Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αντιδικομαριανίτες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ως αντιδικομαριανίτες (αρχ. ελλ. ἀντιδικοµαριανῖται) χαρακτηρίζονταν στην αρχαία χριστιανική Εκκλησία όσοι δεν παραδέχονταν την αειπαρθενία της Θεοτόκου. Ο όρος αυτός εμφανίζεται για πρώτη φορά στα αντιαιρετικά κείμενα του Επιφανίου, επισκόπου Σαλαμίνας της Κύπρου (4ος αιώνας) «κατά αντιδικομαριανιτών», στο Πανάριον, όπου γίνεται μια συστηματική ανασκευή όλων των αιρετικών απόψεων της εποχής του που συνδέονταν με το πρόσωπο της μητέρας του Ιησού Χριστού (σχεδόν συνώνυμος είναι και ο όρος Διμοιρίτες, τον οποίο όμως ο Επιφάνιος χρησιμοποιεί και για τους Απολιναριστές). Οι απόψεις αυτές διαδόθηκαν πολύ εξαιτίας των αντιτριαδικών και των οπαδών του Αρείου. Οι απαρχές τους όμως ανιχνεύονται ήδη από τα τέλη του 1ου αιώνα ή από τις αρχές του 2ου αιώνα, μέσα στις «ιουδαΐζουσες αιρέσεις» των Νικολαϊτών και των Εβιωνιτών, οι οποίες απέρριπταν το «απείρανδρον» και το δόγμα της ασπόρου συλλήψεως της Παναγίας (την οποία εφόσον δεν πιστεύουν στη θεϊκή φύση του Ιησού, δεν αποκαλούν και Θεο-τόκο). Κατά τον 4ο αιώνα εξαπλώθηκαν στην Αραβία, όπου αμφισβητήθηκε όχι απλώς το αειπάρθενο, αλλά και διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι η Παναγία είχε αποκτήσει και άλλα τέκνα: «Ετόλμησαν λέγειν την Αγίαν Μαρίαν μετά Χριστού γέννησιν ανδρί συνήφθαι, φημί δε αυτώ τω Ιωσήφ», όπως γράφει ο Επιφάνιος. Και στη Ρώμη όμως ένας μοναχός, ο Ιοβινιανός, δίδαξε κατά του «αειπάρθενου», με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί και εκεί ζήτημα, το οποίο έληξε με σύνοδο που συνεκάλεσε ο γνωστός επίσκοπος Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων. Οι αιρέσεις των αντιδικομαριανιτών του 4ου αιώνα αποτελούν και αντίδραση κατά των υπερβολικών τιμών που άρχισαν να αποδίδονται στη Θεοτόκο, την οποία οι κολλυριδιανές μοναχές έφθασαν να λατρεύουν ως θεά, προσφέροντάς της και αναίμακτες θυσίες (με αρτοσκευάσματα: κολλυρίδιον = κουλουράκι).

Εναντίον των αντιδικομαριανιτών, «οίτινες ώσπερ εχθρίαν προς την Παρθένον έχοντες», ο Επιφάνιος επιστρατεύει όλη την Ορθόδοξη θεολογία που διέθετε, προβάλλοντας αγιογραφική θεμελίωση: «τις ποτέ ερωτώμενος ... ουκ ευθύς επήνεγκε το παρθένον, ή μη εξ αγνοίας ή ατελούς κατακτήσεως των θείων γραφών;»

Στους νεότερους χρόνους το αειπάρθενο της Μαρίας αρνούνται αρκετοί κλάδοι του Προτεσταντισμού, οι «ορθολογίζουσες παραφυάδες» του κατά τον Μαρκαντώνη, ωστόσο οι περισσότεροι Προτεστάντες δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη Αγίων (είτε με την ευρύτερη έννοια όλοι οι Χριστιανοί είναι άγιοι) και συνεπώς δεν τιμούν και τη Μαρία ως «Παν-αγία» και αντιδικομαριανίζουν[1]. Από την άλλη, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο μετά το Σχίσμα και ενίσχυσε περαιτέρω την τιμή προς τη Θεοτόκο και την υπερ-αγιοσύνη της, προσθέτοντας επιπλέον μαριολογικά δόγματα, ανύπαρκτα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως αυτά της Αμώμου συλλήψεως και της ολόσωμης Αναλήψεως της Θεοτόκου, που εορτάζεται αντί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.


  1. Petri Luomanen: Recovering Jewish-Christian Sects and Gospels, εκδ. Brill, 2012, σελ. 77n
  • Μαρκαντώνης, Νικ. Κ.: το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 6, σσ. 42-43