Βασιλικό Αλκάθαρ της Γουαδαλαχάρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 40°38′18″N 3°10′10″W / 40.63833°N 3.16944°W / 40.63833; -3.16944

Βασιλικό Αλκάθαρ της Γουαδαλαχάρα
Το Αλκάθαρ της Γουαδαλαχάρας
Χάρτης
Είδοςalcázar
Γεωγραφικές συντεταγμένες40°38′18″N 3°10′10″W
Διοικητική υπαγωγήΓουαδαλαχάρα
ΧώραΙσπανία
ΠροστασίαRed List of Endangered Heritage item (από 2019)[1]
Commons page Πολυμέσα

Το Βασιλικό Αλκάθαρ της Γουαδαλαχάρα (ισπανικά: Alcázar Real de Guadalajara) είναι οχύρωση Ανδαλουσιανής προέλευση του 9ου αιώνα, στην Γουαδαλαχάρα, η οποία μετατράπηκε με το πέρασμα του χρόνου σε βασιλικό ανάκτορο, εργοστάσιο αργαλιών και στρατώνα. Σχηματίζει ένα οχυρωμένο έγκλειστο με έκταση λίγο μεγαλύτερη από ένα εκτάριο στο φαράγγι Αλαμίν, δίπλα στον παλιό δρόμο για τη Μαδρίτη. Από τη δημιουργία του, καταλαμβάνει το χώρο στη δυτική είσοδο της Γουαδαλαχάρα, δίπλα στην πύλη του Μπραδαμάρτε και χωρίζει την γειτονιά Αλκαγιερία από την υπόλοιπη πόλη.

Η κύρια χρήση του ως Ανδαλουσιανό οχυρό ήταν να προστατεύει την είσοδο της πόλης και να ελέγχει το πέρασμα μέσω της κοιλάδας του ποταμού Ενάρες. Κατά τη διάρκεια της χριστιανικής εποχής, ήταν βασιλικό παλάτι, όπως ήταν το Αλκάθαρ της Σεβίλλης και το Αλκάθαρ της Κόρδοβα, τα οποία χρονολογούνται από την ίδια περίοδο. Στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε και μετατράπηκε αρχικά σε εργοστάσιο αργαλειών και στη συνέχεια σε στρατώνες, μέχρι που καταστράφηκε το 1936. Από το 1998, διεξάγονται ανασκαφές και αρχαιολογικές μελέτες αποκαλύπτους τα διαφορετικά στρώματα της κάθε περιόδου.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανδαλουσιανή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατασκευή του Αλκάθαρ της Γουαδαλάχαρα έλαβε χώρα τον 9ο αιώνα, σε μία περίοδο κατά την οποία μάχονταν οι ομάδες του Βερβέρου Μπανού Σαλίμ και του Μουλαντί Μπανού Κασί. Γύρω στο 862, ο στρατός του Μουσά ιμπν Μουσά πολιόρκησε την Γουαδαλαχάρα και επιτέθηκε στο Αλκάθαρ, όπου βρισκόταν ο γαμπρός του Ιζράκ ιμπν Μουντίλ, προσπαθώντας να ελέγξει την πόλη. Ο Μουσά τραυματίστηκε στην μάχη και πέθανε ενώ έφτανε στην Τουδέλα.[2]

Η κατασκευή του αρχικού Αλκάθαρ τελείωσε τον 10ο αιώνα, από τον χαλίφη Αμπντ αλ-Ραχμάν Γ΄, ο οποίος το επισκεπτόταν συχνά και το χρησιμοποιούσε ως στρατιωτική βάση, και αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο στις μάχες ενάντια στα βόρεια χριστιανικά βασίλεια της ιβηρικής χερσονήσου. Έτσι το 920, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Μουέθ, ο Αμπντ αλ-Ραχμάν Γ΄ χρησιμοποίησε το Αλκάθαρ ως βάση στην όποια σχεδίασε τις στρατηγικές στις μάχες.[3]

Το 1085, η Γουαδαλαχάρα καταλαμβάνεται από τους Χριστιανούς, από τα στρατεύματα του Άλβαρ Φάνιεθ, ο οποίος βρισκόταν στις υπηρεσίες του βασιλιά Αλφόνσο ΣΤ΄ της Καστίλης και Λεόν, και έγινε τμήμα του βασιλείου της Καστίλης. Έτσι, ξεκινάει μια νέα εποχή για το αλκάθαρ, το οποίο μετατράπηκε σε βασιλικό ανάκτορο.

Χριστιανική εποχή, ακμή και παρακμή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την κατάκτηση της πόλης από τις δυνάμεις του Αλφόνσο ΣΤ΄, το Αλκάθαρ μετατρέπεται σε βασιλική κατοικία των βασιλιάδων της Καστίλης, και αναφέρεται συχνά από τους Αλφόνσο ΣΤ΄, Αλφόνσο Η΄, Φερδινάνδο Γ΄, Σάντσο Δ΄ και Αλφόνσο ΙΑ΄. Ο τελευταίος διέταξε την κατασκευή μέσα στο Αλκάθαρ μιας εκκλησία αφιερωμένης στον Σαν Ιλδεφόνσο και το προικίζει με «σπουδαία αποκτήματα και θεσμοθετημένες αρχηγείες».[4]

Η εποχή του Αλφόνσο ΙΑ΄, κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, ήταν μια εποχή ακμής για το Αλκάθαρ της Γουαδαλαχάρας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, μετά από μεταρρυθμίσεις που προώθησε η Ινφάντα Ισαβέλλα της Καστίλης, κυρία της Καστίλης ανάμεσα στο 1292 και το 1311, μαζί με το μοναστήρι της Σάντα Κλάρα, το Αλκάθαρ γίνεται ένα αυθεντικό παλάτι μαυριτανικού ρυθμού, με κεντρικό κήπο, πισίνες, μπάνια, υπόγεια και πύργο ένα αιώνα αργότερα, την εποχή των Καθολικών Βασιλιάδων. Τα σχέδια των αρχιτεκτόνων για αυτήν την ανακατασκευή βασίστηκαν στο βασιλικό μοναστήρι της Σάντα Κλάρα δε Τορδεσίγιας, το μοναστήρι της Σάντα Κλάτα δε Αστουδίγιο και Λεόν και τα Αλκάθαρ της Σεβίλλης και της Κόρδοβας. Για την ακρίβεια, η κεντρική αυλή ήταν αντίγραφο του Πάτιο δε Ντονσέγιας του Αλκάθαρ της Σεβίλλης.

Τόσο μεγάλη ήταν η αίγλη και το κύρος του Αλκάθαρ κατά τη διάρκεια της δυναστείας Τραστάμαρα, ώστε κατά τη διάρκεια της δυναστεία της Βουργουνδίας να λάβει χώρα εκεί το Κόρτες της Καστίλης το 1390 και το 1408.[5][6] Το 1436 έλαβε χώρα ο πολυδοξασμένος γάμος του δεύτερου μαρκισίου της Σαντιγιάνα και πρώτου δούκου της Ινφάντα, Ντιέγο Ουρτάδο δε Μεντόθα υ Φιγκερόα, με την Μαρία Λούνα, η οποία το 1448 έλαβαν με την υποστήριξη της οικογένειας Μεντόθα από τον Ιωάννη Β΄ το καθήκον του αρχιφύλακα του Αλκάθαρ της Γουαδαλαχάρα.

Το 1460, τα στρατεύματα του Ερρίκου Δ΄ κατέλαβαν τη Γουαδαλαχάρα για να εκδιώξουν τους Μεντόθα, οι οποίοι είχαν γίνει πολύ ισχυροί στην πόλη, με αποτέλεσμα το Αλκάθαρ να καταστραφεί μερικώς, και έτσι όταν οι Μεντόθα επέστρεψαν στην πόλη άρχισαν να χτίζουν το Παλάθιο δελ Ινφανάτο ως το νέο οικογονειακό τους σπίτι.[7] Έτσι, το Αλκάθαρ βρέθηκε σε καθεστώς αχρησίας και οι επόμενοι δούκες άρχισαν να χρησιμοποιούν τα βοηθητικά του κτίρια ως αποθήκες και ότι είχε απομείνει όρθιο ως γραφεία του συμβουλίου. Η σχεδόν πλήρης καταστροφή σήμαινε ότι λίγα υπολείματα του Αλκάθαρ μετατράπηκαν σε στρατώνα για όσους συμμετείχαν στην επανάσταση του Κομμουνέρος της Καστίλης. Με την κατάκτηση της πόλης από τα στρατεύματα του Καρόλου Α΄, ότι είχε απομείνει από το ανακτορίκο σύμπλεγμα που αποτελούσε το Αλκάθαρ της Γουαδαλαχάρα είχε καταστραφεί ολοσχερώς.[8]

Βασιλικό εργοστάσιο υφασμάτων και αργαλειών του Σαν Κάρλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φίλιππος Ε΄, μετά τον πόλεμο διαδοχής στον οποίο ανέβηκε στο θρόνο και το γάμο του με την Ελισάβετ Φαρνέζε στο Παλάθιο δελ Ινφανάτιο, ως ευχαριστία προς τη Γουαδαλαχάρα, έδωσε την δυνατότητα στην πόλη να κατασκευαστεί ένα βασιλικό εργοστάσιο. Η θέση του θα ήταν στο παλάτι των μαρκησίων του Μοντεσκλάρος, απέναντι από το Αλκάθαρ και το Παλάθιο δελ Ινφανάτιο. Για να πληρούν τις ακριβείς προϋποθέσεις ώστε να μετατραπεί το παλάτι σε εργοστάσιο χρησιμοποιήθηκαν υλικά από τα ερείπια του Αλκάθαρ.

Παρόλα αυτά, το εργοστάσιο αποδείχθηκε σύντομα μικρό όταν αποφασίστηκε η επέκτασή του. Υπήρχαν σχέδια να κατασκευαστεί ένα νέο εργοστάσιο στο Μπριουέγα, το Σαν Φερνάνδο δε Ενάρες και το Τορρεχόν δε Αρδόθ ή να επεκταθεί στη θέση του παλιού Αλκάθαρ.[9] Τελικά, αποφασίστηκε να κατασκευαστούν τα εργοστάσιο στο Μπριουέγα και το Σαν Φερνάνδο δε Ενάρες και να επεκταθεί αυτό στη Γουαδαλαχάρα. Έτσι το 1778, κατεδαφίζονται μερικώς τα ερείπια του παλιού Αλκάθαρ ώστε να επεκταθεί το βασιλικό υφαντουργείο σε σχέδιο του . Από το μεσαιωνικό κάστρο διατηρήθηκαν μόνο οι περιμετρικοί τοίχοι, οι οποίοι θα στέγαζαν το κτίριο του εργοστασίου. Το νέο κτίριο ονομάστηκε Real Fábrica de Sarguetas de San Carlos. το εργοστάσιο παρέμεινε σε λειτουργία μέχρι τον ιβηρικό πόλεμο, όταν και χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας, και τελικά λόγω των ζημιών το εργοστάσιο σταμάτησε να λειτουργεί το 1812. Το 1822 έγινε τελικά στρατώνας και έδρα της Ακαδημίας Μηχανικών της Γουαδαλαχάρα, και έτσι το κτίριο ανακατασκευάστηκε το 1860 ώστε να εξυπηρετεί καλύτερα τον νέο ρόλο του.

Καταστροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου, τα στρατεύματα των εθνικιστών επαναστατών στρατοπέδευσαν στο Σαν Κάρλος. Σε απάντηση, τα δημοκρατικά στρατεύματα βομβάρδισαν από αέρος τους στρατώνες τις 22 Ιουλίου 1936 με αποτέλεσμα να κτίριο να αναφλεγεί και σε μεγάλο βαθμό να καταστραφεί. Οι εθνικιστές βομβάρδισαν τη Γουαδαλάχαρα τις 6 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, καταστρέφοντας μεγάλο τμήμα της πόλης και ότι είχε απομείνει από το Αλκάθαρ.[10] Λίγοι τοίχοι παραμένουν όρθιοι μέχρι σήμερα. Το Αλκάθαρ παρέμενει παραμελημένο για σχεδόν 70 χρόνια, μέχρι το 1998, όταν άρχισαν οι πρώτες ανασκαφές για την μελέτη των ερειπίων του κτιρίου.

Φάσεις και υλικά κατασκευής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τοίχοι του Αλκάθαρ

Οι ανασκαφές και οι αρχαιολογικές μελέτες που διεξάγονται από το 1998 έχουν αναγνωρίσει τα υπολείμματα των τεσσάρων φάσεων κατασκευής του βασιλικού Αλκάθαρ της Γουαδαλαχάρας: η πρώτη για το Ανδαλουσιανό οχυρό, η δεύτερη για το μουδέχαρ ανάκτορο, η τέταρτη για την υφαντουργία και η τέταρτη για τους στρατώνες του Σαν Κάρλος.

Ανδαλουσιανό οχυρό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ανδαλουσιανό οχυρό κατασκευάστηκε τον 9ο αιώνα και υπήρχε μέχρι την κατάληψη της Γουαδαλαχάρας από τους Χριστιανούς τον 11ο αιώνα. Λίγα παραμένουν από το αρχικό παλιό οχυρό, όπως η σχεδόν τετράγωνη τραπεζοειδής μορφή της οχύρωσης με τους πύργους, σε συνδυασμό με τα θεμέλια των αρχικών τείχων του ύστερου μουδέχαρ ανακτόρου, καθώς τα υλικά τους αφαίρεθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν σε μετέπειτα κατασκευές. Το αρχικό οχυρό ήταν από ασβεστοκονίαμα.

Μουδέχαρ παλάτι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μουδέχαρ ανάκτορο κατασκευάστηκε πάνω στο αρχικό ιερό και χρησιμοποίησε τη δομή και τα υλικά του προηγούμενου οχυρού. Ήταν κτισμένο και αυτό με ασβεστοκονίαμα, ενισχυμένο με τούβλα ώστε να μπορεί να διατηρεί τη δομή του παλατιού. Επίσης, ο γύψος ήταν σημαντικός για τη διακόσμηση διαφορετικών τμημάτων του παλατιού. Οι ανασκαφές των τελών της δεκαετίας του 1990 βρίκαν το σημαδί που άφησε η βάση του παλατιού, το οποίο τελικά καταστράφηκε στον 16ο αιώνα.

Βασιλικό εργοστάσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την κατασκευή του εργοστασίου του Σαν Κάρλος χρησιμοποιήθηκε η δομή του προηγούμενου παλατιού, ενισχύοντας του προϋπάρχοντες τείχους χρησιμοποιώντας τούβλα και σκυρόδεμα, ενώ δημιουργήθηκαν και παράθυρα. Χρησιμοποιήθηκαν θόλοι για την κατασκευή της οροφής του ισογείου.

Στρατώνες του Σαν Κάρλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανάγκη να επεκταθούν τα παλιά βοηθητικά κτίρια που βρίσκονταν στο παλαιό εργοστάσιο κάλυψε η κατασκευή ενός νέου κτιρίου στη νότια πλευρά του παλατιού, δίπλα στο δρόμο για τη Μαδρίτη. Ήταν διώροφο, με εκτεθειμένη πλινθοδομή και επιμήκες ορθογώνιο σχήμα.

Τμήματα του Αλκάθαρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχηματική αναπαράσταση του Αλκάθαρ

Τα τμήμα του Αλκάθαρ είναι:[11]

Δυτική πύλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του Αλκάθαρ και επιτρέπει την άμεση πρόσβαση στη γειτονιά Θατσαρρερίας, πύλη της Γουαδαλαχάρα από τα δυτικά. Είναι σίγουρο ότι με την κατασκευή του, το Αλκάθαρ είχε ήδη πύλη σε αυτό το μέρος· μια άλλη πύλη στο βορρά χρονολογείται από τον 14ο αιώνα. Κατασκευάστηκε από συμπιεσμένο ασβεστοκονίαμα, όπως και ο βορειοδυτικός τοίχος. Ήταν διακοσμημένος με τούβλα που βρίσκονταν πάνω στις μουδέχαρ αψίδες.

Κούμπα ή αίθουσα θρόνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν τετράγωνη και βρισκόταν σε ένα από τους πύργους στο δυτικό τείχος και κατασκευάστηκε κατά την επέκταση του κτιρίου τον 14ο αιώνα. Πιθανότατα είχε ξύλινο ταβάνι. Η πρόσβαση στην κεντρική αυλή γινόταν μέσω των στοών που το περιέβαλαν.

Λουτρά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρίσκονταν δίπλα στην αίθουσα του θρόνου, προς τα βόρεια και είχε μεγάλες μπανιέρες και θερμά λουτρά για την υγιεινή και προσωπική απόλαυση των κατοίκων του. Οι τουλατές ήταν ανεξάρτητες και σε ανοικτό χώρο.

Σαλόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατασκευάστηκαν με το αρχικό Αλκάθαρ τον 9ο αιώνα δίπλα στο βόρειο τοίχο, είχαν ορθογώνιο δάπεδο και αποτελούνται από μία μεγάλη κεντρική αίθουσα με δύο αλάνιας. Κατασκευάστηκαν τον 11ο αιώνα, με την χριστιανική κατάκτηση και μετατροπή του οχυρού σε παλάτι και επίσης τον 14ο αιώνα προστέθηκαν μερικά παράθυρα που έβλεπαν προς την αυλή και προς το εξωτερικό του κτρίου και τα δωμάτια επεκτάθηκαν ώστε να μπορούν να στεγάσουν την πολυάριθμη αυλή των ευγενών.

Αυλή και πισίνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κεντρική αυλή του Αλκάθαρ είναι έργο του 13ου και 14ου αιώνα και διέθετε μεγάλο κήπο και μία κεντρική πισίνα κατασκευασμένη από συμπιεσμένο ασβέστη. Η αυλή περιβαλλόταν από ένα ιερό σε μορφή στοάς που είχε οκτάγωνους κίονες και φιλιγκράν γύψο.

Νοτιοανατολική πύλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρισκόταν στον νοτιοανατολικό τείχο του Αλκάθαρ και επικοινωνούσε απευθείας με την πόλη. Κατασκευάστηκε στη θέση μίας προηγούμενης το 13ο αιώνα και ήταν από πέτρινη τοιχοποιία από το αρχικό οχυρό. Αποτελούταν από ένα πύργο με δύο ανοικτές αψίδες και χωλ εισόδου. Η πύλη οδηγούσε απευθείας έξω και μπροστά της βρισκόταν ένας τοίχος ώστε να την προστατεύει από επιθέσεις, ενώ η πρόσβαση στο εσωτερικό γινόταν μέσω μίας άλλης πόρτας η οποία επικοινωνούσε μια στοά που περιέβαλε το κτίριο από ανατολικά προς τα δυτικά και επικοινωνούσε με πολλά διαμερίσματα του παλατιού και με τους στάβλους με ένα κλιμακοστάσιο.

Ανασκαφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1996 αποφασίστηκε να διεξαχθεί μια αρχαιολογική έρευνα στο Αλκάθαρ εξαιτίας της πιθανότητας να κτιστεί στη θέση του ένα θέατρο. Η προκαταρκτική έρευνα συνέστησε να μην χτιστεί εκεί το θεάτρο, καθώς βρέθηκαν σημαντικά λείψανα και έτσι άρχισε μια σειρά αρχαιολογικών ερευνών στο Βασιλικό Αλκάθαρ της Γουαδαλαχάρα.[10] Οι πρώτες εκσκαφές στο Αλκάθαρ έλαβαν χώρα ανάμεσα στο 1998 και στο 2001, όταν οι πρώτες ανασκαφές έφεραν στο φως κατάλοιπα του ύστερου μεσαιωνικού παλατιού, με τη μορφή διακοσμητικών στοιχείων.

To 2004, η πόλη της Γουαδαλαχάρας επιχορήγησε τη Σχολή Αραβικών Σπουδών για την έρευνα του Αλκάθαρ, υπό την καθοδήγηση του Χούλιο Ναβάρρο Παλαθόν. Το έργο χορήστηκε σε δύο τμήματα: ένα από τον Αύγουστο έως το Δεκέμβριο του 2005[12] και το άλλο από τον Ιούλιο του 2006 μέχρι τον Ιανουάριο του 2007.[13] Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου έλαβε χώρα ο καθαρισμός του χώρου και η προετοιμασία του για την επόμενη περίοδο και βοήθησε στην κατανόηση του Μουδέχαρ ανακτόρου. Ανακαλύφθηκαν διάφορα καθημερινά αντικείμενα από διαφορετικές εποχές, όπως βάζα και παιχνίδια.[14] Στη δεύτερη περίοδο υποστηλώθηκαν οι τοίχοι, καθαρίστηκε το δάπεδο του Πέσο δε Φαρίνα και το μνημείο ετοιμάστηκε ώστε να είναι επισκέψιμο από τους πολίτες.[15]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. listarojapatrimonio.org/ficha/alcazar-real-guadalajara/.
  2. ORTIZ, Antonio. Historia de Guadalajara. Aache editores. Guadalajara, 2006. Páginas 26 a 28.
  3. VALLVE, Joaquín. Abderramán III: Califa de España y Occidente (912-961). Ed. Ariel. Barcelona, 2003.
  4. TORRES, Francisco de. Historia de Guadalajara. 1647
  5. Pradillo y Esteban (2007)
  6. Ortiz (2006), página 61.
  7. LAYNA SERRANO, Francisco. El palacio del Infantado en Guadalajara. Aache editores. Guadalajara, 1997. Páginas 16 y siguientes.
  8. Sobre la Guerra de las Comunidades en Guadalajara, Ortiz (2006), páginas 114 a 118.
  9. MARTÍN GALÁN, Manuel Mariano (1983), Brihuega y la fábrica de paños en el siglo XVIII, 44, Estudios geográficos, ISSN 0014-1496 
  10. 10,0 10,1 García de Paz (2007), página 220
  11. Η απαρρίθμηση και οι περιγραφικές περιλήψεις προέρχεται από τα έργα του Pradillo y Esteban (2003, 2006 και 2007) και το ενημερωτικό φυλλάδιο Alcázar Real. Un proyecto para la ciudad, έκδοση του δήμου της Γουαδαλαχάρα το 2007.
  12. Escuela de Estudios Árabes - CSIC (2008). «I campaña de excavaciones arqueológicas en el Alcázar de Guadalajara». Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2008. 
  13. Escuela de Estudios Árabes - CSIC (2008). «II campaña de excavaciones arqueológicas en el Alcázar de Guadalajara». Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2008. 
  14. Navarro Palazón (2006).
  15. El Decano de Guadalajara (7 Μαρτίου 2007). «El Alcázar abrirá por fin el 11 de abril». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Δεκεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2008. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • GARCÍA DE PAZ, José Luis. Castillos y fortificaciones de Guadalajara. Editorial Nueva Alcarria. Guadalajara, 2007. ISBN 978-84-96885-17-2.
  • GARCÍA MARQUINA, Francisco. Castillos de Guadalajara. Institución Provincial de Cultura "Marqués de Santillana". Guadalajara, 1980. ISBN 978-84-500-3807-1.
  • HERRERA CASADO, Antonio. Guía de campo de los castillos de Guadalajara. Aache ediciones. Guadalajara, 2006. ISBN 978-84-96236-89-9.
  • LAYNA SERRANO, Francisco. Castillos de Guadalajara. Ediciones Aache. Guadalajara, 1994. ISBN 978-84-87743-47-4.
  • NAVARRO PALAZÓN, Julio (2006), El alcázar de Guadalajara. Noticias de las excavaciones realizadas durante el year 2005, Castillos de España, σελ. 15-23, ISSN 00087505 
  • PAVÓN MALDONADO, Basilio. Guadalajara medieval: arte y arqueología árabe y mudéjar. CSIC. Madrid, 1984.
  • PRADILLO Y ESTEBAN, Pedro José (2007), El Alcázar Real de Guadalajara. Crónica de un monumento milenario, Guadalajara, σελ. 31-38 
  • PRADILLO Y ESTEBAN, Pedro José (2003), El Alcázar Real de Guadalajara. Un castillo ignorado, Castillos de España, σελ. 3-19, ISSN 00087505 
  • PRADILLO Y ESTEBAN, Pedro José (2006), El Alcázar Real de Guadalajara. Un monumento histórico en proceso de recuperación, Castilos de España, σελ. 36-41, ISSN 00087505 
  • PRADILLO Y ESTEBAN, Pedro José (2000), Yeserías mudéjares en el Alcázar Real de Guadalajara, Goya: Revista de Arte, σελ. 131-139, ISSN 00172715 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Alcázar Real de Guadalajara της Ισπανικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).