Δημόσιο έλλειμμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το δημόσιο έλλειμμα είναι το ποσό κατά το οποίο τα έξοδα της κυβέρνησης υπερβαίνουν τα έσοδα κατά τη διάρκεια ενός έτους.

Γίνεται διάκριση σε έλλειμμα κεντρικής κυβέρνησης και έλλειμμα γενικής κυβέρνησης, ανάλογα με το ποιοι ακριβώς τομείς του δημοσίου περιλαμβάνονται. Ο τομέας της γενικής κυβέρνησης περιλαμβάνει τους υποτομείς: κεντρική διοίκηση, τοπική αυτοδιοίκηση και οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης, εξαιρουμένων των εμπορικών πράξεων, όπως ορίζονται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών (ΕΣΟΛ). Η εξαίρεση των εμπορικών πράξεων σημαίνει ότι ο τομέας της γενικής κυβέρνησης περιλαμβάνει μόνο τα θεσμικά όργανα, τα οποία ως κύριο καθήκον έχουν την παραγωγή μη εμπορικών υπηρεσιών.[1]

Επίσης γίνεται η διάκριση σε πρωτογενές έλλειμμα και συνολικό έλλειμμα. Το πρωτογενές δεν περιλαμβάνει τους τόκους για την εξυπηρέτηση του χρέους.

Χρηματοδότηση του ελλείμματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλα τα κράτη είναι καταρχήν δυνατό να έχουν για οσοδήποτε μακρά και παρατεταμένα χρονικά διαστήματα δημοσιονομικό έλλειμμα στον προϋπολογισμό τους. Αρκεί να τηρούνται συγκεκριμένα ποσοτικά όρια για το έλλειμμα[2]. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται με γλαφυρό τρόπο στη βασική μακροοικονομική ταυτότητα, η οποία δίνεται εδώ χωρίς απόδειξη σε απλοποιημένη μορφή για την περίπτωση μιας κλειστής οικονομίας[3][4]:

S - I = G - T,
ή
S = (G - T) + I,

όπου S είναι η συνολική ιδιωτική αποταμίευση κατά τη διάρκεια της χρήσης, δηλαδή η καθαρή αύξηση των καταθέσεων των ατόμων στις τράπεζες από αποταμιεύσεις του ετήσιου εισοδήματος τους,
I είναι οι συνολικές επενδύσεις των ιδιωτικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της χρήσης, οι οποίες χρηματοδοτούνται με δάνεια που δίνουν οι τράπεζες στις επιχειρήσεις (μέσω της ρευστότητας που αποκτούν οι τράπεζες από τις αποταμιεύσεις των ατόμων) καθώς και με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου,
G είναι η συνολική ετήσια κρατική δαπάνη,
Τ είναι τα συνολικά ετήσια φορολογικά έσοδα.

Το δεξιό μέλος, G - T, είναι το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού. Αυτό χρηματοδοτείται με δάνεια που δίνουν οι τράπεζες (πάλι έμμεσα μέσω της πρόσθετης ρευστότητας που αποκτούν οι τράπεζες από τις αποταμιεύσεις των ατόμων) και άλλοι θεσμικοί επενδυτές αλλά και ιδιώτες προς το κράτος και τα οποία έχουν τη μορφή ομολόγων που εκδίδει το κράτος. Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι ότι το έλλειμμα είναι διαφορετικό από μηδέν (δαπάνες κράτους μεγαλύτερες από έσοδα) και ότι σε μια κλειστή οικονομία αυτό χρηματοδοτείται, σε τελική ανάλυση, από την εγχώρια ιδιωτική αποταμίευση. Η βασική μακροοικονομική ταυτότητα αποτυπώνει το γεγονός ότι η συνολική ετήσια αποταμίευση S κατανέμεται σε χρηματοδότηση προς το κράτος (G - T) και χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις Ι, ή ισοδύναμα οι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί και τα άτομα επιλέγουν να έχουν στα χαρτοφυλάκια τους κατά ένα μέρος κρατικά ομόλογα (κρατικό χρέος) και κατά ένα μέρος μετοχές και χρέος επιχειρήσεων.

Το ισοζύγιο αυτό γίνεται ελαφρά πιο πολύπλοκο αν υπάρχει και εξωτερικό εμπόριο καθώς και διεθνής κίνηση χρηματικών κεφαλαίων, δηλαδή σε μια ανοιχτή οικονομία, όπως για παράδειγμα είναι και η ελληνική. Αλλά τα βασικά μέχρι εδώ καταρχήν ισχύουν. Προκύπτει επιπλέον ότι το έλλειμμα του εξωτερικού εμπορίου συνδέεται άμεσα με το κρατικό έλλειμμα, δηλαδή αύξηση του ενός οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε αύξηση του άλλου. Ταυτόχρονα η διεθνής κίνηση κεφαλαίων επιτρέπει επιπλέον χρηματοδότηση, τόσο του τομέα των επιχειρήσεων όσο και του κράτους, πέρα της εγχώριας χρηματοδότησης.

Σημειώσεις - Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ 3605/93 σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος.
  2. Τα ποσοτικά όρια για το έλλειμμα καθορίζονται θεωρητικά από τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα και βιωσιμότητα του χρέους και πρακτικά από τη δυνατότητα χρηματοδότησης του ελλείμματος από το τραπεζικό σύστημα.
  3. Ανατρέξτε σε οποιοδήποτε σύγγραμμα εισαγωγής στη μακροοικονομική για λεπτομέρειες.
    Προτεινόμενα συγγράμματα:
    R. Dornbusch, S. Fischer, Macroeconomics, 1990
    Andrew B. Abel, Ben S. Bernanke, Macroeconomics, 2008
  4. Ευτύχιος Σαρτζετάκης, Εισαγωγή στην Μακροοικονομική, 2011, Κεφ.25.