Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κάστρο του Μαιζόν-Λαφίτ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κάστρο του Μαιζόν-Λαφίτ
château de Maisons[1]
Χάρτης
Γενικές πληροφορίες
Είδοςσατώ[2][3]
Αρχιτεκτονικήμπαρόκ αρχιτεκτονική και κλασικισμός
Διεύθυνση2, avenue Carnot
Γεωγραφικές συντεταγμένες48°56′50″N 2°9′14″E
Διοικητική υπαγωγήΜαιζόν-Λαφίτ[2][3]
ΧώραΓαλλία
Έναρξη κατασκευής17ος αιώνας
ΙδιοκτήτηςΓαλλία
ΑρχιτέκτοναςΦρανσουά Μανσάρ
Προστασίακατηγοριοποιημένο ιστορικό μνημείο στη Γαλλία (από 1914)[2], κατηγοριοποιημένο ιστορικό μνημείο στη Γαλλία (από 1928)[2], κατηγοριοποιημένο ιστορικό μνημείο στη Γαλλία (από 1929)[2], κατηγοριοποιημένο ιστορικό μνημείο στη Γαλλία (από 1957)[2] και πρόσθετος κατάλογος ιστορικών μνημείο της Γαλλίας (από 1957)[2]
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Το κάστρο του Μαιζόν-Λαφίτ (γαλλικά: Château de Maisons-Laffitte), αναφέρεται και ως κάστρο του Μαιζόν, σχεδιασμένο από τον Φρανσουά Μανσάρ από το 1630 έως το 1651, βρίσκεται στο Μαιζόν-Λαφίτ, βορειοδυτικό προάστιο του Παρισιού, στο νομό Ιβλίν, Ιλ-ντε-Φρανς. [4]

Αποτελεί σημείο αναφοράς στην ιστορία της γαλλικής μπαρόκ αρχιτεκτονικής και σηματοδοτεί τη μετάβαση από το τέλος της ύστερης αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής στον κλασικισμό.[5]

Η οικογένεια Λονγκέιγ είχε στην κατοχή της τμήμα της περιοχής από το 1460. Από το 1630 και για τις επόμενες δεκαετίες, ο Ρενέ ντε Λονγκέιγ, αξιωματούχος του Κοινοβουλίου του Παρισιού, άρχισε την κατασκευή του πύργου για να αντικαταστήσει το αρχοντικό που είχε η οικογένεια εκεί. Από το 1649 άρχισε να περνά τους καλοκαιρινούς μήνες στο νέο του σπίτι, αλλά οι εργασίες συνεχίστηκαν και αργότερα. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ επισκέφθηκε για πρώτη φορά το κάστρο τον Απρίλιο του 1651.[6]

Αρχιτέκτονας ήταν ο Φρανσουά Μανσάρ. Ο Σαρλ Περώ ανέφερε για τη φήμη του: «Το κάστρο του Μαιζόν, του οποίου όλα τα κτήρια και όλους τους κήπους κατασκεύασε ο Μανσάρ, είναι τόσο μοναδικής ομορφιάς που δεν υπάρχει ξένος που δεν πηγαίνει εκεί για να το δει, ως ένα από τα καλύτερα πράγματα που έχουμε στη Γαλλία.»[7] Παρ 'όλα αυτά, το μοναδικό σωζόμενο έγγραφο που αναφέρει το όνομα του Μανσάρ είναι μια πληρωμή 20.000 λιβρών από τον Λονγκέιγ το 1657, προφανώς για την τελική ολοκλήρωση του πύργου.

Ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Μανσαριάδα κατηγόρησε τον αρχιτέκτονα ότι, μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του πρώτου ορόφου, συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει λάθος στα σχέδια και ισοπέδωσε όλα όσα είχαν κατασκευαστεί μέχρι τότε για να ξεκινήσει ξανά. Ίσως οι κατηγορίες ήταν υπερβολικές, αλλά και ο Περώ αναφέρει ότι ο αρχιτέκτονας είχε τη συνήθεια να αναδιαμορφώνει ορισμένα μέρη των κτηρίων του περισσότερες από μία φορές, σε αναζήτηση της τελειότητας, επιμηκύνοντας έτσι το χρονικό διάστημα που απαιτούσε η κατασκευή.

Άποψη από τον κήπο

Με τον θάνατο του Ρενέ ντε Λονγκέιγ το 1677, το κάστρο πέρασε στους κληρονόμους του. Το 1777 πέρασε στην ιδιοκτησία του αδελφού του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ κόμη του Αρτουά, που βασίλεψε αργότερα από το 1824 έως το 1830 ως Κάρολος Ι΄, ο οποίος πραγματοποίησε σημαντικές εσωτερικές μετατροπές υπό τη διεύθυνση του αρχιτέκτονα Φρανσουά-Ζοζέφ Μπελανζέ. Τα έργα διακόπηκαν το 1782 λόγω έλλειψης κεφαλαίων. [8]

Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης το κάστρο κατασχέθηκε ως «εθνικό αγαθό» και το 1798 πωλήθηκε. Το 1804 το αγόρασε ο στρατάρχης του Ναπολέοντα Ζαν Λαν. Το 1818, το αγόρασε ο Παρισινός τραπεζίτης Ζακ Λαφίτ. Ξεκινώντας το 1834, ο Λαφίτ προχώρησε στην οικιστική ανάπτυξη του γύρω πάρκου, γκρεμίζοντας τους στάβλους για να παρέχει δομικά υλικά για τους αγοραστές. Το 1850 η κόρη του το πούλησε στον Τομά ντε Κολμάρ και αυτός στον Ρώσο ζωγράφο Τίλμαν Γκρομέ, ο οποίος πέθανε το 1900 και κληροδότησε όλη την περιουσία του στην πόλη Βίμποργκ, η οποία αποφάσισε να διατηρήσει τη συλλογή του έργων τέχνης, αλλά να πουλήσει το κάστρο.[9]

Το 1905, το γαλλικό κράτος αγόρασε το κάστρο για να το σώσει από την κατεδάφιση. Από το 1914 χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό μνημείο.[10]Από το 1980, το κάστρο είναι πλέον ανοιχτό για τους επισκέπτες καθημερινά και επιβεβαιώνει τη θέση του ως τουριστικό πολιτιστικό αξιοθέατο στο κέντρο της Ιλ-ντε-Φρανς. Το κάστρο χρησίμευσε ως χώρος γυρισμάτων για πολλές ταινίες και τηλεταινίες.[11]