Αλστονίτης
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | ανθρακικά ορυκτά |
Χημικός τύπος | BaCa(CO3)2 |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 3,70 gr/cm3 |
Χρώμα | άχρωμο έως λευκό, ανοικτό κρίζο, κρεμ ή χλομό ρόδινο |
Σύστημα κρυστάλλωσης | τρικλινές |
Κρύσταλλοι | ψευδοεξαγωνικές διπυραμίδες |
Διδυμία | κοινή, ψευδο-ορθορομβική {110} και {310} |
Σκληρότητα | 4 έως 4,5 |
Σχισμός | ατελής στο {110} |
Θραύση | άνιση |
Λάμψη | υαλώδης |
Γραμμή κόνεως | λευκή |
Πλεοχρωισμός | - |
Διαφάνεια | διαφανές έως ημιδιαφανές |
Ο αλστονίτης (αγγλ. alstonite) είναι σπάνιο ορυκτό, γνωστό και ως μπρομλίτης (bromlite)[1], που από χημικής απόψεως αποτελεί ανθρακικό βαριασβέστιο, με μοριακό χημικό τύπο BaCa(CO3)2. Μερικές φορές περιέχει και στρόντιο.[2] Τα ορυκτά βαρυτασβεστίτης και παραλστονίτης έχουν την ίδια χημική σύσταση, αλλά διαφορετική κρυσταλλική δομή, έτσι ώστε τα τρία ορυκτά χαρακτηρίζονται ως κρυσταλλικώς τρίμορφα. Ο αλστονίτης είναι κρυσταλλωμένος στο λεγόμενο τρικλινές σύστημα, ο βαρυτασβεστίτης στο μονοκλινές και ο παραλστονίτης στο τριγωνικό σύστημα. Το πρώτο ορυκτό ονομάσθηκε «μπρομλίτης» υπό του Τόμας Τόμσον το 1837 από την ονομασία του ορυχείου Μπρόμλυ Χιλ (Bromley-Hill mine)[3], και «αλστονίτης» υπό του Άουγκουστ Μπράιτχαουπτ της Ακαδημίας του Φράιμπεργκ το 1841, από το ομώνυμο χωριό Όλστον (Alston) της βορειοδυτικής Αγγλίας, έδρα του προμηθευτή από τον οποίο αποκτήθηκαν τα πρώτα δείγματα του ορυκτού από τον Τόμσον το 1834. Αμφότερες οι ονομασίες χρησιμοποιούνται αρκετά.[4]
Δομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο αλστονίτης είναι τρικλινές ορυκτό, αλλά η εμφάνισή του είναι εκείνη ενός ορθορομβικού εξαιτίας του φαινομένου της διδυμίας, το οποίο εμφανίζεται σε όλους τους κρυστάλλους του συγκεκριμένου ορυκτού. Η ομάδα συμμετρίας είναι η P1 ή η P1. Ο αλστονίτης εμφανίζεται να έχει μια υπερδομή βασισμένη στον παραλστονίτη, χωρίς μακροσκοπική στοίχιση των κατιόντων των μετάλλων ή των ομάδων του CO3. Η δομή του παραλστονίτη είναι παρόμοια με εκείνη άλλων διπλών ανθρακικών αλάτων.[2]
Εμφάνιση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δεν είναι γνωστή η ύπαρξη απλών κρυστάλλων αλστονίτη. Οι κρύσταλλοί του είναι πάντοτε σύνθετοι με επαναλαμβανόμενη διδυμία, με μορφή ψευδο-εξαγωνικών πυραμίδων, όπως είναι οι κρύσταλλοι του ουιδερίτη, αλλά οξύτεροι στο σχήμα.[4]
Οι κρύσταλλοι είναι άχρωμοι έως λευκοί, γκριζοκίτρινοι, κρεμ ή με χλομό ρόδινο χρώμα. Το χρώμα ωστόσο μπορεί να ξεθωριάσει όταν το ορυκτό εκτεθεί στο φως. Ο αλστονίτης είναι διαφανές έως θολό ημιδιαφανές ορυκτό, με λευκή γραμμή κόνεως και υαλώδη λάμψη.[1] Η εξέταση λεπτής τομής του με πολωμένο φως φανερώνει ότι ο κάθε σύνθετος κρύσταλλος αποτελείται από 6 διαφορετικά προσανατολισμένους απλούς κρυστάλλους διευθετημένους σε 12 τμήματα.
Οπτικές ιδιότητες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο αλστονίτης είναι διπλοθλαστικό σώμα, με δείκτες διαθλάσεως nα =1,526, nβ = 1,671 και nγ = 1,672. Η μέγιστη διπλοθλαστικότητα (η διαφορά στον δείκτες διαθλάσεως φωτεινών ακτίνων που διέρχονται μέσα από τον κρύσταλλο με διαφορετική πόλωση) είναι δ = 0,146.[5][1]
Ως οπτική γωνία ορίζεται η γωνία ανάμεσα στους δύο κύριους οπτικούς άξονες ενός διπλοθλαστικού κρυστάλλου και συμβολίζεται με 2V. Η μετρούμενη τιμή της 2V για τον αλστονίτη είναι 6°. Είναι όμως δυνατό να υπολογισθεί θεωρητικώς η τιμή της 2V από τις μετρούμενες τιμές των δεικτών διαθλάσεως και από αυτόν τον υπολογισμό προκύπτει[5][2][1] η τιμή 8°. Εάν το χρώμα του προσπίπτοντος φωτός μεταβληθεί, τότε και οι δείκτες διαθλάσεως μεταβάλλονται, όπως και η τιμή της 2V. Για τον αλστονίτη το φαινόμενο αυτό είναι ασθενές, με τη 2V να είναι μεγαλύτερη για το ερυθρό φως σε σχέση με το ιώδες (r > v).[5][2][1]
Ο αλστονίτης φθορίζει ασθενώς με κίτρινο φως αν φωτιστεί με υπεριώδες φως.[5][2][1]
Φυσικές ιδιότητες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το ορυκτό αυτό έχει ατελή σχισμό και θραύεται (σπάει) με άνισο τρόπο. Δεν είναι πολύ σκληρό, με σκληρότητα Mohs 4 έως 4,5, λίγο σκληρότερο από τον φθορίτη, ενώ η πυκνότητά του είναι 3,70. Ο αλστονίτης είναι διαλυτός σε αραιό HCl[1] και δεν είναι ραδιενεργός.[5] Γενικώς τα τρίμορφα ορυκτά αλστονίτης, βαρυτασβεστίτης και παραλστονίτης έχουν παρόμοιες φυσικές ιδιότητες.
Τοποθεσίες όπου ανευρίσκεται
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπάρχουν δύο «πρότυπες τοποθεσίες» (type localities) για τον αλστονίτη, ευρισκόμενες αμφότερες στη βόρεια Αγγλία. Η μία είναι το ορυχείο του Μπρόμλυ Χιλ (Bromley-Hill mine), στο Νέντχεντ (Nenthead) του διαμερίσματος Όλστον Μουρ, στα βόρεια Πέννινα όρη της Κάμπρια, ενώ η άλλη είναι το ορυχείο Φάλοουφηλντ (Fallowfield Mine) στο Έικομπ (Acomb) του Χέξαμ, στην κομητεία Νορθάμπερλαντ.[1] Το «δείγμα αναφοράς» (type specimen) με βάση το οποίο ορίσθηκε το ορυκτό φυλάσσεται στην Ακαδημία Ορυχείων του Φράιμπεργκ, στη Γερμανία[1] (αρ. 15818).
Στο ορυχείο του Μπρόμλυ Χιλ ο αλστονίτης συναντάται σε υδροθερμικές, όχι υψηλής θερμοκρασίας, εναποθέσεις μολύβδου–ψευδαργύρου, που συνδέονται με ουιδερίτη, ασβεστίτη και βαρύτη.[2][1] Ο αλστονίτης του Μπρόμλυ Χιλ είναι λευκός έως άχρωμος, ή λευκορόδινος, με κρυστάλλους μήκους μέχρι 6 mm. Σε κάποια δείγματα παρεμβάλλονται πολύ λεπτοί εξαγωνικοί πλακώδεις κρύσταλλοι ασβεστίτη. Συνήθης επίσης είναι η εμφώλευση λευκού έως λευκορόδινου βαρύτη.[6] Παρόμοιοι είναι οι κρύσταλλοι του αλστονίτη και στο Φάλοουφηλντ.[6]
Γενικότερα, ο αλστονίτης σχετίζεται (ανευρίσκεται μαζί), εκτός των ανωτέρω, με ανκερίτη, σιδηρίτη, μπενστονίτη, γαληνίτη, σφαλερίτη, σιδηροπυρίτη και χαλαζία.
Στην Αγγλία συναντάται επίσης σε φλέβες κοντά στο χωριό Νιου Μπράνσπεθ, δίπλα στο Ντάραμ[2], αλλά και πάλι στο διαμέρισμα Όλστον Μουρ της Κάμπρια, στο ορυχείο Νέντσμπερυ Χαγκς (Nentsberry Haggs). Στις ΗΠΑ συναντάται, με τη μορφή πολύ μικρών ψευδο-εξαγωνικών διπυραμιδικών κρυστάλλων μαζί με μπενστονίτη και συχνότερα με ουιδερίτη, στο ορυχείο Μινέρβα, στο χωριό Κέιβ ιν Ροκ (νότιο Ιλινόι, στα σύνορα με το Κεντάκυ).[7]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 Mindat.org
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 Gaines et al.: Dana’s New Mineralogy, 8η έκδοση, John Wiley & Sons, Inc., Νέα Υόρκη 1997
- ↑ «On the Right Rhombic Baryto-Calcite, with reference to Prof. Johnston’s Paper in the Phil. Mag. for May 1837», The London and Edinburgh Philosophical Magazine and Journal of Science, τόμ. XI, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1837, σελ. 48
- ↑ 4,0 4,1 κοινό κτήμα: Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Bromlite» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 4 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 634 Μία ή περισσότερες προτάσεις από το προηγούμενο κείμενο ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 Webmineral data
- ↑ 6,0 6,1 Mineralogical Record supplement to 41-1 (2010)
- ↑ Rocks & Minerals, 85-3:211 (2010)
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμ. 4, σελ. 517
- Palache, P., Berman H. και Frondel, C.: Dana's System of Mineralogy, Volume II: Halides, Nitrates, Borates, Carbonates, Sulfates, Phosphates, Arsenates, Tungstates, Molybdates, Etc., 7η έκδοση, John Wiley & Sons, Inc., Νέα Υόρκη 1960, σσ. 218-219