Άντολφ Ντάσλερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άντολφ Ντάσλερ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση3  Νοεμβρίου 1900[1][2][3]
Χερτσογκενάουραχ
Θάνατος6  Σεπτεμβρίου 1978[1][2][3]
Χερτσογκενάουραχ
Αιτία θανάτουκαρδιακή ανεπάρκεια
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά[4]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακαινοτόμος επιχειρηματίας[5]
πολιτικός
σχεδιαστής μόδας[6]
ΕργοδότηςAdidas
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΕθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα
Οικογένεια
ΣύζυγοςKäthe Dassler
ΤέκναΧορστ Ντάσλερ
ΑδέλφιαΡούντολφ Ντάσλερ
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΒ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΒαυαρικό Τάγμα Αξίας
Σταυρός Αξίας 1ης τάξεως του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Άντολφ "Άντι" Ντάσλερ (3 Νοεμβρίου 1900 – 6 Σεπτεμβρίου 1978) ήταν Γερμανός τσαγκάρης, εφευρέτης και επιχειρηματίας που ίδρυσε τη γερμανική εταιρία αθλητικών ειδών Adidas. Ο αδερφός του Ρούντι ίδρυσε την Puma. Ο Ντάσλερ ήταν πρωτοπόρος στον σχεδιασμό αθλητικών υποδημάτων και ένας από τους πρώτους που οι πωλήσεις των προϊόντων του διαφημίστηκαν από αθλητές. Ως αποτέλεσμα των σχεδίων του, ο Ντάσλερ εξέλιξε την εταιρεία του στον μεγαλύτερο κατασκευαστή αθλητικών ειδών και εξοπλισμού. Όταν πέθανε η Adidas είχε 17 εργοστάσια και οι ετήσιες πωλήσεις της έφταναν τα ένα δισεκατομμύριο μάρκα.[7]

Ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμη ζωή και την οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άντολφ Ντάσλερ γεννήθηκε στην Φραγκονική πόλη του Χερτσογκενάουραχ, μια μικρή πόλη περίπου 20 χλμ. έξω από τη Νυρεμβέργη,[8] στις 3 Νοεμβρίου του 1900. Ήταν ο τρίτος γιος και ο νεότερος από τα τέσσερα παιδιά των Κρίστοφ και Πολίνα Ντάσλερ. Τα αδέρφια του ήταν ο Φριτς (γεννήθηκε το 1892), η Μαρί (γεννήθηκε το 1894) και ο Ρούντολφ (γεννήθηκε το 1898).[9] Ο Κρίστοφ υπήρξε ο τελευταίος την οικογένειας των Ντάσλερ που παραδοσιακά ασκούσαν επαγγέλματα σχετικά με την κλωστοϋφαντουργία και την βαφή υφασμάτων . Με την κατάρρευση της τοπικής βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργίας λόγω ανταγωνισμού από τους βιομηχανικούς παραγωγούς, ο Κρίστοφ εγκατέλειψε τις εμπορικές δραστηριότητες των γονέων του και άρχισε να μαθαίνει ράψιμο για να γίνει τσαγκάρης και βρήκε εργασία σε ένα τοπικό εργοστάσιο, ενώ αργότερα το εργοστάσιο ειδικευόταν στις παντόφλες. (Επίσης, πολλοί άλλοι στο Χερτσογκενάουραχ είχαν στραφεί προς την κατασκευή υποδημάτων και το 1922 η πόλη είχε 112 υποδηματοποιούς σε έναν πληθυσμό 3.500 κατοίκων.[10]) Η Πολίνα δημιούργησε ένα καθαριστήριο στο πίσω μέρος του σπιτιού όπου εργάστηκε και η κόρη της Μαρί, ενώ τα τρία αγόρια εργάζονταν στην παράδοση των πλυμένων σε όλη την πόλη και έτσι έγιναν γνωστοί ως "αγόρια των πλυντηρίων."[11]

Το 1913 ο Άντι ολοκλήρωσε την τυπική εκπαίδευση και ήταν μαθητευόμενος φούρναρης. δείχνοντας παντελή αδιαφορία προς το επάγγελμα αυτό, ο Άντι περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του στον αθλητισμό. Με τον παιδικό του φίλο Φριτς Τσέλαϊν, γιος σιδερά, συμμετείχαν σε μια ποικιλία από αθλητικές εκδηλώσεις στο στίβο, ποδόσφαιρο, πυγμαχία, χόκεϊ στον πάγο, σκι και άλμα με σκι.[9] Ο Άντι χρησιμοποιούσε συχνά παραδοσιακό εξοπλισμό όπως ακόντια από ξύλα και δισκοβολία με πέτρες.[11] Λίγο μετά τον Αύγουστο του 1914 τα αδέρφια του Άντι στρατολογήθηκαν από τον γερμανικό Στρατό. Ο Άντι ολοκληρώσει τη μαθητεία του αλλά αποφάσισε να μην γίνει φούρναρης. Αντ' αυτού άρχισε να μαθαίνει ράψιμο από τον πατέρα του. Άρχισε να αναρωτιέται πως αλλαγές στον σχεδιασμό των υποδημάτων θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις αθλητικές επιδόσεις. Άρχισε επίσης να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα εξειδικευμένα παπούτσια για κάθε άθλημα, μπορεί να αποφέρουν σημαντικά αποτελέσματα . Ήταν μια ιδέα που θα καθοδηγούσε την μετέπειτα καριέρα και επηρέασε βαθύτατα τον αθλητισμό και τις επιχειρήσεις γύρω από αυτό.[12]

Ο Άντι άρχισε να υπηρετεί την θητεία του στον στρατό τον Ιούνιο του 1918, στις τελευταίες μέρες του πολέμου. Παρέμεινε στο στρατό για πάνω από ένα χρόνο μέχρι τον Οκτώβριο του 1919.[12] Όταν ο Άντι επέστρεψε, η μητέρα του είχε κλείσει το καθαριστήριο ως αποτέλεσμα της οικονομικής καταστροφής που προκάλεσε ο πόλεμος. Ο Άντι αποφάσισε να υλοποιήσει τις σκέψεις του για τα καινοτόμα αθλητικά υποδήματα και έτσι ξεκίνησε μια μικρή επιχείριση παραγωγής παπουτσιών στο υπόστεγο του καθαριστηρίου .[13]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 (Αγγλικά) Internet Movie Database. nm1766984. Ανακτήθηκε στις 14  Οκτωβρίου 2015.
  2. 2,0 2,1 2,2 (Αγγλικά) Find A Grave. 154566345. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 3,2 «Proleksis enciklopedija» (Κροατικά) 16909.
  4. Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. vse2016910679. Ανακτήθηκε στις 1  Μαρτίου 2022.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 24  Ιουνίου 2015.
  6. Ανακτήθηκε στις 24  Ιουνίου 2019.
  7. «Gestorben: Adolf ('Adi') Dassler». Der Spiegel. 11 September 1978. http://www.spiegel.de/spiegel/print/d-40605620.html. Ανακτήθηκε στις 26 July 2018. [νεκρός σύνδεσμος]
  8. Kirschbaum, Erik (8 Νοεμβρίου 2005). «How Adidas and Puma were born». Reuters. Rediff.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιανουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2008. 
  9. 9,0 9,1 «1900–1919: Childhood and Youth in Herzogenaurach». Chronicle and Biography of Adi & Käthe Dassler. Adi & Käthe Dassler Memorial Foundation. 2018. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2018. 
  10. Kuhn, Robert; Thiel, Thomas (4 March 2009). «The Prehistory of Adidas and Puma: Shoes and Nazi Bazookas». Spiegel Online. http://www.spiegel.de/international/germany/shoes-and-nazi-bazookas-the-prehistory-of-adidas-and-puma-a-611400.html. Ανακτήθηκε στις 25 July 2018. 
  11. 11,0 11,1 Smit, Barbara (2008). Sneaker Wars: The Enemy Brothers who Founded Adidas and Puma and the Family Feud that Forever Changed the Business of Sport. New York: CCCO/HarperCollins Publishers. σελ. 4. ISBN 9780061246579. 
  12. 12,0 12,1 «1920–1922: Inventive Spirit and First Shoe Production». Chronicle and Biography of Adi & Käthe Dassler. Adi & Käthe Dassler Memorial Foundation. 2018. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2018. 
  13. Smit 2008, σελίδες 4–5.