Γαληνίτης
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Μικτά θειούχα (σουλφίδια) |
Χημικός τύπος | PbS |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 7,4 gr/cm3 |
Χρώμα | Μολυβδόφαιο έως μολυβδομέλαν, κίτρινο/κιτρινόφαιο επιφανειακά (χρώμα επιπολής) |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Κυβικό |
Κρύσταλλοι | Συνήθως κυβικοί, λιγότερο συχνά οκταεδρικοί ή κυβο-οκταεδρικοί. |
Υφή | Κοκκώδης έως συμπαγής, ορισμένες φορές δικτυοειδής ή στιφρή |
Διδυμία | Στο επίπεδο {111}, επαφής ή διεισδύσεως |
Σκληρότητα | 2,5 |
Σχισμός | Τέλειος κατά {001}, ατελής κατά {111} |
Θραύση | Κογχοειδής |
Λάμψη | Έντονα μεταλλική, θαμπώνει με την μακρόχρονη έκθεση στον αέρα |
Γραμμή κόνεως | Γκρίζα, μολυβδόχρους |
Διαφάνεια | Ολοσχερώς αδιαφανής |
Ανευρίσκεται | Παγκόσμια |
Ο Γαληνίτης (αγγλ. Galena) είναι ορυκτό και το κυριότερο μετάλλευμα του μολύβδου. Έχει χημικό τύπο PbS (θειούχος μόλυβδος).
Εμφάνιση, παραγενέσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Απαντά σε μεγάλη ευρύτητα γεωλογικών περιβαλλόντων, όπως σε υδροθερμικές φλέβες, σε αποθέσεις μεταμόρφωσης επαφής, σε πηγματίτες (σπάνια) και σε ασβεστολιθικούς - δολομιτικούς σχηματισμούς. Συνηθέστερα απαντά μαζί με μαρκασίτη, χαλκοπυρίτη, χαλαζία, ασβεστόλιθο, δολομίτη, βαρύτη και ορυκτά του αργύρου, του οποίου επίσης αποτελεί ένα από τα κυριότερα μεταλλεύματα. Γαληνίτες με υψηλή περιεκτικότητα σε άργυρο παρουσιάζουν έντονο λεπιοειδή σχισμό με ελαφρά κάμψη, ενώ με υψηλή περιεκτικότητα σε βισμούθιο παρουσιάζουν οκταγωνικό σχισμό.
Ανευρίσκεται σε εκμεταλλεύσιμες ποσότητες στις ΗΠΑ (κυρίως στις πολιτείες Αϊντάχο και Κολοράντο), στην Τσεχία, στην Σαξονία της Γερμανίας. Στην Ελλάδα ανευρίσκεται όπου υπάρχουν μικτά θειούχα (μεταλλεία Λαυρίου, Στρατώνι Χαλκιδικής (αργυρομιγής), Ανατολική Μακεδονία και Θράκη).
Συνηθέστερες προσμίξεις του είναι με άργυρο, χαλκό, βισμούθιο και σίδηρο. Ο γαληνίτης εξαλλοιώνεται σε κερουσίτη και αγγλεσίτη (δευτερογενή ορυκτά του μολύβδου).
Χρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γαληνίτης είναι ημιαγωγός και μπορεί να χρησιμοποιηθεί, σε συνδυασμό με ένα λεπτό σύρμα, για να σχηματιστεί μια δίοδος επαφής σημείου. Η ιδιότητά του αυτή είναι χρήσιμη για την φώραση των ραδιοφωνικών κυμάτων και την κατασκευή απλών ραδιοφωνικών δεκτών, των λεγόμενων ραδιοφώνων κρυστάλλου. Πρόκειται για πολύ απλά κυκλώματα, τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην υλοποίηση, που επιτρέπουν, ωστόσο, ακρόαση ραδιοφωνικών σταθμών στις περισσότερες κυματικές ζώνες (bands), και μάλιστα χωρίς τη χρήση ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς ο δέκτης αντλεί την ενέργεια που χρειάζεται από τα ραδιοφωνικά κύματα. Τέτοιοι δέκτες κατασκευάστηκαν ευρέως στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ενώ συνεχίζουν να κατασκευάζονται ως σήμερα από ραδιοερασιτέχνες. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αποτέλεσαν, λόγω της απλότητας της κατασκευής τους και της δυνατότητας χρήσης τους οπουδήποτε, τρόπο ακρόασης ραδιοφωνικών σταθμών σε περιοχές ή περιστάσεις που η χρήση άλλων ραδιοφώνων ήταν απαγορευμένη ή αδύνατη.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 0-395-91096-X
- Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0-395-51137-2
- S. S. Augustithis, Atlas of the textural patterns of ore minerals and metallogenic proccesses, Walter de Gruyter, ISBN 3-11-013639-2