στο Αμβούργο. Συνέθεσε χορωδιακά πρελούδια και μουσική για το εκκλησιαστικό όργανο και το τσέμπαλο, η οποία συνδυάζει ιταλικές και γαλλικές επιρροές, διάφορες σονάτες για τρία ή τέσσερα όργανα, καθώς και ορχηστρική και φωνητική θρησκευτική μουσική (καντάτες, παραλλαγές, κ.ο.κ.[6]).

Στυλιστικά, ακολούθησε ως επί το πλείστον τις προοδευτικές τάσεις τού δασκάλου του, Σιτς, όπως το κοντσερτάντε ιδίωμα και την τάση αυξημένης χρήσης της χρωματικότητας, και της αντιστικτικής και θεματικής πολυπλοκότητας. Από αυτή την άποψη, έρχεται σε αντίθεση με τις επικρατούσες τάσεις της εποχής προς την απλούστευση, πολλές από τις οποίες μπορούν να φανούν στη μεταγενέστερη μουσική του Σίτς. Επίσης, σε πολλά από τα έργα του είναι εμφανής η επίδραση του Πρετόριους.[6] Ο Βέκμαν αποτελεί καλό παράδειγμα ενός συνθέτη, του οποίου τα έργα θα είχαν χαθεί εντελώς από την ιστορία, αν δεν υπήρχε το ενδιαφέρον του 19ου αιώνα, να ερευνηθούν οι συνθέτες που προηγήθηκαν τού Μπαχ. [εκκρεμεί παραπομπή] Γενικότερα, αξιοσημείωτη θεωρείται η συμβολή του στην εξέλιξη της μουσικής στη Β. και Κ. Γερμανία.[6]

  • 12 θρησκευτικά κοντσέρτα
  • 10 σονάτες για το Collegium Musicum του Αμβούργου
  • 30 συνθέσεις για εκκλησιαστικό όργανο ή πληκτροφόρα (τσέμπαλο, βίρτζιναλ, σπινέτο, κ.ο.κ), μεταξύ των οποίων κοράλ φαντασίες, σουίτες, τοκάτες, παραλλαγές, κ.α.)
  • 10 τραγούδια και σύντομες άριες
  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D.C.L (Oxford, 1880)
  • Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
  • Rob. Eitner, Biographisch-bibliographisches Quellen-LexiKon, on line
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα» (ΠΛΜ), έκδοση 1991, τόμος 13, σ. 411
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Eric Blom The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)