Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων
ΣυγγραφέαςΆλαν Σίλιτοου
ΤίτλοςThe Loneliness of the Long Distance Runner
ΓλώσσαΒρετανικά αγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1959
Μορφήδιήγημα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων (αγγλικός τίτλος: The Loneliness of the Long Distance Runner) είναι διήγημα του Άγγλου συγγραφέα Άλαν Σίλιτοου που δημοσιεύτηκε το 1959 ως μέρος μιας ομότιτλης συλλογής διηγημάτων που όλα κυριαρχούνται από μια διάθεση πικρίας και περιφρόνησης και διαδραματίζονται στην εργατική Βρετανία στη μεταπολεμική περίοδο.[1]

Το διήγημα συνδέεται με το κίνημα των Οργισμένων νέων. Αναφέρεται σε ένα νεαρό αγόρι με ζοφερές προοπτικές στη ζωή και λίγα ενδιαφέροντα πέρα από το μικροέγκλημα. Το αγόρι βιώνει την κοινωνική αποξένωση και στρέφεται στο τρέξιμο μεγάλων αποστάσεων ως μέθοδο συναισθηματικής και σωματικής απόδρασης από την κατάστασή του.

Ήταν το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα μετά το μυθιστόρημα Σάββατο βράδυ Κυριακή πρωί το 1958. Ο ίδιος ο Σίλιτοου έγραψε το σενάριο για την κινηματογραφική μεταφορά του 1962.[2]

Το έργο επικεντρώνεται στον 17χρονο Σμιθ, έναν φτωχό έφηβο από ένα θλιβερό σπίτι σε περιοχή της εργατικής τάξης του Νότιγχαμ. Είναι ένα έξυπνο αγόρι, αλλά μετά τον θάνατο του πατέρα του, διέπραξε μια διάρρηξη σε ένα αρτοποιείο και συνελήφθη. Ο Σμιθ καταδικάζεται σε εγκλεισμό δύο χρόνων σε αναμορφωτήριο, ένα ίδρυμα για παραβατικούς νέους. Αναζητά παρηγοριά στο τρέξιμο, προσελκύοντας την προσοχή των αρχών του σχολείου για τις ικανότητές του. Το να κερδίσει στον αγώνα μεγάλων αποστάσεων θα ήταν μια σημαντική ώθηση στις δημόσιες σχέσεις για τους διαχειριστές του ιδρύματος. Ο διευθυντής του προσφέρει ελαφριά εργασία για τους τελευταίους έξι μήνες του στο ίδρυμα, εάν κερδίσει σε έναν σημαντικό διαγωνισμό εναντίον ενός ιδιωτικού σχολείου κύρους με προνομιούχους μαθητές από οικογένειες ανώτερης τάξης, καθώς βλέπει την πρόκληση ως σημαντικό τρόπο για να αποδείξει την επιτυχία του προγράμματος αποκατάστασης. Ο ήρωας επωφελείται έτσι από ορισμένες χαλαρώσεις στην κράτησή του: μπορεί να βγαίνει από τη φυλακή για λίγες ώρες το πρωί για να προπονηθεί μόνος του στην κρύα εξοχή και το τρέξιμο τον κάνει να αισθάνεται ψυχικά και σωματικά ελεύθερος. Καθώς έχει καλά αποτελέσματα, του δίνεται η υπόσχεση για μια πιθανή επαγγελματική σταδιοδρομία.[3]

Ωστόσο, όταν φτάνει η ημέρα του αγώνα, ο Σμιθ αποφασίζει να χάσει τον αγώνα σκόπιμα: ενώ προηγείται με απόσταση από τους άλλους δρομείς, σταματά επίτηδες λίγα μέτρα πριν από τη γραμμή τερματισμού, αν και βρίσκεται πολύ μπροστά και μπορεί εύκολα να κερδίσει. Αφήνει τους άλλους δρομείς να τον περάσουν και να τερματίσουν, χάνοντας έτσι τον αγώνα με μια προκλητική χειρονομία που στοχεύει στους διαχειριστές του αναμορφωτήριου. Χάνοντας σκόπιμα τον αγώνα, ο Σμιθ δείχνει το ελεύθερο πνεύμα και την ανεξαρτησία του. Η απάντηση των αρχών του ιδρύματος στην ενέργεια του Σμιθ είναι βαριά: χάνει τα προνόμιά του και επιστρέφει στην αγγαρεία της χειρωνακτικής εργασίας. Ωστόσο, ανατρέχοντας στις πράξεις του, δεν έχει μετανιώσει.[4]

Το έργο αφηγείται ο Σμιθ σε πρωτοπρόσωπο μονόλογο, με ωμή καθομιλούμενη γλώσσα και τόνο, υπογραμμίζοντας την τεράστια ταξική απόσταση ανάμεσα στον Σμιθ, και τους άλλους τροφίμους του ιδρύματος που όλοι είναι παιδιά της εργατικής τάξης, και στον διευθυντή και διαχειριστές του ιδρύματος οι οποίοι μιλούν Αγγλικά της Οξφόρδης και υποστηρίζουν και διαιωνίζουν το σύστημα.[5]

  • Ο τίτλος ή αποσπάσματα από την αφήγηση έχουν χρησιμοποιηθεί σε τραγούδια.
  • Η ιστορία διασκευάστηκε σε ταινία το 1962 με τον ίδιο τίτλο.[2]

Μετάφραση στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων, μτφ. Θέμης Μιχαήλ, εκδ. Γράμματα, 1983[6]