In concreto

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Ο όρος in concreto είναι ένας λατινογενής όρος που απαντάται και σήμερα, σε ευρεία χρήση, κυρίως ως νομικός και δικονομικός όρος. Χρησιμοποιείται συνηθέστερα σε εξετάσεις θεμάτων υπό την ουσιαστικότερη έννοιά τους, ή σε αξιολόγηση γεγονότων ομοίως, λαμβάνονται υπόψη όλες τις λεπτομέρειες.

Για παράδειγμα η νομοθετική εξουσία νομοθετεί ένα νόμο σ΄ ένα γενικό πλαίσιο, ενώ αντίθετα η εκτελεστική και η δικαστική εξουσία ασκείται επί του ίδιου νόμου "in concreto", δηλαδή με την υποκειμενική και αντικειμενική βαρύτητα εκάστης περίπτωσης ελέγχου και παραβατικότητας. Οι διεθνείς συνθήκες συνομολογούνται υπό μια γενική αρχή, ενώ οι λεπτομέρειες επί των επιμέρους θεμάτων συνομολογούνται "in concreto" όπου και επισυνάπτονται ως παραρτήματα.

Αντίθετος όρος αυτού είναι in abstracto.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Φ. Βηλαράς "Ποινικόν Δίκαιον" Αθήναι 1969 σελ.9.