Κοινότητα πρακτικής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μία κοινότητα πρακτικής (Community of Practice - CoP) είναι μια ομάδα ανθρώπων που «μοιράζονται μια ανησυχία ή ένα πάθος για κάτι που κάνουν και μαθαίνουν πώς να το κάνουν καλύτερα, καθώς αλληλεπιδρούν τακτικά». [1] Η ιδέα προτάθηκε για πρώτη φορά από τη γνωστική ανθρωπολόγο Τζιν Λέιβ (Jean Lave) και τον θεωρητικό της εκπαίδευσης Έτιεν Βένγκερ (Etienne Wenger) στο βιβλίο τους Learning (Lave & Wenger 1991). Στη συνέχεια, ο Βένγκερ επέκτεινε σημαντικά την ιδέα αυτή στο βιβλίo Communities of Practice (Wenger 1998).

Μία κοινότητα πρακτικής μπορεί να εξελιχθεί φυσικά, λόγω του κοινού ενδιαφέροντος των μελών της σε έναν συγκεκριμένο τομέα ή περιοχή ή μπορεί να δημιουργηθεί σκόπιμα με στόχο την απόκτηση γνώσεων, ή την επίλυση δυσκολιών, που σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο πεδίο. Επίσης η κοινότητα πρακτικής αναπτύσσεται μέσω της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών και εμπειριών της ομάδας, όπου τα μέλη μαθαίνουν το ένα από το άλλο και έχουν την ευκαιρία να αναπτυχθούν προσωπικά και επαγγελματικά (Lave & Wenger 1991).

Οι κοινότητες πρακτικής μπορούν να δημιουργηθούν σε φυσικές συνθήκες, για παράδειγμα, σε μια αίθουσα μεσημεριανού γεύματος στη δουλειά, σε ένα εργοστάσιο ή σε οποιοδήποτε χώρο, ωστόσο τα μέλη τους δεν χρειάζεται να συστεγάζονται. Συνήθως δημιουργούν μια "εικονική κοινότητα πρακτικής" (VCoP) (Dubé, Bourhis & Jacob 2005) στο διαδίκτυο σε ομάδες συζητήσεων ή διάφορες συνομιλίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως το #musochat με επίκεντρο τη σύγχρονη κλασική μουσική παράσταση (Sheridan 2015). Μια "κοινότητα πρακτικής μέσω κινητών τηλεφώνων" (MCoP) (Kietzmann και άλλοι 2013), είναι όταν τα μέλη επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω κινητών τηλεφώνων και συμμετέχουν σε κοινοτική εργασία εν κινήσει.

Οι κοινότητες πρακτικής δεν είναι νέο φαινόμενο: αυτό το είδος μάθησης υπάρχει για όσο καιρό οι άνθρωποι μαθαίνουν και μοιράζονται τις εμπειρίες τους μέσω της αφήγησης. Η ιδέα έχει τις ρίζες της στον αμερικανικό πραγματισμό, ειδικά στην έννοια του CS Peirce για την «κοινότητα της έρευνας » (Shields 2003) , αλλά και στην αρχή του Τζον Ντιούι (John Dewey) για μάθηση μέσω της απασχόλησης (Wallace 2007) .

Επισκόπηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για τον Ετιέν Βένγκερ, η μάθηση είναι κεντρικής σημασίας για την ανθρώπινη ταυτότητα. Μια πρωταρχική εστίαση της πιο πρόσφατης εργασίας του Βένγκερ είναι η μάθηση ως κοινωνική συμμετοχή – το άτομο ως ενεργός συμμετέχων στις πρακτικές των κοινωνικών κοινοτήτων και στην κατασκευή της ταυτότητάς του μέσω αυτών των κοινοτήτων (Wenger, McDermott & Snyder 2002). Σε αυτό το πλαίσιο, μια κοινότητα πρακτικής είναι μια ομάδα ατόμων που συμμετέχουν σε κοινοτικές δραστηριότητες και βιώνουν/δημιουργούν συνεχώς την κοινή τους ταυτότητα μέσω της εμπλοκής και της συμβολής στις πρακτικές των κοινοτήτων τους.

Τα δομικά χαρακτηριστικά μιας κοινότητας πρακτικής επαναπροσδιορίζονται εκ νέου σε έναν τομέα γνώσης, μια έννοια κοινότητας και μια πρακτική:

  • Κλάδος γνώσης: ένας κλάδος γνώσης δημιουργεί κοινό έδαφος, εμπνέει τα μέλη να συμμετέχουν, καθοδηγεί τη μάθησή τους και δίνει νόημα στις πράξεις τους.
  • Κοινότητα: η έννοια της κοινότητας δημιουργεί τον κοινωνικό ιστό για αυτή τη μάθηση. Μια ισχυρή κοινότητα προάγει τις αλληλεπιδράσεις και ενθαρρύνει την προθυμία για ανταλλαγή ιδεών.
  • Πρακτική: ενώ ο κλάδος γνώσης παρέχει τη γενική περιοχή ενδιαφέροντος για την κοινότητα, η πρακτική είναι η συγκεκριμένη εστίαση γύρω από την οποία η κοινότητα αναπτύσσεται, μοιράζεται και διατηρεί τον πυρήνα της γνώσης της.

Σε πολλούς οργανισμούς, οι κοινότητες πρακτικής έχουν γίνει αναπόσπαστο μέρος της οργανωτικής δομής (McDermott & Archibald 2010). Αυτές οι κοινότητες αναλαμβάνουν καθήκοντα διαχείρισης γνώσης που παλαιότερα καλύπτονταν από πιο επίσημες οργανωτικές δομές. Σε ορισμένους οργανισμούς υπάρχουν τόσο επίσημες όσο και άτυπες κοινότητες πρακτικής. Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον στους οργανισμούς να ενθαρρύνουν, να υποστηρίζουν και να χορηγούν κοινότητες πρακτικής προκειμένου να επωφεληθούν από την κοινή γνώση που μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερη παραγωγικότητα (Wenger 2004). Οι κοινότητες πρακτικής θεωρούνται πλέον από πολλούς στο επιχειρηματικό περιβάλλον, ως μέσο για την απόκτηση της άρρητης γνώσης ή της τεχνογνωσίας που δεν διατυπώνεται τόσο εύκολα.

Μια σημαντική πτυχή και λειτουργία των κοινοτήτων πρακτικής είναι η αύξηση της απόδοσης του οργανισμού Lesser & Storck (2001, p. 836). Αναφέρονται τέσσερις τομείς της οργανωτικής απόδοσης που μπορούν να επηρεαστούν από τις κοινότητες πρακτικής:

  • Με τη μείωση της καμπύλης μάθησης των νέων εργαζομένων
  • Με την ταχύτερη ανταπόκριση στις ανάγκες και τα ερωτήματα των πελατών
  • Με τη μείωση της επανεπεξεργασίας και αποφυγή της «επανεφεύρεσης του τροχού»
  • Δημιουργία νέων ιδεών για προϊόντα και υπηρεσίες

Τύποι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε σύγκριση με λειτουργικές ομάδες ή ομάδες έργου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συνεργατικές ομάδες υλοποιούνται με διάφορους τρόπους. Μερικές είναι υπό οργανωτικό έλεγχο (π.χ. ομάδες, βλέπε παρακάτω) άλλες, όπως οι κοινότητες πρακτικής, είναι αυτοοργανωμένες ή υπό τον έλεγχο ατόμων. Για παραδείγματα συνεργατικών ομάδων και πως αυτές ποικίλλουν ως προς τη χρονική ή οριακή εστίασή τους και τη βάση των σχέσεων των μελών τους. Δείτε Kietzmann και άλλοι (2013) .

Μια ομάδα έργου διαφέρει από μια κοινότητα πρακτικής με πολλούς και σημαντικούς τρόπους (McDermott 1999) .

  • Μια ομάδα έργου καθοδηγείται από παραδοτέα με κοινούς στόχους, ορόσημα και αποτελέσματα.
  • Μια ομάδα έργου συνεδριάζει για να μοιραστεί και να ανταλλάξει πληροφορίες και εμπειρίες όπως ακριβώς κάνει η κοινότητα πρακτικής, αλλά η συμμετοχή στην ομάδα καθορίζεται μέσω συγκεκριμένων καθηκόντων των μελών της.
  • Μια ομάδα έργου συνήθως έχει ορίσει μέλη που παραμένουν σταθερά και συνεπή στους ρόλους τους κατά τη διάρκεια του έργου.
  • Μια ομάδα έργου διαλύεται μόλις ολοκληρωθεί η αποστολή της.

Σε αντίθεση με την κοινότητα πρακτικής όπου:

  • Συχνά δημιουργείται οργανικά μια κοινότητα πρακτικής, με τόσους στόχους όσα και τα μέλη αυτής της κοινότητας.
  • Η συμμετοχή στην κοινότητα ορίζεται από τη γνώση των μελών.
  • Τα μέλη της κοινότητας πρακτικής αλλάζουν και τα μέλη ενδέχεται να αναλάβουν νέους ρόλους εντός της κοινότητας καθώς προκύπτουν ενδιαφέροντα και ανάγκες.
  • Μια κοινότητα πρακτικής μπορεί να υπάρχει εφόσον τα μέλη πιστεύουν ότι έχουν κάτι να συνεισφέρουν σε αυτήν ή να κερδίσουν από αυτή.

Κοινότητες πρακτικής σε σύγκριση με τις κοινότητες ενδιαφέροντος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από τη διάκριση μεταξύ κοινότητας πρακτικής και άλλων τύπων οργανωτικών ομαδοποιήσεων που βρίσκονται στο χώρο εργασίας, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι χρήσιμο να διαφοροποιηθεί η κοινότητα πρακτικής από την κοινότητα ενδιαφέροντος (CoI).

Κοινότητα ενδιαφέροντος

  • Μια ομάδα ανθρώπων που ενδιαφέρονται να μοιραστούν πληροφορίες και να συζητήσουν ένα συγκεκριμένο θέμα που τους ενδιαφέρει.
  • Τα μέλη δεν είναι απαραίτητα ειδικοί ή επαγγελματίες του θέματος γύρω από το οποίο έχει διαμορφωθεί η κοινότητα ενδιαφέροντος.
  • Ο σκοπός της κοινότητας είναι να παρέχει ένα μέρος, όπου τα άτομα που μοιράζονται ένα κοινό ενδιαφέρον μπορούν να ανταλλάξουν πληροφορίες, να κάνουν ερωτήσεις και να εκφράσουν τις απόψεις τους για το θέμα.
  • Η συμμετοχή σε μία κοινότητα ενδιαφερόντων δεν εξαρτάται από την τεχνογνωσία των συμμετεχόντων – χρειάζεται μόνο να ενδιαφέρεται κανείς για το θέμα.

Κοινότητα πρακτικής

  • Μία κοινότητα πρακτικής, αντίθετα, είναι μια ομάδα ανθρώπων που δραστηριοποιούνται ενεργά σε ένα αντικείμενο.
  • Η συμμετοχή δεν είναι κατάλληλη για μη ασκούμενους.
  • Ο σκοπός μιας κοινότητας πρακτικής, όπως συζητήθηκε παραπάνω, είναι να παρέχει έναν τρόπο στους επαγγελματίες να μοιράζονται συμβουλές και βέλτιστες πρακτικές, να κάνουν ερωτήσεις στους συναδέλφους τους και να παρέχουν υποστήριξη ο ένας στον άλλο.
  • Η ιδιότητα του μέλους εξαρτάται από την τεχνογνωσία που διαθέτει, θα πρέπει να έχει κανείς τουλάχιστον κάποια πρόσφατη εμπειρία στην εκτέλεση του ρόλου ή του αντικειμένου της κοινότητας.

Οφέλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοινωνικό κεφάλαιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κοινωνικό κεφάλαιο αναφέρεται ως μία πολυδιάστατη έννοια, με δημόσιες και ιδιωτικές πτυχές (Bourdieu 1991). [2] Δηλαδή, το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να προσφέρει αξία τόσο στο άτομο όσο και στην ομάδα ως σύνολο. Μέσω άτυπων συνδέσεων που οι συμμετέχοντες οικοδομούν στην κοινότητα πρακτικής και στη διαδικασία ανταλλαγής της τεχνογνωσίας, στη διαδικασία μάθησης από άλλους και συμμετοχής στην ομάδα, τα μέλη αποκτούν κοινωνικό κεφάλαιο – ειδικά εκείνα τα μέλη που επιδεικνύουν τεχνογνωσία και εμπειρία.

Διαχείριση γνώσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Wasko & Faraj (2000) περιγράφουν τρία είδη γνώσης: «τη γνώση ως αντικείμενο», «τη γνώση ενσωματωμένη στα άτομα» και «τη γνώση η οποία είναι ενσωματωμένη σε μια κοινότητα». Οι Κοινότητες Πρακτικής έχουν συσχετιστεί με την εύρεση, την ανταλλαγή, τη μεταφορά και την αρχειοθέτηση γνώσης, καθώς και με τη δημιουργία ρητής «εξειδίκευσης» ή άρρητης γνώσης (tacit knowledge) Η άρρητη γνώση αναφέρεται στις πολύτιμες εμπειρίες που αποκτώνται, ωστόσο δεν μπορούν εύκολα να αποτυπωθούν, να κωδικοποιηθούν και να αποθηκευτούν (Davenport & Prusak 2000), βλέπε επίσης Hildreth & Kimble (2002)

Επειδή η διαχείριση γνώσης θεωρείται «πρωταρχικά ως πρόβλημα σύλληψης, οργάνωσης και ανάκτησης πληροφοριών, πρόκλησης εννοιών βάσεων δεδομένων, εγγράφων, γλωσσών ερωτημάτων και εξόρυξης δεδομένων» (Thomas, Kellogg & Erickson 2001), η κοινότητα της πρακτικής, συλλογικά και ατομικά, θεωρείται μια πλούσια πιθανή πηγή χρήσιμων πληροφοριών με τη μορφή πραγματικών εμπειριών που μπορούν να μετατραπούν σε βέλτιστες πρακτικές.

Έτσι, για τη διαχείριση γνώσης, μια κοινότητα πρακτικής είναι μια πηγή περιεχομένου και πλαισίου που, εάν κωδικοποιηθεί, τεκμηριωθεί και αρχειοθετηθεί, μπορεί να προσπελαστεί για μελλοντική χρήση.

Παράγοντες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα άτομα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μέλη των κοινοτήτων πρακτικής πιστεύεται ότι είναι περισσότερο αποτελεσματικοί αγωγοί πληροφοριών και εμπειριών. Ενώ οι οργανισμοί τείνουν να παρέχουν εγχειρίδια για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών των εργαζομένων τους, οι κοινότητες πρακτικής βοηθούν στην προώθηση της διαδικασίας αφήγησης μεταξύ των συμμετεχόντων, η οποία, με τη σειρά της, τους βοηθά να ενισχύσουν τις δεξιότητές τους στην εργασία (Seely Brown & Duguid 1991) .

Μελέτες έχουν δείξει ότι οι εργαζόμενοι ξοδεύουν το ένα τρίτο του χρόνου τους αναζητώντας πληροφορίες και είναι πέντε φορές πιο πιθανό να στραφούν σε έναν συνάδελφο παρά σε μια ρητή πηγή πληροφοριών (βιβλίο, εγχειρίδιο ή βάση δεδομένων) (Davenport & Prusak 2000). Εξοικονομείται χρόνος με τη συζήτηση με τα μέλη μιας κοινότητας. Τα μέλη της κοινότητας κατέχουν άρρητη γνώση, η οποία μπορεί να είναι δύσκολο να αποθηκευτεί και να ανακτηθεί. Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να μοιραστεί τον καλύτερο τρόπο χειρισμού μιας κατάστασης με βάση τις εμπειρίες του, κάτι που μπορεί να επιτρέψει στο άλλο άτομο να αποφύγει λάθη και να συντομεύσει την καμπύλη μάθησης του. Σε μία κοινότητα πρακτικής, τα μέλη μπορούν να συζητήσουν ανοιχτά και ανταλλάξουν ιδέες για ένα έργο, ανοίγοντας νέες δυνατότητες στην υλοποίσή του. Η ποικιλία των πληροφοριών που μοιράζονται και μαθαίνονται σε μία κοινότητα πρακτικής είναι απεριόριστη (Dalkir 2005). Ο Duguid (2005) διευκρινίζει τη διαφορά μεταξύ της άρρητης γνώσης ή «γνωρίζοντας πώς» και της ρητής γνώσης ή «γνωρίζοντας τι». Η βέλτιστη απόδοση σε μια δουλειά απαιτεί τη δυνατότητα μετατροπής της θεωρίας σε πράξη. Οι κοινότητες πρακτικής βοηθούν το άτομο να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ του να γνωρίζει τι και του να γνωρίζει πώς (Duguid 2005).

Ως μέλη κοινοτήτων πρακτικής, τα άτομα αναφέρουν αυξημένη επικοινωνία με ανθρώπους (επαγγελματίες, ενδιαφερόμενα μέρη, χομπίστες), λιγότερη εξάρτηση από τη γεωγραφική εγγύτητα και την ανάγκη δημιουργία νέας γνώσης (Ardichvilli, Page & Wentling 2003).

Κοινωνική παρουσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επικοινωνία με άλλους σε μια κοινότητα πρακτικής περιλαμβάνει τη δημιουργία κοινωνικής παρουσίας. Ο Chih-Hsiung Tu (Tu (2002) ορίζει την κοινωνική παρουσία ως τον βαθμό εξέχουσας σημασίας ενός άλλου ατόμου σε μια αλληλεπίδραση και τη συνακόλουθη εξέχουσα σημασία μιας διαπροσωπικής σχέσης» (σελ. 38). Πιστεύεται ότι η κοινωνική παρουσία επηρεάζει το πόσο πιθανό είναι ένα άτομο να συμμετάσχει σε ένα μία κοινότητα πρακτικής (ειδικά σε διαδικτυακά περιβάλλοντα και εικονικές κοινότητες πρακτικής ) (Tu 2002). Η διαχείριση μιας κοινότητας πρακτικής αντιμετωπίζει συχνά πολλά εμπόδια τα οποία δυσκολεύουν τα άτομα να συμμετάσχουν στην ανταλλαγή γνώσεων. Μερικοί από τους λόγους για αυτά τα εμπόδια είναι οι εγωισμοί και οι προσωπικές επιθέσεις, οι υπερβολικά απασχολημένες κοινότητες και οι χρονικοί περιορισμοί (Wasko & Faraj 2000).

Κίνητρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κίνητρο για την ανταλλαγή γνώσεων είναι κρίσιμο για την επιτυχία στις κοινότητες πρακτικής. Οι μελέτες δείχνουν ότι τα μέλη παρακινούνται να γίνουν ενεργοί συμμετέχοντες στην κοινότητα όταν θεωρούν τη γνώση ως προορισμένη για το δημόσιο καλό, ως ηθική υποχρέωση ή/και ως κοινοτικό συμφέρον (Ardichvilli, Page & Wentling 2003). Τα μέλη μιας κοινότητας πρακτικής μπορούν επίσης να παρακινηθούν να συμμετάσχουν χρησιμοποιώντας μεθόδους όπως απτές αποδόσεις (προαγωγή, αυξήσεις ή μπόνους), άυλες αποδόσεις (φήμη, αυτοεκτίμηση) και κοινοτικό ενδιαφέρον (ανταλλαγή γνώσεων σχετικά με την πρακτική, αλληλεπίδραση).

Συνεργασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συνεργασία είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της ευημερίας των κοινοτήτων πρακτικής. Η έρευνα έχει βρει ότι ορισμένοι παράγοντες μπορούν να υποδηλώνουν υψηλότερο επίπεδο συνεργασίας στην ανταλλαγή γνώσης σε ένα επιχειρηματικό δίκτυο (Sveiby & Simon 2002). Οι Sveiby και Simons διαπίστωσαν ότι οι πιο έμπειροι συνάδελφοι τείνουν να καλλιεργούν μια πιο συνεργατική κουλτούρα. Επιπρόσθετα, σημείωσαν ότι το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο ευνοεί τη συνεργασία μεταξύ των μελών μιας κοινότητας πρακτικής.

Καλλιέργεια επιτυχημένων κοινοτήτων πρακτικής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  Αυτό που κάνει μια κοινότητα πρακτικής να πετυχαίνει εξαρτάται από τον σκοπό και τον στόχο της κοινότητας καθώς και από τα ενδιαφέροντα και τους πόρους των μελών αυτής της κοινότητας. Ο Βένγκερ πρότεινε επτά ενέργειες που θα μπορούσαν να γίνουν προκειμένου να καλλιεργηθούν επιτυχημένες κοινότητες πρακτικής:

  1. Σχεδιάστε την κοινότητα ώστε να εξελίσσεται φυσικά: επειδή η φύση μιας κοινότητας πρακτικής είναι δυναμική, καθώς τα ενδιαφέροντα, οι στόχοι και τα μέλη υπόκεινται σε αλλαγές, τα φόρουμ θα πρέπει να σχεδιάζονται για να υποστηρίζουν αλλαγές στην εστίαση.
  2. Δημιουργήστε ευκαιρίες για ανοιχτό διάλογο εντός της κοινότητας αλλά και εκτός αυτής: ενώ τα μέλη και οι γνώσεις τους είναι ο πιο πολύτιμος πόρος της κοινότητας, είναι επίσης ωφέλιμο να κοιτάξετε έξω από αυτήν για να κατανοήσετε τις διαφορετικές δυνατότητες για την επίτευξη των μαθησιακών τους στόχων.
  3. Καλωσορίστε και επιτρέψτε διαφορετικά επίπεδα συμμετοχής: ο Βένγκερ προσδιορίζει τρία κύρια επίπεδα συμμετοχής. α) Η βασική ομάδα που συμμετέχει έντονα στην κοινότητα μέσω συζητήσεων και έργων. Αυτή η ομάδα συνήθως αναλαμβάνει ηγετικούς ρόλους στην καθοδήγηση της ομάδας β) Η ενεργή ομάδα που παρευρίσκεται και συμμετέχει τακτικά, αλλά όχι στο επίπεδο των ηγετών. γ) Η περιφερειακή ομάδα που, ενώ είναι παθητικοί συμμετέχοντες στην κοινότητα, εξακολουθούν να μαθαίνουν από το επίπεδο εμπλοκής τους. Ο Βένγκερ σημειώνει ότι η τρίτη ομάδα αντιπροσωπεύει συνήθως την πλειονότητα της κοινότητας.
  4. Αναπτύξτε τόσο δημόσιους όσο και ιδιωτικούς κοινοτικούς χώρους: ενώ οι κοινότητες πρακτικής λειτουργούν συνήθως σε δημόσιους χώρους όπου όλα τα μέλη μοιράζονται, συζητούν και εξερευνούν ιδέες, θα πρέπει επίσης να προσφέρουν και ιδιωτικές ανταλλαγές. Διαφορετικά μέλη της κοινότητας θα μπορούσαν να συντονίσουν τις σχέσεις μεταξύ των μελών και των πόρων σε μια εξατομικευμένη προσέγγιση βασισμένη σε συγκεκριμένες ανάγκες.
  5. Εστίαση στην αξία της κοινότητας : οι κοινότητες πρακτικής θα πρέπει να δημιουργούν ευκαιρίες στους συμμετέχοντες να συζητούν ρητά την αξία και την παραγωγικότητα της συμμετοχής τους στην ομάδα.
  6. Συνδυάστε την εξοικείωση και τον ενθουσιασμό : oι κοινότητες πρακτικής θα πρέπει να προσφέρουν τις αναμενόμενες ευκαιρίες μάθησης ως μέρος της δομής τους, και ευκαιρίες στα μέλη να διαμορφώσουν τη μαθησιακή τους εμπειρία μαζί με ανταλλαγή ιδεών και εξέταση της συμβατικών και ριζοσπαστικών ιδεών που σχετίζονται με το θέμα τους.
  7. Βρείτε και καλλιεργήστε έναν κανονικό ρυθμό για την κοινότητα : oι κοινότητες πρακτικής θα πρέπει να συντονίζουν έναν ακμάζοντα κύκλο δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων ο οποίος επιτρέπει στα μέλη τους να συναντώνται τακτικά, να προβληματίζονται και να εξελίσσονται. Ο ρυθμός ή βηματισμός θα πρέπει να διατηρεί ένα αναμενόμενο επίπεδο δέσμευσης για να διατηρήσει τη ζωντάνια της κοινότητας, αλλά να μην είναι τόσο γρήγορος και καταιγιστικός, ώστε να γίνεται δύσκολος και σαρωτικός στην έντασή του (Wenger, McDermott & Snyder 2002) .

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη δημοσίευση του "Situated Learning: Legitimate Peripheral Participation" (Lave & Wenger 1991), οι κοινότητες πρακτικής έχουν αποτελέσει το επίκεντρο της προσοχής, πρώτα ως θεωρία μάθησης και αργότερα ως μέρος του τομέα της διαχείρισης γνώσης. Δείτε Hildreth and Kimble (2004) [3], για μια ανασκόπηση του τρόπου με τον οποίο άλλαξε η έννοια με τα χρόνια. Ο Άντριου Κοξ, Cox (2005) προσφέρει μια πιο κριτική άποψη για τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να ερμηνευτεί ο όρος κοινότητες πρακτικής.

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για να κατανοήσουν πώς η μάθηση συμβαίνει έξω από την τάξη ενώ ήταν στο Ινστιτούτο Έρευνας για τη Μάθηση, η Λέιβ και ο Βένγκερ μελέτησαν πώς οι νεοφερμένοι ή οι αρχάριοι σε άτυπες ομάδες γίνονται καθιερωμένα μέλη αυτών των ομάδων (Lave & Wenger 1991). Οι Λέιβ και Βένγκερ χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά τον όρο κοινότητες πρακτικής για να περιγράψουν τη μάθηση μέσω της πρακτικής και της συμμετοχής, την οποία ονόμασαν εντοπιζόμενη μάθηση .

Η δομή της κοινότητας δημιουργήθηκε με την πάροδο του χρόνου μέσα από μια διαδικασία έγκυρης περιφερειακής συμμετοχής . O συνδυασμός νομιμοποίησης και συμμετοχής μαζί ορίζουν τους χαρακτηριστικούς τρόπους του να ανήκεις σε μια κοινότητα, ενώ η περιφερειακότητα και η συμμετοχή αφορούν τη θέση και την ταυτότητα στον κοινωνικό κόσμο (Lave & Wenger 1991).

Η έρευνα των Λέιβ και Βένγκερ εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο η μαθητεία βοηθά τους ανθρώπους να μαθαίνουν. Διαπίστωσαν ότι όταν οι νεοφερμένοι εντάσσονται σε μια καθιερωμένη ομάδα ή κοινότητα, αφιερώνουν λίγο χρόνο αρχικά παρατηρώντας και ίσως εκτελώντας απλές εργασίες σε βασικούς ρόλους, καθώς μαθαίνουν πώς λειτουργεί η ομάδα και πώς μπορούν να συμμετέχουν. Για παράδειγμα, ένας μαθητευόμενος ηλεκτρολόγος, παρακολουθούσε και μάθαινε, αναλαμβάνοντας μικρές απλές εργασίες και τελικά πιο περίπλοκες πριν κάνει οποιαδήποτε ηλεκτρική εργασία μεγαλύτερης δυσκολίας. Οι Λέιβ και Βένγκερ περιέγραψαν αυτή τη διαδικασία κοινωνικοποίησης ως νόμιμη περιφερειακή συμμετοχή. Ο όρος «κοινότητα πρακτικής» είναι εκείνη η ομάδα στην οποία αναφέρθηκαν, στην οποία τα μέλης της μοιράζονται ένα κοινό ενδιαφέρον και την επιθυμία να μάθουν και να συνεισφέρουν στην κοινότητα με την ποικιλία των εμπειριών τους (Lave & Wenger 1991) .

Μεταγενέστερα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο μεταγενέστερο έργο του, ο Βένγκερ Wenger (1998) εγκατέλειψε την έννοια της νόμιμης περιφερειακής συμμετοχής και χρησιμοποίησε την ιδέα μιας εγγενούς έντασης σε μια δυαδικότητα. Προσδιόρισε τέσσερις δυαδικότητες που υπάρχουν σε κοινότητες πρακτικής: συμμετοχή-πραγματοποίηση, σχεδιασμένη-αναδυόμενη, ταυτοποίηση-διαπραγματευσιμότητα και τοπική-παγκόσμια, αν και η δυαδικότητα συμμετοχή-πραγματοποίηση έχει αποτελέσει το επίκεντρο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος λόγω των δεσμών της με τη διαχείριση γνώσης.

Περιγράφει τη δομή μιας κοινότητας πρακτικής, ως αποτελούμενης από τρεις αλληλένδετους όρους: « αμοιβαία δέσμευση », «κοινό εγχείρημα» και «κοινό ρεπερτόριο» (Wenger 1998).

  • Αμοιβαία δέσμευση (Mutual Engagement): πρώτον, μέσω της συμμετοχής στην κοινότητα, τα μέλη καθιερώνουν κανόνες και χτίζουν σχέσεις συνεργασίας, αυτό ονομάζεται αμοιβαία δέσμευση. Αυτές οι σχέσεις είναι οι δεσμοί που συνδέουν τα μέλη της κοινότητας ως κοινωνική οντότητα.
  • Κοινό εγχείρημα (Joint Enterprise): δεύτερον, μέσω των αλληλεπιδράσεών τους, δημιουργούν ένα κοινό εγχείρημα του τι τους ενώνει, αυτό ονομάζεται κοινό εγχείρημα. Το κοινό εγχείρημα υπόκειται σε (επανα)διαπραγμάτευση από τα μέλη της και μερικές φορές αναφέρεται ως ο «τομέας» της κοινότητας.
  • Κοινόχρηστο ρεπερτόριο (Shared Repertoire): τέλος, ως μέρος της πρακτικής της, η κοινότητα παράγει ένα σύνολο κοινοτικών πόρων, το οποίο ονομάζεται κοινόχρηστο ρεπερτόριο. Αυτό χρησιμοποιείται για την επιδίωξη της κοινής τους επιχείρησης και μπορεί να περιλαμβάνει τόσο κυριολεκτικές όσο και συμβολικές έννοιες.

Κοινωνία και πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραδείγματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κοινότητες που μελετήθηκαν από τη Λέιβ και τον Βένγκερ διαμορφώνονταν φυσικά, απασχολούμενες σε δραστηριότητες που βασίζονταν σε χειροτεχνία και συγκροτήθηκαν για να μοιραστούν εμπειρίες και ιδέες (Lave & Wenger 1991).

Η Λέιβ και ο Βένγκερ παρατήρησαν την εντοπιζόμενη μάθηση σε μια κοινότητα πρακτικής μεταξύ μαιών από το Γιουκατάν, λιβεριανών ραφτών, στελεχών του πολεμικού ναυτικού, κοπτών κρέατος (Lave & Wenger 1991), καθώς και διαχειριστών ασφαλιστικών απαιτήσεων. (Wenger 1998). Κι άλλα πεδία έχουν κάνει χρήση της έννοιας των κοινοτήτων πρακτικής. Παραδείγματα περιλαμβάνουν την εκπαίδευση (Grossman 2001), την κοινωνιογλωσσολογία, την υλική ανθρωπολογία, την ιατρική εκπαίδευση, την απόκτηση δεύτερης γλώσσας (Kimble, Hildreth & Bourdon 2008), τα γραφεία Προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου (Chohan 2013), την υγειονομική περίθαλψη και τους τομείς επιχειρήσεων, [4] και πρακτικές παιδικής ψυχικής υγείας ( AMBIT ).

Ένα διάσημο παράδειγμα μιας κοινότητας πρακτικής μέσα σε έναν οργανισμό είναι αυτό που αναπτύχθηκε από τους εκπροσώπους εξυπηρέτησης πελατών της Xerox που επισκεύαζαν τα μηχανήματα του αντικειμένου τους (Brown & Duguid 2000). Οι εκπρόσωποι της Xerox άρχισαν να ανταλλάσσουν συμβουλές και μικρο-πληροφορίες επισκευής σε ανεπίσημες συναντήσεις κατά τη διάρκεια του πρωινού ή του μεσημεριανού γεύματος. Τελικά, η Xerox είδε την αξία αυτών των αλληλεπιδράσεων και δημιούργησε το έργο Eureka για να επιτρέψει την κοινή χρήση αυτών των αλληλεπιδράσεων στο παγκόσμιο δίκτυο αντιπροσώπων. Η βάση δεδομένων Eureka εκτιμάται ότι εξοικονόμησε στην εταιρεία 100 εκατομμύρια δολάρια.

Παραδείγματα μεγάλων εικονικών κοινοτήτων πρακτικής περιλαμβάνουν:

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Introduction to communities of practice - A brief overview of the concept and its uses». Etienne and Beverly Wenger-Trayner. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2020. 
  2. Bourdieu, P. (1991). Language and symbolic power. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press
  3. Paul Hildreth· Chris Kimble (2004). Knowledge Networks: Innovation through Communities of Practice. Hershey: IGI Global. ISBN 978-1-59140-200-8. OCLC 54448243. OL 8854707M. Wikidata Q104813481. 
  4. Li, Linda C; Grimshaw, Jeremy M; Nielsen, CamillCox (2005)a; Judd, Maria; Coyte, Peter C; Graham, Ian D (17 May 2009). «Use of communities of practice in business and health care sectors: A systematic review». Implementation Science 4 (1): 27. doi:10.1186/1748-5908-4-27. PMID 19445723. 

[1]

  1. "Guland"13 July 2020 Guland

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]