Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αποσμητικά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Αποσμητικά στην κοσμητολογία (και τη βιομηχανία των καλλυντικών (αντίθετα από τον όρο απόσμηση στην τεχνολογία τροφίμων και τη χημεία, που είναι πολύ ευρύτερος) ονομάζονται ειδικώς τα παρασκευάσματα που εφαρμόζονται στην επιφάνεια του ανθρώπινου σώματος για να αποτρέψουν ή να καλύψουν τη δυσάρεστη οσμή που προκαλείται από τον μεταβολισμό των βακτηρίων του δέρματος που διασπούν τον ιδρώτα, ιδίως σε μέρη όπου συγκεντρώνεται ιδρώτας, όπως στις μασχάλες και στα πέλματα των ποδιών. Μία κατηγορία αποσμητικών που ονομάζονται αντιιδρωτικά αποτρέπουν την έκκριση του ιδρώτα (εφίδρωση), συνήθως αποφράσσοντας τους ιδρωτοποιούς αδένες. Τα δραστικά συστατικά τους είναι εδώ και πολλες δεκαετίες τα ουδέτερα άλατα του Αργιλίου (αλουμινίου) ή του ψευδαργύρου. Τα κυρίως αποσμητικά ωστόσο επιτρέπουν την εφίδρωση, αλλά εξολοθρεύουν τα βακτήρια ή αποτρέπουν τη βακτηριακή δράση επάνω στον ιδρώτα, καθώς ο ανθρώπινος ιδρώτας έχει αντιληπτή κακοσμία μόνο όταν καταβολίζεται από βακτήρια. Τέτοια αποσμητικά περιέχουν αντισηπτικές ή Αντιοξειδωτικές χημικές ουσίες, όπως εξαμεθυλενοτετραμίνη, μείγματα βενζοϊκού και σαλικυλικού οξέος, υπεροξείδιο του ψευδαργύρου και άλλες ενώσεις.

Το πρώτο εμπορικό αποσμητικό, το «Mum», εφευρέθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στη Φιλαδέλφεια από την Έντνα Μέρφυ (Edna Murphey), η οποία το κατοχύρωσε το 1888 με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.[1]


  1. Joey Green (2004). «The Apothecary: Elixiers, Remedies, and Tonics». Joey Green's Incredible Country Store: Potions, Notions and Elixirs of the Past - and How to Make Them Today (1 έκδοση). Rodale Books. σελ. 356. ISBN 978-1-57954-848-3. 
  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 6, σελίδες 358-359