Plankalkül

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Plankalkül είναι γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου. Επινοήθηκε κατά το χρονικό διάστημα 1943 - 1945 από τον Κόνραντ Τσούζε, το δημιουργό του πρώτου ψηφιακού υπολογιστή, του Ζ3. Παρέμεινε σε αχρησία, κυρίως λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στη Γερμανία με τη λήξη του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην πραγματικότητα, ο Τσούζε είχε ετοιμάσει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα το μοντέλο προγραμματισμού που είχε συλλάβει από το 1944, αλλά συνέπεσε χρονικά με την κατάρρευση του Γ΄ Ράιχ και η διατριβή, όπως ήταν φυσικό, δεν υποβλήθηκε.

Η αρχική σύλληψη βασίστηκε στο έργο Dyadik του Γκόντφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς και αρχικά δημιουργήθηκε ένα μοντέλο για υψηλού επιπέδου προγραμματισμό, το οποίο δεν βασιζόταν στην αρχιτεκτονική Φον Νόιμαν. Με βάση αυτό το μοντέλο "χτίστηκε" η γλώσσα προγραμματισμού Plankalkül, η οποία χρησιμοποιεί δυαδικές δομές δεδομένων. Η σύλληψη ήταν πραγματικά μεγαλοφυής, προηγούμενη κατά δέκα περίπου χρόνια από την εμφάνιση των άλλων γλωσσών προγραμματισμού υψηλού επιπέδου, όπως η FORTRAN και η ALGOL, αλλά δεν έγινε ευρέως αποδεκτή. όπως αυτές, για τον απλούστατο λόγο ότι παρέμεινε άγνωστη. Ο Τσούζε είχε, στο μεταξύ, ιδρύσει μια εταιρεία, η οποία εξόπλιζε με υπολογιστές τα γερμανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, και σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει την Plankalkül για τον προγραμματισμό τους. Δεν το έκανε για οικονομικούς λόγους.

Η γλώσσα και η δομή της αποκαλύφθηκαν στο ευρύτερο κοινό μόλις το 1972, όταν ο δημιουργός της έκανε σχετική δημοσίευση σε γερμανικό επιστημονικό έντυπο1. Το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου δημιούργησε ένα μεταγλωττιστή (compiler) για την Plankalkül to 2000, πέντε χρόνια μετά το θάνατο του δημιουργού της.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]