Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αδιαφορισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Θρησκευτικός αδιαφορισμός (indifferentism, indifférentisme) ονομάζεται η μη διάκριση μεταξύ θρησκευτικού και κοσμικού, ή και η μη διάκριση μεταξύ των διαφόρων θρησκευμάτων. Ο θρησκευτικός αδιαφορισμός, συνιστά, στην ουσία, αίρεση ή αθεΐα εφόσον κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος αρνείται να δεσμευθεί υπευθύνως απέναντι σε μία ορισμένη Θρησκεία, για να μην υποχρεωθεί να τηρήσει τις εντολές και τους κανόνες της.

Σύμφωνα με τον γερμανό θεολόγο και φιλόσοφο P. Tillich, «Θρησκεία είναι αυτό που με ενδιαφέρει και με αφορά απολύτως». Αν στην καθημερινότητά του κανείς δεν ενδιαφέρεται σοβαρώς για τη θρησκευτική υπόθεση, τότε είναι και λέγεται πρακτικός αθεϊστής.

Χαρακτηριστικά του φαινομένου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον Emile (III) τού J.-J. Rousseau, τον Θεό ενδιαφέρει μόνο η ειλικρίνεια των προθέσεών μας και όχι τα εξωτερικά σχήματα. Παραθεωρείται όμως ότι οι προθέσεις μας θα πρέπει να εναρμονίζονται με την υπερφυσική Θεία Αποκάλυψη και όχι με τη φυσική. Ουσιαστικώς, λοιπόν, πρόκειται για «μία θρησκευτική Πίστη χωρίς συγκεκριμένο ανήκειν» (Davie). Με άλλα λόγια, η θρησκεία εδώ δεν έρχεται να αγιάσει διακονώντας την κοινωνία, αλλά να τη διακονήσει «θεοποιώντας» την, δηλ. να περιβάλει με θρησκευτικό κύρος όλο το κοινωνικοπολιτικό και πολιτιστικό «γίγνεσθαι».

Ο θρησκευτικός αδιαφορισμός, έχοντας τις ρίζες του στον Διαφωτισμό, εμφανίστηκε ως φαινόμενο της δυτικής (προτεσταντικής) πλουραλιστικής βιομηχανικής κοινωνίας, όπου ο καθένας καλείται να συμπεριφερθεί ως εκλεκτικός καταναλωτής μέσα σε μία ελεύθερη και χαοτική αγορά ιδεών και ιδεολογιών, αμφισβητώντας την ποιότητα του οποιουδήποτε, αρκεί να μην απαλλαγεί από την υποχρέωση να «αγοράσει»! Στις κοινωνίες αυτές κυριαρχούν η εμμονοκρατία και η αντικειμενική και η υποκειμενική εκκοσμίκευση.

Ο θρησκευτικώς αδιάφορος όχι μόνο δεν γνωρίζει ποιον «θεό» πιστεύει και λατρεύει ή τι εντολές καλείται να τηρήσει στη ζωή του, αλλά και, αποστασιοποιούμενος, στην πραγματικότητα, από τη θεότητα ή το Υπερβατικό, κρατεί απέναντι σε Αυτό μία «χιμαιρική ισορροπία αδιαφορίας» (κατά τον Leibniz) ή, ακόμα, μία χλιαρή στάση (Αποκ. 3, 16), θέτοντας ―σε έσχατη ανάλυση― ως κριτήριο πάντων το Εγώ του. Έτσι η «αδιάφορη» και ψιλή θρησκευτικότητά του αυτή αποβαίνει αλυσιτελής και μάταιη, αφού δεν τον αγγίζει προσωπικώς και βιωματικώς.

Αλλά, ως γνωστό, “extra Ecclesiam nulla salus”, εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία [1].

Θέση της Εκκλησίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπειτα, το συναίσθημα της απόλυτης υπαρξιακής εξάρτησης από το Θείο είναι εκ των ων ουκ άνευ στις Θρησκείες.

Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν το Άκτιστο (Υπερβατικό) να απορροφηθεί χωρίς την ορθό-δοξη διάκριση (π από το κτιστό (την κοινωνία και τον πολιτισμό), προκειμένου να γίνει αρεστό και επιθυμητό από τον νεωτερικό άνθρωπο! Κατά την κοινωνικοποίηση της θρησκείας λαμβάνει χώρα (ακρίτως, απροσώπως και αλλοτριωτικώς) ταύτιση του σύγχρονου ανθρώπου μόνο τις αξίες και τις ιδέες τής μετανεωτερικότητας, τις οποίες και απλώς καταναλώνει ατομικώς. Κατά συνέπεια, δεν «καινούται» ο ίδιος ο άνθρωπος, ούτε υφίσταται αληθινή επικοινωνία με τον Θεό.

Η διακριτική πρόσληψη του νέου και διαφορετικού από το παλαιό και οικείο είναι εφικτή και σωτήρια. Αν ο πολιτισμός (λόγος, νόμος, Ιστορία, πρόσωπο, ελευθερία) συνιστά ένα «είναι προς θάνατον», δημιουργώντας βαρβαρότητα (μύθο, Φύση, ορμέμφυτα, ανάγκες κ.λπ.), και η βαρβαρότητα δημιουργεί πολιτισμό· χωρίς απαγόρευση/νόμο (επώδυνη εμπειρία: «σταυρούσθαι») δεν υφίσταται καμία «αναστάσιμη» χαρά και ηδονή (αφού η εμπειρία τής ευτυχίας προϋποθέτει την άρση κάποιου πόνου) και επομένως καμία απόλαυση. Κάθε πολιτισμός «θρησκειοποιείται», δημιουργώντας νέους μοντέρνους μύθους, δηλ. ξαναγίνεται (μία στατική) «Φύση». Έτσι, η θρησκεία δεν είναι ούτε μόνο Ιστορία και Πολιτισμός (απαγορεύσεις), ούτε μόνο Φύση (θρησκευτικό ένστικτο κ.λπ.) και μύθος· περιέχει, σε κάθε εποχή, στοιχεία και των δύο.

Ωστόσο, για τη Θεολογία, η ως άνω αυτή κοσμική «θρησκευτικότητα» των μετανεωτερικών κοινωνιών συνιστά, κατ’ ουσίαν, ειδωλολατρία και κοινωνικοποίηση του ιερού.

  1. (Κυπριανού, Ad Jubajanum de haereticis baptizandis, lxxii)
  • Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αδιαφορισμός», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α’, σ. 234-235
  • Davie G., Religion in Britain since 1945, Blackwell 1994
  • Διαμαντίδης Α., Λεξικό των –ισμών, Αθήνα 2003
  • Παπαντωνίου Α. Κ., «Αδιαφορισμός θρησκευτικός», ΠΛΜ 2 (1997) 336
  • Χαλιβελάκης Δ., Αιρέσεις και Δόγματα και Θρησκευτικές Παρεκκλίσεις, Αθήνα 1999.