Μαρεσάλος
Εμφάνιση
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Μαρεσάλος (από τους πρωτογερμανικούς όρους maere "άλογο" + schalk "υπηρέτης", αργότερα εκλατινισμένο mar[i]scaldus, marescalus) αποτελούσε ανώτερο στρατιωτικό αξίωμα στα μεσαιωνικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης, από όπου προήλθε και ο σύγχρονος βαθμός του Στρατάρχη, που στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες αποδίδεται με παράγωγα του γαλλικού όρου.
Στα φραγκικά κράτη που ιδρύθηκαν στον ελληνικό χώρο, ο όρος αποδιδόταν συχνά (π.χ. στο Χρονικό του Μορέως) με τον βυζαντινό όρο «πρωτοστράτωρ» που έχει παρόμοια προέλευση (επιστάτης του βασιλικού σταύλου).