Αρχαία ελληνική στοά (αρχιτεκτονική)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κάτοψη του αρχιτεκτονικού τύπου της αρχαίας ελληνικής στοάς στη βασική του μορφή

Στοά στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική ονομάζεται το μακρόστενο, ευρυμέτωπο κτήριο, του οποίου η μία μακρά πλευρά, η πρόσοψη, είναι ανοικτή και καλύπτεται με κιονοστοιχία αντί για τοίχο. Αυτό το τελευταίο στοιχείο διακρίνει τη στοά από άλλα επιμήκη ευρυμέτωπα κτήρια με είσοδο στη μακρά πλευρά, όπως οι σκευοθήκες και οι λέσχες. Στοές χτίζονταν σε δημόσιους χώρους συγκέντρωσης, πλατείες, αγορές, ιερά, θέατρα κ.λπ., σπανιότερα στις παρυφές δρόμων. Η πρωιμότερη λιθόκτιστη στοά της ελληνικής αρχιτεκτονικής είναι η λεγόμενη Νότια Στοά στο Ηραίο της Σάμου, χτισμένη τον 7ο αι. π.Χ. στη νότια παρυφή του ιερού.

Η πρωταρχική λειτουργία της στοάς είναι να προστατεύει τους παριστάμενους από τις καιρικές συνθήκες (ήλιο, βροχή, κ.λπ.) χωρίς να τους κλείνει σε μια αίθουσα. Γι' αυτό και η στοά είναι απόλυτα συνυφασμένη με τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Στοές χρησιμοποιήθηκαν δευτερευόντως για να στεγάσουν τις έδρες αξιωματούχων (π.χ. η Βασίλειος Στοά και η Νότια Στοά Ι στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας), καταστήματα, οικονομικές συναλλαγές ή αφιερώματα (π.χ. η Στοά των Αναθημάτων στη Σαμοθράκη).

Αποκατεστημένη Στοά του Αττάλου στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, δωρεά του Αττάλου Β΄ της Περγάμου γύρω στο 150 π.Χ.. Άποψη του εξωτερικού κλίτους με την κιονοστοιχία της πρόσοψης και την εσωτερική κιονοστοιχία

Η βασική αρχιτεκτονική μορφή της στοάς μπορούσε να επεκταθεί και να γίνει πιο περίπλοκη, ανάλογα με τις ανάγκες και την αισθητική που προοριζόταν να εξυπηρετήσει. Συχνή είναι π.χ. η ύπαρξη δεύτερης, εσωτερικής κιονοστοιχίας στον κεντρικό άξονα του κτηρίου, που το χώριζε σε δύο κλίτη. Η εσωτερική κιονοστοιχία είναι συνήθως πιο αραιή, καθώς τα μετακιόνια διαστήματά της είναι διπλάσια σε μήκος απ' ό,τι της εξωτερικής κιονοστοιχίας. Σ' αυτή την περίπτωση η εξωτερική κιονοστοιχία είναι συνήθως δωρική και η εσωτερική ιωνική. Τέτοιες δίκλιτες στοές απαντούν συνήθως από τα ελληνιστικά χρόνια.

Το δεύτερο κλίτος σε μεγάλες στοές καταλαμβάνεται συχνά από σειρά ομοιόμορφων, μικρών, ορθογώνιων δωματίων, που είναι ανοιχτά προς το εξωτερικό κλίτος. Σε μια περίπτωση, στη στοά του Ιερού του Ηρακλή στη Θάσο του 5ου αι. π.Χ., τα δωμάτια είναι αρκετά μεγάλα ώστε να χωρούν κλίνες περιμετρικά δίπλα στους τοίχους για την τέλεση συμποσίων. Τα δωμάτια αυτά ονομάζονται οίκοι. Πραγματικά τρίκλιτες στοές, δηλ. στοές με δύο εσωτερικές κιονοστοιχίες χωρίς σειρά δωματίων, υπάρχουν ελάχιστες (π.χ. η Στοά του Φιλίππου στην αγορά της Μεγαλόπολης).

Η στοά είναι ένας ασταθής αρχιτεκτονικός τύπος, χωρίς αποκρυσταλλωμένες αναλογίες. Προσαρμόζεται στις εκάστοτε ανάγκες του χώρου και στην επιθυμία προβολής και την αισθητική του χρηματοδότη της. Στις περισσότερες στοές ο τοίχος της πίσω μακράς πλευράς επεκτείνεται στις στενές πλευρές και φτάνει μέχρι την πρόσοψη με την κιονοστοιχία. Τότε η στοά χαρακτηρίζεται εν παραστάσι. Από την Ύστερη Κλασική Περίοδο όμως απαντούν και πρόστυλες στοές, στις οποίες οι κίονες της πρόσοψης φτάνουν μέχρι τις γωνίες. Οι πλευρικοί τοίχοι σταματούν τότε λίγο πριν το μέτωπο του κτηρίου. Σε άλλες στοές η κιονοστοιχία απλώνεται και στις στενές πλευρές, αυτή η διαμόρφωση όμως έβλαπτε την προστατευτική λειτουργία του κτηρίου και τελικά δεν επικράτησε.

Ρωμαϊκή Αγορά στην Αθήνα. Διακρίνονται οι κιονοστοιχίες των στοών που περιέβαλλαν την κεντρική της πλατεία

Οι στοές είναι συνήθως αυτόνομες και συνδέονται με τον υπαίθριο χώρο μπροστά από την κιονοστοιχία τους. Όταν καλύπτουν τις τέσσερις πλευρές μιας αυλής ή μιας πλατείας σε ένα ενιαίο αρχιτεκτόνημα, τότε σχηματίζεται ένα περιστύλιο. Σε ελάχιστες περιπτώσεις απαντούν γωνιακές στοές ή διπλές στοές (Μεγαλόπολη, Δήλος, Τήνος), δηλ. δύο στοές κολλημένες πλάτη με πλάτη. Εξέλιξη αυτού του τελευταίου τύπου αποτελεί η Μέση Στοά στην Αρχαία Αγορά των Αθηνών, ουσιαστικά ένα περίπτερο κτήριο με θωρακείο ανάμεσα στους κίονες της κεντρικής κιονοστοιχίας.

Η εξέλιξη της στοάς συνδέεται άμεσα με την εξέλιξη της αρχαίας αγοράς. Από την Κλασική Περίοδο εμφανίστηκε και στα ελληνιστικά χρόνια επικράτησε η τάση ανέγερσης ορθογώνιων αγορών. Τότε άρχισαν να χτίζονται στοές σχήματος Π περιβάλλοντας την κεντρική πλατεία μιας πόλης (π.χ. στη Μαγνησία στο Μαίανδρο) ή ενός ιερού (π.χ. στο Ασκληπιείο της Κω, στο Ιερό της Άρτεμης στη Βραυρώνα ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ.). Η επικράτηση της νέας τάσης για ορθογώνιες αγορές με στοές σχήματος Π φαίνεται πολύ καθαρά στη Νότια Πλατεία της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών από το 2ο αι. π.Χ. Τότε εγκαταλείπεται η κλασική Νότια Στοά Ι και στη θέση της χτίζονται η Νότια Στοά ΙΙ, το Ανατολικό Κτήριο και η Μέση Στοά δημιουργώντας ένα Π. Το επόμενο βήμα προς την κλειστή αγορά με τετραπλή στοά (περιστύλιο) θα πραγματοποιήσουν οι Ρωμαίοι υιοθετώντας από την ελληνιστική αρχιτεκτονική την τάση θεατρικής διαμόρφωσης των δημόσιων χώρων.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Α.Ν. Μαστραπάς, Ελληνική Αρχιτεκτονική, 1994.
  • Α.Ν. Μαστραπάς, Μνημειακή τοπογραφία της αρχαίας Αθήνας, Εκδόσεις Καρδαμίτσα: Αθήνα 1999, σσ. 21-22.
  • W. Müller, Η αρχιτεκτονική στην Αρχαία Ελλάδα, 1995.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]