Γιαν Βόρισεκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γιαν Βόρισεκ
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Jan Václav Hugo Voříšek (Τσεχικά)
Γέννηση11  Μαΐου 1791[1][2][3]
Βάμπερκ[4]
Θάνατος19  Νοεμβρίου 1825[1][2][3]
Βιέννη[5][6]
Αιτία θανάτουφυματίωση
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Βοημίας
Αυστριακή Αυτοκρατορία
Ιδιότητασυνθέτης[6], διευθυντής ορχήστρας, παιδαγωγός, οργανίστας, δικηγόρος και πιανίστας
Όργαναεκκλησιαστικό όργανο και πιάνο
Είδος τέχνηςσυμφωνία
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γιαν Βάτσλαβ Χούγκο Βόρισεκ (ορθότερη προφορά Βόρζισεκ, με παχύ «σ», Τσεχικά: jan ˈvaːt͡slaf ˈɦuɡo ˈvor̝iːʃɛk, Jan Václav Hugo Voříšek, Βάμπερκ 11 Μαΐου 1791Βιέννη 19 Νοεμβρίου 1825) ήταν Τσέχος συνθέτης, πιανίστας και οργανίστας, ένας από τους προδρόμους της ρομαντικής μουσικής για το πιάνο. [7]

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βόρισεκ γεννήθηκε στην πόλη Βάμπερκ της -σημερινής- Τσεχίας, όπου ο πατέρας του ήταν σχολικός διευθυντής, χοράρχης και οργανίστας. Παιδί-θαύμα στο πιάνο και στο βιολί, άρχισε να εμφανίζεται δημόσια στις πόλεις της Βοημίας σε ηλικία 9 ετών. [8] Ο πατέρας του τον δίδαξε μουσική, τον ενθάρρυνε να παίζει περισσότερο πιάνο και τον βοήθησε να πάρει υποτροφία για να παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Πράγας. Πήρε, επίσης, μαθήματα πιάνου και σύνθεσης από τον Β. Τόμασεκ (Václav Tomášek). [9] Ο Τόμασεκ ήταν τόσο εντυπωσιασμένος με τις ικανότητες του μαθητή του, που τον δίδασκε δωρεάν, από το 1804 και έπειτα. Κάτω από την καθοδήγηση του Τόμασεκ, ο Βόρισεκ είχε ταχεία πρόοδο ως πιανίστας, αλλά ελάχιστη προσοχή δόθηκε στα θεωρητικά μαθήματά του. [10]

Ωστόσο, παρέμενε εξαρτώμενος από τον εαυτό του και τη σπουδή έργων των μεγάλων δασκάλων της μουσικής. Μελετούσε εντατικά το αριστουργηματικό Καλώς Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ έτσι, ώστε αργότερα μπορούσε να το εκτελέσει εξ ολοκλήρου από μνήμης. [11] Παρά το εξαιρετικό του ταλέντο, στάθηκε αδύνατον να βρει ικανοποιητική εργασία ως μουσικός στην Πράγα οπότε, το 1813, σε ηλικία 22 ετών, εγκαταστάθηκε στη Βιέννη για να σπουδάσει νομικά και, ελπίζοντας, να συναντήσει τον Μπετόβεν. Στο μεταξύ, στη Βιέννη, κατάφερε να βελτιώσει σημαντικά την τεχνική του στο πιάνο, υπό την επίβλεψη του Γ. Ν. Χούμελ (Johann Nepomuk Hummel). Τώρα του δόθηκε η ευκαιρία να εμφανιστεί δημόσια σε συναυλίες και μουσικά γεγονότα, τα οποία συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη μουσική του φήμη. Μεταξύ των πολλών άλλων, μουσικών του δραστηριοτήτων στη Βιέννη, ήταν η συμμετοχή του στο “Historische Hauskonzerte” του Ρ. Κίζεβετερ (Raphael Kiesewetter), το οποίο έδωσε στον Βόρισεκ εκτεταμένη εμπειρία εκτέλεσης παλαιότερων έργων, από τα οποία έμαθε, επίσης, πολλά για τις τεχνικές της σύνθεσης. [12]

Όμως, για ακόμη μια φορά, απέτυχε να απασχολείται πλήρως ως μουσικός. Παρόλο που ο Βόρισεκ είχε γοητευθεί από το κλασσικό ύφος του Μότσαρτ, τον είλκυε περισσότερο ο «πρώιμος» ρομαντισμός του Μπετόβεν. Το 1814 όταν, ήδη, άρχιζε να συνθέτει γνώρισε, πράγματι, τον Μπετόβεν στη Βιέννη ο οποίος, μάλιστα, σχολίασε κολακευτικά το έργο Δώδεκα Ραψωδίες, για πιάνο. [13] Συναντήθηκε, επίσης, με άλλους κορυφαίους μουσικούς, όπως τους Σπορ, Ι. Μόσελες (Ignaz Moscheles), Χούμελ και Σούμπερτ. Με τον τελευταίο, μάλιστα, έγιναν φίλοι γρήγορα. Σύντομα, εκτιμήθηκε ως συνθέτης ορχηστρικής, φωνητικής και πιανιστικής μουσικής. Το 1818, έγινε διευθυντής τής Μουσικής Εταιρείας (Gesellschaft der Musikfreunde) της Βιέννης. Ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του, το 1821, και διορίστηκε δικηγόρος στο Αυλικό Στρατιωτικό Ιδιωτικό Συμβούλιο, για τον οποίο συνέταξε κυρίως νομικά έγγραφα. Αλλά το 1822 βρήκε, επιτέλους, τη μουσική απασχόληση που αναζητούσε, ως δεύτερος οργανίστας της Αυλής και διέκοψε τη νομική του σταδιοδρομία. Διορίστηκε πρώτος οργανίστας, το 1824. [14] Το ίδιο έτος, όμως, αρρώστησε βαριά και ο Μπετόβεν τού έστειλε τον προσωπικό του γιατρό. [15] Το καλοκαίρι του 1825 έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι στο Γκρατς και, μετά την επιστροφή του από την πόλη, πήγε σε γιατρό στο Κάρλοβι Βάρι επειδή ένοιωθε άσχημα. Από εκεί, επέστρεψε στη Βιέννη σε χειρότερη κατάσταση.

Ο Βόρισεκ πέθανε, νωρίς, από φυματίωση το 1825, σε ηλικία 34 ετών. Ενταφιάστηκε στο Νεκροταφείο Βέρινγκ (Währing) όπου, μέσα σε τρία χρόνια, τον ακολούθησαν το είδωλό του, Μπετόβεν (το 1827) και ο φίλος του, Σούμπερτ (το 1828).

Μουσική και μουσικολογικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βόρισεκ έγραψε μόνο μία (1) συμφωνία και το ύφος του έχει επηρεαστεί έντονα από τις πρώτες δύο συμφωνίες του Μπετόβεν, αλλά το μελωδικά εφευρετικό πρώιμο, ρομαντικό του ιδίωμα είναι παρόμοιο με αυτό του Σούμπερτ. Με την ιδιότητα τού οργανίστα στην αυτοκρατορική αυλή, συνέθεσε και άλλα έργα, ιδιαίτερα συνθέσεις μουσικής δωματίου.

  • Ο Βόρισεκ ήταν ο πρώτος που «πιστώνεται» ιστορικά (1822) τη σύνθεση έργων στο μουσικό ύφος της impromptu, αυτοσχεδιαστικής φόρμας που μεταλλάχθηκε σε διαφορετικό είδος, με το πέρασμα των ετών.

Κυριότερα έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Op. 1, Δώδεκα ραψωδίες για πιάνο
  • Op. 2, Ρόντο για βιολοντσέλο και πιάνο
  • Οπ. 3, Le Désir, για πιάνο
  • Op. 4, Le Plaisir, για πιάνο
  • Op. 5, Σονάτα σε Σολ μείζονα για βιολί και πιάνο
  • Op. 6, Παραλλαγές brilliant σε Ντο Μείζονα πάνω στο γαλλικό τραγούδι La sentinelle, για πιάνο και ορχήστρα
  • Op. 7, Έξι Impromptus για πιάνο
  • Op. 8, Ρόντο για βιολί και πιάνο
  • Op. 9, Παραλλαγές για βιολοντσέλο και πιάνο
  • Op. 10, Τρία τραγούδια (Die Abschiedsträne, Eintritt ins Jünglingsalter, Das arme Röschen), για φωνή και πιάνο
  • Op. 11, Ρόντο για κουαρτέτο εγχόρδων
  • Op. 12, Φαντασία για πιάνο
  • Op. 13, Gott im Frühlinge, για σοπράνο, άλτο, τενόρο και μπάσο
  • Op. 14, Παραλλαγές της Γενναιότητας, για πιάνο και ορχήστρα
  • Op. 15, Aγάπη για τραγούδι και πιάνο
  • Op. 16, Μεγάλη Εισαγωγή σε Ντο Ελάσσονα, για δύο πιάνα
  • Op. 17, Ισπανικό Ρόντο σε Ρε Ελάσσονα, για πιάνο και ορχήστρα
  • Ορ. 18, Ρόντο brilliant για πιάνο και ορχήστρα
  • Op. 19, Παραλλαγές σε Σιb Μείζονα, για πιάνο
  • Op. 20, Σονάτα σαν Φαντασία σε Μι Ελάσσονα, για πιάνο
  • Op. 21, Τρία τραγούδια (An Sie, Der Frühlingsregen, The Taubchen) για φωνή και πιάνο
  • Op. 22, Τριπλό Ρόντο για βιολί, πιάνο και βιολοντσέλο με υποχρεωτική συνοδεία ορχήστρας
  • Op. 23, Συμφωνία σε Ρε Μείζονα (1821)
  • Op. 24, Λειτουργία για 4 φωνές, 2 βιολιά, 2 όμποε, 2 φαγκότα, 2 τρομπέτες. βιολοντσέλο και εκκλησιαστικό όργανο σε Σιb Μείζονα
  • Op. 25, Ρόντο Κοντσερτάντε (Μεγάλο), για πιάνο, βιολί, βιολοντσέλο και ορχήστρα
  • Offertorium (Mentis oppressae etc.) σε Σολ Μείζονα, για 4 φωνές και ορχήστρα
  • Graduale (Quoniam iniquitatem cognosco. Fuga) σε Ντο Ελάσσονα, για 4 φωνές, 2 βιολιά, βιόλα, 2 όμποε, 3 τρομπόνια, κλαρινέτο, τύμπανα, βιόλα, βιολοντσέλο και εκκλησιαστικό όργανο

[16][17]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D. C. L (Oxford, 1880)
  • Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
  • Rob. Eitner, Biographisch-bibliographisches Quellen-LexiKon, on line
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Eγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα» (ΠΛΜ), έκδοση 1991, τόμος 15, σ. 90
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Eric BlomThe New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
  • Constantin von Wurzbach: Worzischek, Johann Hugo. In: Biographisches Lexikon des Kaiserthums Oesterreich.58. Theil. Kaiserlich-königliche Hof- und Staatsdruckerei, Wien 1889, S. 124–129