Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 49°00′45″N 8°24′06″E / 49.0125°N 8.4018°E / 49.0125; 8.4018

Το κτήριο του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Καρλσρούη

Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (Bundesverfassungsgericht, BVerfG) είναι το Συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας. Ιδρύθηκε με το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας του 1949 (Θεμελιώδη νόμο της Βόννης). Έχει ευρύτατες αρμοδιότητες ελέγχου της συμμόρφωσης της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας με το Σύνταγμα.

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οργάνωση και οι αρμοδιότητες του ΟΣΔ ρυθμίζονται στα άρθρα 92-94 του γερμανικού Συντάγματος (Grundgesetz) και από τον νόμο περί συνταγματικού δικαστηρίου (Bundesverfassungsgerichtsgesetz). Δύο είναι τα βασικά στοιχεία που αιτιολογούν τις εκτεταμένες αρμοδιότητές του: ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας του κράτους και το ναζιστικό παρελθόν. Ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας του κράτους δίνει στο ΟΣΔ τον χαρακτήρα του "διαιτητή" ανάμεσα στα κρατίδια (Länder) και στο κεντρικό κράτος (ομοσπονδία, Bund), ενώ η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία λόγω εκμετάλλευσης και κατάχρησης των δημοκρατικών θεσμών δικαιολογούν ρυθμίσεις όπως η απαγόρευση των κομμάτων και η αποδυνάμωση των ατομικών δικαιωμάτων. Η δυνατότητα κάθε πολίτη να ασκήσει ενώπιόν του συνταγματική προσφυγή οδηγεί παράλληλα σε αποτελεσματική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων.

Οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ΟΣΔ αποτελείται από 16 δικαστές κατανεμημένους σε δύο τμήματα (Senate) των οκτώ δικαστών και και σε κάθε τμήμα λειτουργούν 3 συμβούλια (Kammern) των τριών δικαστών (κάθε δικαστής μπορεί να συμμετέχει σε περισσότερα συμβούλια). Τις αρμοδιότητες των τμημάτων και των συμβουλίων τις αποφασίζει το ίδιο το δικαστήριο. Στο ένα τμήμα προεδρεύει ο Πρόεδρος του δικαστηρίου και στο άλλο ο αντιπρόεδρος.

Οι δικαστές διορίζονται κατά το ήμισυ από επιτροπή του ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου (Bundestag) και κατά το άλλο ήμισυ από το ομοσπονδιακό συμβούλιο (Bundesrat, όργανο των εκπροσώπων των ομόσπονδων κρατιδίων). Τρεις δικαστές σε κάθε τμήμα επιλέγονται μεταξύ των μελών των ανωτάτων δικαστηρίων της Γερμανίας. Οι υπόλοιποι 10 πρέπει να είναι νομικοί, να έχουν συμπληρώσει το 40ό έτος της ηλικίας τους και να έχουν δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εθνικές εκλογές, ενώ δεν επιτρέπεται να είναι Βουλευτές ή μέλη της ομοσπονδιακής ή τοπικής κυβέρνησης. Κάθε μέλος διορίζεται για δωδεκαετή μη ανανεώσιμη θητεία.

Τα δύο τμήματα συνεδριάζουν χωριστά. Σε περίπτωση ισοψηφίας η αίτηση ή προσφυγή απορρίπτεται (δεν υπερισχύει η ψήφος του προέδρου, όπως συμβαίνει σε άλλα δικαστήρια). Το ΟΣΔ συνέρχεται σε ολομέλεια μόνο όταν ένα τμήμα σκοπεύει να εκδώσει απόφαση αντίθετη από προηγούμενη απόφαση του άλλου τμήματος, προκειμένου να διασφαλιστεί η ενότητα της νομολογίας.

Αρμοδιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γερμανικό ΟΣΔ έχει ευρύτατες αρμοδιότητες. Εκτός από τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, έχει αρμοδιότητα να εκδικάζει τις συνταγματικές προσφυγές των πολιτών (Verfassungsbeschwerde) και να ελέγχει τις πράξεις και παραλείψεις όλων των πολιτειακών οργάνων.

Συνταγματική προσφυγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(Verfassungsbeschwerde)
Η συνταγματική προσφυγή είναι η πιο συχνή περίπτωση προσφυγής στο ΟΣΔ. Κάθε πολίτης δικαιούται να προσφύγει κατά κρατικής πράξης, η οποία του θίγει ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα. Ως κρατική πράξη νοείται κάθε πράξη καθεμιάς από τις τρεις εξουσίες του κράτους, όχι μόνο της εκτελεστικής. Πράξη δηλαδή μπορεί να είναι νόμος, διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση. Απαράιτητη προϋπόθεση του παραδεκτού της συνταγματικής προσφυγής είναι η προηγούμενη εξάντληση των ένδικων βοηθημάτων. Ο προσφεύγων θα πρέπει προηγουμένως να έχει προσφύγει στα αρμόδια τακτικά δικαστήρια και να έχει εξαντλήσει όλα τα ένδικα μέσα. Έτσι η συχνότερη πράξη που προσβάλλεται είναι η τελεσίδικη δικαστική απόφαση που απορρίπτει το ένδικο βοήθημα του προσφεύγοντος.

Με αυτό το ένδικο βοήθημα ο προσφεύγων ζητά να ακυρωθεί η κρατική πράξη που του προσβάλλει τα ατομικά δικαιώματα. Αν το ΟΣΔ κάνει την προσφυγή δεκτή, τότε ακυρώνει την πράξη. Αν η πράξη είναι δικαστική απόφαση (η συχνότερη περίπτωση), τότε το ΟΣΔ λειτουργεί ως αναιρετικό δικαστήριο: εξαφανίζει την απόφαση του προηγούμενου δικαστηρίου και αναπέμπει την υπόθεση σε αυτό για επανεκδίκαση. Οι αποφάσεις του είναι δεσμευτικές για όλα τα κρατικά όργανα. Το ΟΣΔ μπορεί να κρίνει είτε ότι η συγκεκριμένη εφαρμογή του νόμου είναι αντισυνταγματική είτε ότι ο νόμος ως σύνολο είναι αντισυνταγματικός. Στην τελευταία περίπτωση ο νόμος ακυρώνεται.

Το ένδικο βοήθημα της συνταγματικής προσφυγής έχει δώσει στο ΟΣΔ τη δυνατότητα να κρίνει τη συνταγαμτικότητα πλειάδας νόμων και να υποδείξει τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία τους. Παράλληλα του έχει δώσει την ευκαιρία να αναπτύξει μια ευρύτατη νομολογία δε θέματα ατομικών δικαιωμάτων. Λόγω της πληθώρας των προσφυγών, ο νόμος δίνει το δικαίωμα στο ΟΣΔ να απορρίπτει αβάσιμες προσφυγές χωρίς την έκδοση απόφασης[1].

Αφηρημένος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(Abstrakte Normenkontrolle)
Με αυτό το ένδικο βοήθημα μπορεί ένα πολιτειακό όργανο να προσβάλει έναν νόμο ως αντισυνταγματικό. Δικαίωμα προσφυγής έχει η ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, οι κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατιδίων και το ένα τρίτο των μελών του Κοινοβουλίου (Bundestag). Με αυτόν τον τρόπο το γερμανικό Σύνταγμα δίνει τη δυνατότητα και στην κοινοβουλευτική μειοψηφία να προσβάλει έναν νόμο ως αντισυνταγματικό. Επίσης δίνει τη δυνατότητα και στις κυβερνήσεις των κρατιδίων να προσφύγουν στο ΟΣΔ. Λόγοι αντισυνταγματικότητας μπορεί να είναι τόσο η παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων όσο και η παραβίαση των λοιπών διατάξεων του Συντάγματος. Ιδιαίτερη σημασία έχουν σε αυτήν τη διαδικασία τα άρθρα του Συντάγματος που κατανέμουν τις νομοθετικές αρμοδιότητες ανάμεσα στα ομόσπονδα κρατίδια και στο ομοσπονδιακό κράτος. Συνήθης λόγος προσφυγής των κρατιδίων είναι η υπέρβαση εκ μέρους του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου της εξουσίας του να νομοθετεί και η ρύθμιση με ομοσπονδιακό νόμο ζητημάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατιδίων. Στις περιπτώσεις αυτές νομιμοποιούνται να προσφύγουν και το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Bundesrat) και τα τοπικά κοινοβούλια των κρατιδίων. Το ΟΣΔ εξασφαλίζει έτσι τη διατήρηση του ομοσπονδιακού χαρακτήρα του πολιτεύματος. Με τη διαδικασία αυτήν μπορεί να προσβληθεί μόνο νόμος που έχει εκδοθεί και δημοσιευτεί, ο έλεγχος είναι με άλλα λόγια κατασταλτικός και όχι προληπτικός.

Συγκεκριμένος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(Konkrete Normenkontrolle)
Στη Γερμανία αρμόδιο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων είναι μόνο το ΟΣΔ, ο έλεγχος δηλαδή είναι συγκεντρωτικός και όχι διάχυτος. Όμως ισχύει για όλα τα δικαστήρια η υποχρέωση να μην εφαρμόζουν αντισυνταγματικούς νόμους. Αν ένα δικαστήριο κατά την εκδίκαση μιας συγκεκριμένης υπόθεσης κληθεί να εφαρμόσει νόμο, για του οποίου τη συνταγματικότητα αμφιβάλλει, οφείλει να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα στο ΟΣΔ. Το ΟΣΔ αποφαίνεται τότε οριστικά για τη συνταγματικότητα του νόμου. Η αρμοδιότητα αυτή αφορά μόνο νόμους που ψηφίστηκαν μετά τη θέσπιση του Συντάγματος (Θεμελιώδους νόμου) του 1949. Παλαιότεροι νόμοι (vorkonstitutionelles Recht) ελέγχονται ως προς τη συνταγματικότητά τους από όλα τα δικαστήρια (διάχυτος έλεγχος).

Διαφορές μεταξύ πολιτειακών οργάνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(Organstreit)
Αυτή η περίπτωση προσφυγής αφορά διαφορές μεταξύ των προβλεπόμενων στο ομοσπονδιακό Σύνταγμα πολιτειακών οργάνων. Τέτοια είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο (Bundestag), το ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Bundesrat) και η ομοσπονδιακή Κυβέρνηση. Αντικείμενο της προσφυγής είναι πράξη ή παράλειψη ενός οργάνου που θίγει τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του άλλου. Δικίωμα προσφυγής έχει το θιγόμενο όργανο ως όλον αλλά και μέλη του. Έτσι μπορεί π.χ. να προσφύγει μέλος του ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου ή κοινοβουλευτική ομάδα κατά του ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου αν δεν τους δοθεί ο λόγος ως ωφείλετο σε μια συνεδρίαση. Με αυτήν τη διαδικασία μπορεί να προσφύγει και το Κοινοβούλιο ή η Κυβέρνηση κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας, αν ο τελευταίος αρνείται π.χ. να εκδώσει έναν νόμο που έχει ήδη ψηφιστεί.

Διαφορές ομοσπονδιακού κράτους και ομόσπονδων κρατιδίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(Bund-Länder Sreit)
Η πρείπτωση αυτή αφορά διαφωνίες μεταξύ οργάνων της ομοσπονδίας από τη μια και ομόσπονδων κρατιδίων από την άλλη. Αντικείμενο είναι πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες θίγουν το αιτούν όργανο τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά του. Παράδειγμα εφαρμογής του είναι η παραβίαση από ένα κρατίδιο της υποχρέωσης πίστης στην ομοσπονδία μέσω της μη εφαρμογής ενός νόμου ή άλλης συμπεριφοράς. Σε αυτήν την περίπτωση η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μπορεί να προσφύγει στο ΟΣΔ ζητώντας να καταδικαστεί το κρατίδιο να εφαρμόσει τον νόμο. Η προσφυγή μπορεί να ασκηθεί και από κρατίδια κατά της ομοσπονδίας.

Απαγόρευση κομμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(Parteiverbot)
Το γερμανικό Σύνταγμα προβλέπει τη δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικού κόμματος που έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα. Αίτηση για απαγόρευση μπορεί να υποβάλει μόνο η ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, το ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο και το ομοσπονδιακό Συμβούλιο. Η απόφαση που απαγορεύει ένα κόμμα έχει ως συνέπεια την άμεση διάλυση του κόμματος, την αφαίρεση των εδρών του από το Κοινοβούλιο και τη δήμευση της περιουσίας του. Ως τώρα έχουν απαγορευτεί δύο κόμματα, το Αυτοκρατορικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Sozialistische Reichspartei-SRP), διάδοχος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος του Χίτλερ NSDAP το 1952 και το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Kommunistische Partei Deutschlands-KPD) το 1956. Αίτηση της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης το 2001 για την απαγόρευση του ακροδεξιού Εθνικοδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (Nationaldemokratische Partei Deutschlands-NPD) απερρίφθη λόγω έλλειψης στοιχείων.

Αποδυνάμωση ατομικών δικαιωμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(Grundrechtsverwirkung)
Με αυτήν τη διαδικασία δίνεται στο ΟΣΔ η δυνατότητα μετά από αίτηση της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, του ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου ή μιας τοπικής Κυβέρνησης να κρίνει αν ένα πρόσωπο καταχράται τα ατομικά του δικαιώματα εις βάρος και προς βλάβην της ελεύθερης και δημοκρατικής έννομης τάξης. Αν διαπιστώσει κάτι τέτοιο, τότε μπορεί να κρίνει ότι τα δικαιώματα του ατόμου αυτού έχουν αποδυναμωθεί (δεν εφαρμόζονται πλέον). Υπό κρίσιν είναι συγκεκριμένα δικαιώματα, όπως η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερία του τύπου, η ελευθερία του συνέρχεσθαι κ.ά. Τέσσερις αιτήσεις που έχουν ως τώρα υποβληθεί έχουν απορριφθεί.

Έλεγχος εθνικών εκλογών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(Wahlprüfung)
Το ΟΣΔ είναι αρμόδιο να εκδικάζει σε δεύτερο και τελευταίο βαθμό ενστάσεις που ανακύπτουν από τις εθνικές εκλογές. Αρμόδιο σε πρώτο βαθμό είναι το ίδιο το ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Προσφυγή μπορεί να υποβληθεί από μέλη του ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, την ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, από το ομοσπονδιακό Συμβούλιο ή από τουλάχιστον 101 πολίτες.

Παραβίαση του Συντάγματος από τον ΠτΔ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(Präsidentenanklage)
Το ΟΣΔ εκδικάζει προσφυγή από την Κυβέρνηση ή το Κοινοβούλιο κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας για από πρόθεση παραβίαση του Συντάγματος ή νόμου και μπορεί να τον κηρύξει έκπτωτο. Η περίπτωση αυτή δεν έχει ως τώρα εφαρμοστεί.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Στην Ελλάδα τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να εκδίδουν αιτιολογημένη απόφαση ακόμη κι αν απορρίπτουν το ένδικο βοήθημα, αλλιώς διαπράττουν αρνησιδικία.

Σχετικά άρθρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

http://www.bundesverfassungsgericht.de/ Η επίσημη ιστοσελίδα του δικαστηρίου