Κεδρόλη
Η κεδρόλη είναι φυσική σεσκιτερπενική αλκοόλη που απαντάται στο αιθέριο έλαιο των κωνοφόρων ειδών (λ.χ. έλαιο κέδρου), ιδίως στα γένη Cupressus (π.χ. κυπαρίσσι) και Juniperus (π.χ. στην κοινή άρκευθο). Έχει επίσης εντοπιστεί στο είδος Origanum onites, ένα φυτό που σχετίζεται με τη ρίγανη.[1] Οι κύριες χρήσεις του είναι στη χημεία των αρωματικών ενώσεων.[2] Αποτελεί περίπου το 19% του ελαίου από ξύλο άρκευθου Juniperus ashei και το 15,8% του ελαίου της άρκευθου της Βιρτζίνια, Juniperus virginiana. [3]
Ωφέλειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κεδρόλη δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι τοξική για τον άνθρωπο. Έχει βρεθεί ότι προσδίδει αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ωφέλειες, μαζί με άλλα ευεργετικά αποτελέσματα. Σε δοκιμές ευαισθητοποίησης του δέρματος, 2 στα 20 άτομα έδειξαν αρνητικές επιδράσεις και στο δεύτερο τεστ δεν βρέθηκε καμιά ευαισθησία.
Αυτή η ένωση και άλλες παρόμοιες έχουν βρεθεί ότι διαθέτουν αντισηπτική, αντιφλεγμονώδη, αντισπασμωδική, τονωτική, στυπτική, διουρητική, ηρεμιστική, εντομοκτόνο και αντιμυκητιακή δράση in vitro.[4] Η κεδρόλη και οι συγγενικές σε αυτή ενώσεις χρησιμοποιούνται παγκοσμίως στην παραδοσιακή ιατρική και στα καλλυντικά.[5] Τα αποτελέσματα μελέτης του 2015 δεικνύουν ότι η κεδρόλη προσελκύει έντονα τα θηλυκά κουνούπια που είναι σε εγκυμοσύνη, και τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία παγίδων με δόλωμα κεδρόλης.[6]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Κεδρένιο, ένα άλλο σεσκιτερπένιο του αιθέριου ελαίου της άρκευθου (Juniperus spp.)
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Connolly, JD, επιμ. (1991). Dictionary of Terpenoids. 1 Mono- and sesquiterpenoids. Chapman&Hall. ISBN 0-412-25770-X.
- ↑ Breitmeier, E (2006). Terpenes: flavors, fragrances, pharmaca, pheromones. Wiley-VCH. σελίδες 46–47. ISBN 3-527-31786-4.
- ↑ Susan Barclay-Nichols. «Point of Interest!». swiftcraftymonkey.blogspot.com.
- ↑ Jeong, H. U.; Kwon, S. S.; Kong, T. Y.; Kim, J. H.; Lee, H. S. (2014). «Inhibitory effects of cedrol, β-cedrene, and thujopsene on cytochrome P450 enzyme activities in human liver microsomes». Journal of Toxicology and Environmental Health. Part A 77 (22–24): 1522–32. doi: . PMID 25343299.
- ↑ «Cedrol». TOXNET: Toxicology Data Network.
- ↑ Lindh, Jenny; Okal, Michael (March 2015). «Discovery of an oviposition attractant for gravid malaria vectors of the Anopheles gambiae species complex». Malaria Journal 14 (119): 119. doi: . PMID 25885703. PMC 4404675. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-06-17. https://web.archive.org/web/20220617045727/http://www.sciguru.org/newsitem/18734/cedrol-naturally-occurring-bait-malaria-spreading-pregnant-mosquitoes. Ανακτήθηκε στις 2023-03-10.