Η Μίρι είναι μια παραθαλάσσια πόλη στο βορειοανατολικό Σαράουακ της Μαλαισίας, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με το Μπρουνέι, στο νησί Βόρνεο. Η πόλη καλύπτει έκταση 997,43 τετραγωνικών χιλιομέτρων,[3] και βρίσκεται σε απόσταση 798 χιλιομέτρων βορειοανατολικά από το Κούτσινγκ[4] και 329 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Κότα Κιναμπάλου.[5] Η Μίρι είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του κρατιδίου του Σαράουακ,[6] με πληθυσμό 234.541 σύμφωνα με την απογραφή του 2010.[7] Η πόλη είναι επίσης η πρωτεύουσα της περιοχής Μίρι και του διαμερίσματος Μίρι.
Πριν από την ίδρυση της Μίρι, το Μαρούντι ήταν το διοικητικό κέντρο της βόρειας περιοχής του Σαράουακ. Η Μίρι ιδρύθηκε το 1910, όταν η Royal Dutch Shell έκανε την πρώτη γεώτρηση πετρελαίου. Η ανακάλυψη πετρελαίου στη Μίρι οδήγησε στην ταχεία ανάπτυξη της πόλης. Η Μίρι έγινε το διοικητικό κέντρο της βόρειας περιοχής του Σαράουακ το 1929. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι πετρελαιοπηγές της Μίρι καταστράφηκαν από την κυβέρνηση Μπρουκ για να σαμποτάρουν τις ιαπωνικές επιχειρήσεις στη Νοτιοανατολική Ασία αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η Μίρι ήταν το πρώτο σημείο απόβασης των ιαπωνικών στρατευμάτων στο Βόρνεο. Η επακόλουθη ιαπωνική κατοχή έκανε τη Μίρι στόχο των εναέριων επιδρομών των συμμάχων, οι οποίες προκάλεσαν την καταστροφή των εγκαταστάσεων διύλισης πετρελαίου στην πόλη. Η βιομηχανία πετρελαίου συνέχισε να είναι σημαντικός παράγοντας στην οικονομία της πόλης μετά τον πόλεμο. Η εξερεύνηση για πετρέλαιο μεταφέρθηκε στην ανοικτή θάλασσα από τη δεκαετία του 1950, αλλά αργότερα βρέθηκαν νέες πετρελαιοπηγές στο εσωτερικό το 1989 και το 2011. Το 1974 ο σχηματισμός της μαλαισιανής εταιρείας πετρελαίου και φυσικού αερίου, Petronas, οδήγησε στη συνεργασία μεταξύ Petronas και Shell για την έρευνα πετρελαίου στην περιοχή της Μίρι. Το 2005, η Μίρι έγινε η δέκατη πόλη στη Μαλαισία στην οποία αποδόθηκε το καθεστώς πόλης, η πρώτη πόλη που δεν είναι και πρωτεύουσα κρατιδίου που επωφελείται από το καθεστώς αυτό.
↑«Miri Council ... in Brief». Website of Miri City Council. Website of Miri City Council. 4 Σεπτεμβρίου 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Νοεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2014.