Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ωομύκητες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ωομύκητες
Αγενείς (A: σποραγγεία, B: ζωοσπόρια, C: χλαμυδοσπόρια) και έμφυλες (D: ωοσπόρια) αναπαραγωγικές δομές του περονόσπορου της πατάτας
Αγενείς (A: σποραγγεία, B: ζωοσπόρια, C: χλαμυδοσπόρια) και έμφυλες (D: ωοσπόρια) αναπαραγωγικές δομές του περονόσπορου της πατάτας
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Πρώτιστα (Protista)
Υπερσυνομοταξία: Ετεροκοντόφυτα (Stramenopiles)
Συνομοταξία: Γυριστά (Gyrista)
Υποσυνομοταξία: Ψευδομύκητες (Pseudofungi)
Ομοταξία: Ωομύκητες
(Oomycetes)

Winter, 1880[1]

Συνώνυμα
  • Oomycota, Arx, 1967
  • Peronosporomycetes, Dick, 2001[2]

Οι ωομύκητες (λατινική και επιστημονική ονομασία Oomycetes ή Oomycota) είναι μια ομάδα ευκαρυωτικών οργανισμών που αποτελεί μια ξεχωριστή φυλογενετική γραμμή μικροοργανισμών εντός της υπερσυνομοταξίας ετεροκοντόφυτα. Η ονομασία της ομάδας, που ταιριάζει περισσότερο με ομοταξία, είναι παραπλανητική, αφού δεν είναι στην πραγματικότητα μύκητες (δεν ανήκουν στο βασίλειο των μυκήτων), αλλά ανήκουν στο βασίλειο των πρωτίστων. Τα κοινά γνωρίσματα των ωομυκήτων με τους μύκητες είναι οι νηματοειδείς μορφές τους (μυκήλια) και ο ετερότροφος χαρακτήρας τους, ενώ μπορούν να αναπαράγονται τόσο έμφυλα όσο και αγενώς. Η έμφυλη (δηλαδή με συμμετοχή των δύο φύλων) αναπαραγωγή ενός ωοσπορίου είναι το αποτέλεσμα της επαφής μεταξύ των υφών ενός αρσενικού ανθηριδίου και ενός θηλυκού ωογονίου. Αυτά τα σπόρια μπορούν να επιβιώσουν τον χειμώνα και είναι γνωστά ως αδρανή σπόρια.[3]:409 Η αγενής αναπαραγωγή γίνεται με τον σχηματισμό χλαμυδοσπορίων και σποραγγείων, που παράγουν ζωοσπόρια, δηλαδή σπόρια που έχουν την ικανότητα να κινούνται με δικές τους δυνάμεις.[3] Οι ωομύκητες μπορεί να είναι σαπροφυτικοί ή παθογόνοι ως προς τον τύπο διατροφής τους, και περιλαμβάνουν κάποιους από τους πλέον διαβόητους παθογόνους μικροοργανισμούς των φυτών, ικανούς να καταστρέψουν ολόκληρες φυτείες, όπως ο περονόσπορος της πατάτας (που προκάλεσε τον 19ο αιώνα έμμεσο θάνατο από πείνα 1 εκατομμυρίου Ιρλανδών που βασίζονταν στην καλλιέργεια της πατάτας) και ο Phytophthora ramorum (που προκαλεί τον «ξαφνικό θάνατο της βελανιδιάς»). Υπάρχει όμως και ένας ωομύκητας, το Pythium oligandrum, που είναι παράσιτο μυκήτων και χρησιμεύει για τη βιολογική καταπολέμηση φυτοκτόνων μυκήτων.[4] Οι ωομύκητες αναφέρονται και ως «μούχλες του νερού» (αγγλ. water molds), αλλά τα περισσότερα είδη δεν είναι υδρόφιλοι, αλλά χερσαίοι οργανισμοί, που δεν χρειάζονται περισσότερη υγρασία για να ζήσουν από όση ένας συνηθισμένος μύκητας.

Οι ωομύκητες, που μπορεί να είναι είτε μονοκύτταροι, είτε νηματώδεις διακλαδούμενοι πολυκύτταροι οργανισμοί[5], θεωρούνταν αρχικώς μύκητες, όπως υπονοεί και η ονομασία τους, εξαιτίας των ομοιοτήτων στη μορφολογία και στη θρέψη τους. Ωστόσο, οι νεότερες μοριακές φυλογενετικές μελέτες κατέδειξαν τις μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, με αποτέλεσμα σήμερα να θεωρούνται ετεροκοντόφυτα (μια υπερσυνομοταξία που περιλαμβάνει και μερικά φύκη). Τα απολιθώματα ωομυκήτων είναι ελάχιστα, με ένα να έχει περιγραφεί από κεχριμπάρι της Κρητιδικής περιόδου.[6]

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη ωομύκητας είναι σύνθετη, από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ᾠόν = αβγό και μύκης = μύκητας. Οφείλεται στα μεγάλα και στρογγυλά ωογόνια, δομές που περιέχουν τους θηλυκούς γαμέτες και χαρακτηρίζουν τους ωομύκητες.

Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Pythium sp. (Peronosporales), which causes pythiosis in animals, under microscope.

Παλαιότερα η ομοταξία ωομύκητες είχε 6 τάξεις[5], τις ακόλουθες:

  • Saprolegniales, η πλέον εξαπλωμένη τάξη, περιλαμβάνει πολλούς σαπροφυτικούς, αλλά και παρασιτικούς οργανισμούς.
  • Leptomitales, με παχύνσεις στο κυτταρικό τους τοίχωμα, που τους δίνουν την εμφάνιση ασκομυκήτων. Διαθέτουν χιτίνη και συχνά αναπαράγονται αγενώς.
  • Rhipidiales, με ριζοειδή με τα οποία προσκολλώνται στον βυθό στάσιμων ή μολυσμένων σωμάτων νερού.
  • Albuginales, θεωρούμενη από μερικούς ειδικούς ως απλή οικογένεια (Albuginaceae) των Peronosporales, αλλά έχει αποδειχθεί ότι διαφέρουν αρκετά από αυτά.
  • Peronosporales, σαπροφυτικά ή φυτοπαρασιτικά, με ενιαία διακλαδούμενη μορφή. Πολλά απο τα βλαβερότερα γεωργικά φυτοπαράσιτα ανήκουν εδώ (περονόσπορος).
  • Lagenidiales, θεωρούμενη ως η πλέον πρωτόγονη τάξη, με νηματώδεις όσο και μονοκύτταρους οργανισμούς. Γενικώς αποτελούν παράσιτα.

Ωστόσο μετά το 2015 η ομοταξία επεκτάθηκε σημαντικά[7][8] και σήμερα της αποδίδονται γενικώς οι εξής τάξεις (αναφέρονται και κάποιες οικογένειες):

  • Anisolpidiales, Dick 2001
    • Anisolpidiaceae, Karling 1943
  • Lagenismatales, Dick 2001
    • Lagenismataceae, Dick 1995
  • Salilagenidiales, Dick 2001
    • Salilagenidiaceae, Dick 1995
  • Rozellopsidales, Dick 2001
    • Rozellopsidaceae, Dick 1995
    • Pseudosphaeritaceae, Dick 1995
  • Ectrogellales
    • Ectrogellaceae
  • Haptoglossales
    • Haptoglossaceae
  • Eurychasmales
    • Eurychasmataceae, Petersen 1905
  • Haliphthorales
    • Haliphthoraceae, Vishniac 1958
  • Olpidiopsidales
    • Sirolpidiaceae, Cejp 1959
    • Pontismataceae, Petersen 1909 (περιλαμβάνει τα γένη Petersenia και Pontisma
    • Olpidiopsidaceae, Cejp 1959
  • Atkinsiellales
    • Atkinisellaceae
    • Crypticolaceae, Dick 1995
  • Saprolegniales
    • Achlyaceae
    • Verrucalvaceae, Dick 1984
    • Saprolegniaceae, Warm. 1884 [Leptolegniaceae]
  • Leptomitales
    • Leptomitaceae, Kuetz. 1843 [Apodachlyellaceae, Dick 1986]
    • Leptolegniellaceae, Dick 1971 [Ducellieriaceae, Dick 1995]
  • Rhipidiales
    • Rhipidiaceae, Cejp 1959
  • Albuginales
  • Peronosporales [Pythiales; Sclerosporales; Lagenidiales]
    • Salisapiliaceae
    • Pythiaceae, Schroet. 1893 [Pythiogetonaceae; Lagenaceae, Dick 1994; Lagenidiaceae; Peronophythoraceae; Myzocytiopsidaceae, Dick 1995]
    • Peronosporaceae, Warm. 1884 [Sclerosporaceae, Dick 1984]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Winter, G.: Rabenhorst’s Kryptogamen-Flora, 2η έκδ., τόμ. 1, μέρος 1, σελ. 32 Αρχειοθετήθηκε 2014-12-13 στο Wayback Machine., 1880 [1879].
  2. Dick, M.W.: Straminipilous fungus, Kluwer Academic Publishers, Dordrecht 2001, σελ. 289
  3. 3,0 3,1 Agrios, George. Plant Pathology (5η έκδοση). Academic Press. ISBN 978-0120445653. 
  4. Vallance, J.; Le Floch, G.; Deniel, F.; Barbier, G.; Levesque, C.A.; Rey, P. (2009). «Influence of Pythium oligandrum Biocontrol on Fungal and Oomycete Population Dynamics in the Rhizosphere». Applied and Environmental Microbiology 75 (14): 4790-4800. doi:10.1128/AEM.02643-08. PMID 19447961. Bibcode2009ApEnM..75.4790V. 
  5. 5,0 5,1 Sumbali, Geeta· Johri, B. M (Ιανουαρίου 2005). The fungi. ISBN 978-1-84265-153-7. 
  6. «Introduction to the Oomycota». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Οκτωβρίου 2003. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουλίου 2014. 
  7. Ruggiero (2015), «Higher Level Classification of All Living Organisms», PLOS ONE 10 (4): e0119248, doi:10.1371/journal.pone.0119248, PMID 25923521 
  8. Silar, Philippe (2016), «Protistes Eucaryotes: Origine, Evolution et Biologie des Microbes Eucaryotes», HAL Archives-ouvertes: 1–462, https://hal.archives-ouvertes.fr/hal-01263138, ανακτήθηκε στις 2016-07-16