Εργοστάσιο πορσελάνης του Herend
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ίδρυση | 1826 |
---|---|
Έδρα | Herend, Ουγγαρία |
Συντεταγμένες | 47°7′59″N 17°45′16″E |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος |
Πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Το Herendi Porcelánmanufaktúra Zrt. είναι ένα ουγγρικό εργοστάσιο παραγωγής, το οποίο ειδικεύεται στην πολυτελή, ζωγραφισμένη στο χέρι, πορσελάνη. Ιδρύθηκε το 1826. Το εργοστάσιο βρίσκεται στην πόλη Herend, στη δυτική Ουγγαρία.
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα χρόνια της εταιρείας (1826–1850)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Johann Friedrich Böttger ήταν ο πρώτος, ο οποίος κατασκεύασε σκληρή, λευκή πορσελάνη στην Ευρώπη το 1708. Αν και η τεχνολογία του έγινε γνωστή, οι πολιτικές συνθήκες εμπόδισαν κάθε προσπάθεια για την παραγωγή πορσελάνης στην Ουγγαρία μέχρι τη δεκαετία του 1820. Το 1826 ο Vince Stingl (1796–c.1851) ίδρυσε το δεύτερο εργοστάσιο πορσελάνης στην Ουγγαρία στο Herend. Πειραματιζόταν σε μεγάλο βαθμό για να βρει μια υψηλή ποιότητα πορσελάνης. Αυτά τα πειράματα κατανάλωσαν μεγάλα ποσά χρημάτων, που τον οδήγησαν στην πτώχευση και το 1839 το εργοστάσιο πέρασε στα χέρια του πιστωτή, Mór Fischer (1799–1880). Αυτό οδήγησε σε μια νέα φάση την ιστορία του Herend.
Ο Fischer, ένας πλούσιος άνθρωπος, συνέχισε τα πειράματα του προκατόχου του, ενώ επέκτεινε τις εγκαταστάσεις και εκσυγχρόνισε την παραγωγή, έτσι ώστε το εργοστάσιο -που μέχρι τότε απασχολούσε μια χούφτα ανδρών- σύντομα έγινε μια εταιρεία με ικανότητα παραγωγής σε μια βιομηχανική κλίμακα. Οι επενδύσεις επέτυχαν. Τα πρώιμα απλά προϊόντα, διακοσμημένα με γραμμές και λουλούδια, αποδείχθηκαν ιδιαίτερα δημοφιλή και έκαναν χρήματα για το εργοστάσιο. Από το 1842 η εταιρεία άρχισε να κερδίζει αναγνώριση, όταν στην Πρώτη Ουγγρική Βιομηχανική Έκθεση έκανε μια άκρως επιτυχημένη εμφάνιση. Παρά το γεγονός ότι το εργοστάσιο υπέστη μια σοβαρή πυρκαγιά το 1843, η παραγωγή συνεχίστηκε και το ίδιο έτος κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στην Δεύτερη Ουγγρική Βιομηχανική Έκθεση. Παρά τις επιτυχίες, ο Fischer άλλαξε κατεύθυνση μετά την πυρκαγιά. Έπαψε να κατασκευάζει προϊόντα με συνηθισμένη ποιότητα, τα οποία δε θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις φθηνότερες εισαγωγές στη χώρα. Αντ’ αυτού, στράφηκε προς πιο απαιτητική ποιότητα, που μιμείτο τα προϊόντα των διάσημων ευρωπαϊκών εταιρειών, όπως της Meissen και της Sèvres· ειδικά τα στοιχεία που δεν κατασκευάζονταν πια.
Η πρώτη, που έκανε μια τέτοια παραγγελία, ήταν η σύζυγος του Κόμη Károly Eszterházy, η οποία ζήτησε από τον Fischer να αντικαταστήσει κάποια κομμάτια του σετ της από Meissen το 1844. Η επιτυχής υλοποίηση, οδήγησε σε παραγγελίες από τις σπουδαίες οικογένειες των Batthyány, Pálffy, Zichy και Szécheny. Αυτές ήταν σημαντικές, όχι μόνο για την οικονομική ασφάλεια, αλλά και επέτρεψαν στον Fischer να εξοικειωθεί με τις αριστοκρατικές συλλογές του 18ου αιώνα, επιτρέποντάς του να κυριαρχήσει την προηγούμενη τεχνολογία.
Η χρυσή εποχή του Herend (1851-1873)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το εργοστάσιο πορσελάνης στο Herend γινόταν όλο και πιο επιτυχές. Το 1851 έκανε την πρώτη διεθνή εμφάνισή του στην Παγκόσμια Έκθεση στον Κρίσταλ-Πάλας του Λονδίνου, όπου ο Fischer κέρδισε αναγνώριση για τα προϊόντα του και εδραίωσε τη φήμη του στο εξωτερικό. Η επιτυχία στο Λονδίνο στηριζόταν σε πειράματα με μίμηση κινεζικής πορσελάνης, που ο Fischer είχε αρχίσει το 1846. Η τέχνη της Ανατολής πάντα φαινόταν αινιγματική και εξωτική για τους Ευρωπαίους, που τα αντέγραφαν με ενθουσιασμό. Chinoiserie σημαίνει την αναπαραγωγή υλικού, μορφών διακοσμήσεων από την Κίνα και επίσης από την Ιαπωνία, την Ινδία και τη Μέση Ανατολή. Το Chinoiserie Herend είναι απαράμιλλο στην παραγωγή πορσελάνης του 19ου αιώνα για την πολλαπλότητα και την ποικιλία των τρόπων, με τους οποίους ο Fischer αναδιατύπωσε και αναπαρήγαγε τις πορσελάνες της Ανατολής.
Κερδίζοντας την αναγνώριση στο εξωτερικό, ο Fischer έπασχε από προβλήματα στο εσωτερικό της Ουγγαρίας, όπου ο κύκλος εργασιών της πορσελάνης μειώθηκε κατά το ήμισυ. Ο υποκείμενος λόγος ήταν ότι η ανώτερη οικονομική τάξη έδειξε μικρή κλίση προς την υποστήριξη εγχώριας παραγωγής, προτιμώντας να αγοράζει φθτηνή Βιεννέζικη και Βοημική πορσελάνη. Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα το Herend κατάφερε να εξασφαλίσει την συνεχή οικονομική σταθερότητά του μέσω διεθνών παραγγελιών.
Παράλληλα με τις επιρροές της Meissen και της Sèvres, οι ανατολικές επιρροές κυριάρχησαν στο Herend κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ακόμη και σήμερα, υπάρχει ισχυρή ζήτηση, για πολλά από τα πρότυπα που επινοήθηκαν εκείνη την περίοδο, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων της Βικτώριας, του Μινγκ, του Gödöllő, του Eszterházy, του Cubash, του Poissons και πολλών άλλων. Ο Fischer συχνά ονόμαζε τα μοτίβα του από γνωστούς πελάτες. Αυτό διευκόλυνε την αναγνώριση των πρότυπων και επίσης αύξησε το κύρος των προϊόντων.
Το Gödöllő, για παράδειγμα, είναι ένα από τα πλέον γνωστά πρότυπα, που επινοήθηκε στα μέσα του 1850. Βασίζεται σε ένα αυθεντικό Ιαπωνικό κύπελλο Kakiemon και φέρει τυποποιημένους κορμούς δέντρων και φυτικά μοτίβα σε ένα κεραμιδί και λευκό φόντο. Αρχικά η διακόσμηση ονομάστηκε Siang Rouge, αλλά μετονομάστηκε σε Gödöllő, όταν ο Φραγκίσκος Ιωσήφ (αυτοκράτορας της Αυστρο-Ουγγαρίας, 1848–1916) επέδωσε αυτό το σετ στην σύζυγό του, η αυτοκράτειρα Ελισάβετ για προσωπική χρήση της στο θερινό ανάκτορο στο Gödöllő.
Το 1867, στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι, το Herend έφερε λαμπρή επιτυχία και ένα τεράστιο όγκο παραγγελιών. Με την οικονομική επιτυχία ήρθε και η πολιτική αναγνώριση. Η Γαλλία απένειμε στον Fischer τον αξιωματικό σταυρό της Λεγεώνας της Τιμής και ο Φραγκίσκος Ιωσήφ τον εισήγαγε στις τάξεις της Ουγγρικής αριστοκρατίας με το όνομα Farkasházi.
Οικονομική ύφεση και οι διάδοχοι του Fischer (1874–1884)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1873 το χρηματιστήριο της Βιέννης συνετρίβη, γεγονός που οδήγησε σε μια μεγάλη οικονομική ύφεση. Ο Fischer προσπάθησε να αντιμετωπίσει την σοβαρή οικονομική κατάσταση ζητώντας κρατικό δάνειο, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε. Ως αποτέλεσμα, το εργοστάσιο έγινε αφερέγγυο στα τέλη του 1874. Ωστόσο, η οικονομική κρίση ήταν μόνο ένας λόγος της πτώχευσης. Ένας άλλος λόγος ήταν, ότι το κράτος δεν ήθελε να διασώσει το Herend. Ακόμη άλλος παράγοντας ήταν, ότι ο Fischer στόχευε κυρίως στην υψηλή τέχνη και απέτυχε να διερευνήσει τις εμπορικές ευκαιρίες, που οι επιτυχίες στις διεθνείς εκθέσεις προσέφεραν στο εργοστάσιο πορσελάνης του Herend. Η εταιρεία δεν κατάφερε να δημιουργήσει μια αλυσίδα καταστημάτων, των οποίων οι παραγγελίες θα μπορούσαν να δώσουν μεγαλύτερη συνέχεια στην παραγωγή του εργοστασίου. Εν τω μεταξύ, ο ηλικιωμένος Fischer είχε σταθερά λάβει κριτική από τους γιούς του για τις μεθόδους διαχείρισής του. Οι δύο του γιοι, Leó και Dezső, ζητήσαν την παραγωγή λιγότερων καλλιτεχνικών, αλλά περισσότερων χρήσιμων προϊόντων. Από τη στιγμή που οι γιοι του Fischer ανέλαβαν το εργοστάσιο, άρχισαν να το τροποποιούν και να το αναδιοργανώνουν, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που είχαν υποστηρίξει. Παρά τις προσπάθειές τους, το εργοστάσιο είχε μια σταθερή μείωση πωλήσεων, μέχρι που οι διάδοχοι τελικά το πώλησαν στο κράτος το 1884.
Η πρώτη δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (1884–1896)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο κύριος σκοπός της κρατικής παρέμβασης ήταν να διασωθούν η συσσωρευμένη εμπειρία και οι καλλιτεχνικές ικανότητες στο Herend. Στη νέα εταιρεία δόθηκαν φοροαπαλλαγές 12 ετών και ένα άτοκο δάνειο. Οι διαχειριστές απέφυγαν τα παραδοσιακά πρότυπα του Herend και προσπάθησαν να κρατήσουν το εργοστάσιο ζωντανό με φθηνότερες πήλινες κατασκευές, αλλά η αφερεγγυότητα φαινόταν αναπόφευκτη.
Η περίοδος Farkasházi (1896–1923)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι αδέξιοι διαχειριστές των διαδοχικών μετοχικών εταιρειών τελικά έφυγαν από το εργοστάσιο, που ήταν εντελώς αφερέγγυο, και έτσι αναγκάστηκε να κλείσει τις πύλες του το 1895. Κατά το επόμενο έτος προσφέρθηκε στον Jenő Farkasházi Fischer (1863–1926), έναν εγγονό του Mór Fischer, ο οποίος ήταν εκπαιδευμένος κεραμοποιός και ο οποίος είχε και εμπειρία από ένα εργοστάσιο πορσελάνης στο Ungvár (Uzhkhorod). Απέκτησε την εταιρεία, που είχε μια αντικειμενική αξία 80.000 φιορινίων, για 5.000 φιορίνια και στη συνέχεια ξόδευσε 80.000 φιορίνια για να ανανεώσει το εργοστάσιο, το οποίο ήταν σε μια ερειπωμένη κατάσταση.
Ακολούθησε τα βήματα του παππού του, αρχίζοντας με τα παλαιά πρότυπα του κινέζικου, ιαπωνικού, βιεννέζικου και το ύφος της Meissen και της Sèvres, τα οποία παράγονταν μόνο κατά παραγγελία. Εν τω μεταξύ εργάστηκε ακούραστα για τη δημιουργία ενός νέου είδους Herend, για το οποίο χρησιμοποιούνται έντυπα από τα παλαιότερα κομμάτια του Herend. Οι νέες γραμμές παρουσιάστηκαν στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού του 1900, όπου είχαν άμεση επιτυχία, με αποτέλεσμα να πάρει πολλές παραγγελίες. Σιγά-σιγά το Herend άρχισε να ανακτά τη φήμη του. Κατά τα επόμενα έτη το Herend συνέχισε να κερδίζει σημαντικές τιμές: για παράδειγμα, το 1902 κέρδισε το αργυρό μετάλλιο στην Έκθεση της Βουδαπέστης της Ουγγρικής Ένωσης Εφαρμοσμένων Τεχνών και το 1904 κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στην Παγκόσμια Έκθεση, που έγινε στο Σαιντ Λούις.
Παρά τις διεθνείς αναγνωρίσεις, το Herend επηρεάστηκε έντονα από την κρίση στον κλάδο της πορσελάνης το 1907, που προκλήθηκε από μια οικονομική κρίση στο εξωτερικό. Επίσης, φθηνότερη γερμανική και Βοημική πορσελάνη, που είχε εξαχθεί προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, είχε διοχετευθεί στην ουγγρική αγορά, παρουσιάζοντας έτσι ένα σκληρό ανταγωνιστή. Η κρίσιμη αυτή κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο με το ξεκίνημα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, το οποίο μείωσε πολύ την παραγωγή. Οι περισσότεροι από τους εργάτες είχαν κληθεί στο στρατό, με αποτέλεσμα το εργοστάσιο να μην είναι σε θέση να λειτουργήσει σχεδόν καθόλου. Δεν υπήρχε σχεδόν κανένα ψήσιμο πορσελάνης μεταξύ 1916 και 1920. Το Herend επηρεάστηκε επίσης από την οικονομική πίεση του Πρώτου Παγκοσμίου Πόλεμου. Η παραγωγή ανέκαμψε το 1920, αλλά το οικονομικό κλίμα δεν ευνοούσε μια εταιρεία, που ειδικεύεται στην πολύτιμη πορσελάνη.
Η δεύτερη δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (1923–1948)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Σεπτέμβριο του 1923 ο Jenő Farkasházi μετέτρεψε το εργοστάσιο σε μια μετοχική εταιρεία, με την βοήθεια των τραπεζών Lloyd και Mobil. Στην συνέχεια το εργοστάσιο αναδιοργανώθηκε. Ωστόσο το στρώμα της κοινωνίας, του οποίου παραγγελίες είχαν συμβάλει πολύ για την επιτυχία του Herend το 19ο αιώνα, είχε συρρικνωθεί. Επομένως προσπάθειες έγιναν για να πείσουν τους πελάτες της μεσαίας και της χαμηλής-μεσαίας τάξης. Αυτοί οι πελάτες, όμως, δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν για το πλήρες σετ τσαγιού ή δείπνου, αλλά περισσότερο αγόραζαν μικρότερα κομμάτια και πλάκες για να διακοσμήσουν τα σπίτια τους. Αυτό οδήγησε στην παραγωγή γλυπτών από το Herend στη δεκαετία του 1930. Οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν από τους πιο γνωστούς Ούγγρους καλλιτέχνες. Αυτά τα γλυπτά και ειδώλια παρήχθησαν σύμφωνα με το γούστο της περιόδου και έκαναν το Herend επιτυχές και πάλι δημοφιλές.
Η επιχείρηση απασχολούσε 140 εργάτες το 1934, όταν το ένα τρίτο της παραγωγής εξαγόταν. Το 1935 η εταιρεία αποπλήρωσε τα χρέη της, χωρίς να χρειάζεται να πάρει νέα δάνεια. Παρά το γεγονός ότι οι επιτυχίες σχετίζονταν με τα νέα προϊόντα, κομμάτια στο ουγγρικό στιλ, και σετ στα παραδοσιακά πρότυπα –της Βικτώριας, του Μινγκ, του Gödöllő κτλ.– συνέχισαν να πραγματοποιούνται. Το 1939 το Herend κανόνισε μια έκθεση εκατονταετηρίδας στις αίθουσες της Εθνικής Σύνδεσης Εφαρμοσμένων Τεχνών, που κάλυπτε την περίοδο του Mór Fischer και τις δραστηριότητες του Jenő Farkasházi μέχρι το έτος του 1939. Το 1939 ο αριθμός των εργαζομένων ήταν 450. Αν και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε ένα σοβαρό εμπόδιο για το εργοστάσιο, η εταιρεία κατάφερε να παραμείνει σε λειτουργία χάρη στις διασυνδέσεις του Dr. Gyula Gulden, ο οποίος ήταν επίσης επικεφαλής του Προξενείου της Πορτογαλίας στην Ουγγαρία.
Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έως τις ημέρες μας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η περίοδος μετά τον πόλεμο ήταν γεμάτη με εξαιρετικές δυσκολίες. Οι αγορές είχαν χαθεί και υπήρχαν ελλείψεις ειδικευμένων εργατικών χεριών, κεφαλαίου και πάνω απ’ όλα πρώτων υλών. Επιπλέον τον Μάρτιο 1948 το Herend έχει ενδώσει στο κομμουνιστικό πρόγραμμα της εθνικοποίησης. Σύμφωνα με την πολιτική γραμμή του συγκεντρωτισμού (που συνδέεται με ένα σοσιαλιστικό κράτος και με την σχεδιασμένη οικονομία του) το Herend έγινε μέλος των Προστίμων Κεραμοποιίων Έργων (FIM), τα οποία κάλυψαν την συνολική βιομηχανία κεραμικών στην Ουγγαρία.
Οι βιομηχανικές αρχές της δεκαετίας του 1950 κατηύθυναν το Herend στη μαζική παραγωγή των πλακών του Στάλιν και του Λένιν και άλλων γλυπτών της προπαγάνδας. Ωστόσο, οι ηγέτες του καθεστώτος σύντομα ανακάλυψαν, ότι το Herend ήταν ικανό για αξιοσημείωτα κέρδη σε σκληρά νομίσματα. Από τις αρχές του 1960 η έμφαση ήταν και πάλι σε απαιτητικά κομμάτια, που είναι ζωγραφισμένα στο χέρι. Αυτά παράγονταν σε μικρούς αριθμούς, σύμφωνα με τις παλαιές μορφές και τα μοτίβα του Herend.
Ο εργοστάσιο αναπτύχθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη δεκαετία του 1980 και του 1990, και σε ποιότητα και σε εξέλιξη. Το Herend αποσπάστηκε από το FIM ως ξεχωριστή επιχείρηση το 1981 και κέρδισε το πολυπόθητο δικαίωμα ξένων εμπορικών συναλλαγών το 1985. Τον Ιούλιο του 1992 το εργοστάσιο πορσελάνης του Herend, που ήταν μια κρατική εταιρεία, μετατράπηκε στο Herend Εργοστάσιο πορσελάνης Ε.Π.Ε. Η ιδιοκτησιακή δομή που προέκυψε από τις διαπραγματεύσεις για την ιδιωτικοποίηση, δίνει το 50% των μετοχών στους εργάτες και στους συνταξιούχους του εργοστασίου, το 25 % στο πρόγραμμα της συμμετοχής των εργαζομένων, και το 25% συν ένα τοις εκατό στο κράτος. Το εργοστάσιο έχει σχεδόν 1700 εργαζόμενους προς το παρόν.
Το εργοστάσιο άρχισε ολοκληρωμένες ανακαινίσεις και ανακατασκευές προς το τέλος της δεκαετίας του 1990. Αυτό περιελάμβανε την ολοκλήρωση του συγκροτήματος Porcelanium. Αυτό το συγκρότημα εξυπηρετεί τους τουρίστες και αποτελείται από τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα είναι το ΜiniManufactory (μίνι εργοστάσιο), που εμφανίζει την κατασκευή της πορσελάνης σε μια σειρά από αίθουσες. Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει ένα εστιατόριο-καφετέρια πρώτης τάξης, το οποίο ονομάζεται από τον μεγάλο Ρωμαίο γκουρμέ Απίκιο (1ος αι. μ.Χ.). Η τρίτη μονάδα αποτελείται από το Κατάστημα Victoria Herend όπου ο επισκέπτης μπορεί να αγοράσει από μια ευρεία επιλογή των πορσελανώων του Herend.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Orsolya Kőhegyi. A herendi porcelán. Βουδαπέστη: Kossuth Kiadó, 2003. ISBN 9789630945011.