Χρήστης:G. V. Konstantakopoulos

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος

Γιος τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου (1391-1425) από την Ελένη Δραγάτση και νεώτερος αδελφός τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγου (1425-1448). Γεννήθηκε το 1405, παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα στην Ταυρική και τελικά πήγε στην Πελοπόννησο, όπου με τους αδελφούς του Θεόδωρο και Θωμά ανέλαβαν τη διοίκηση τού δεσποτάτου και ολοκλήρωσαν την ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών. Η παραμονή και των τριών αδελφών στην Πελοπόννησο δημιουργούσε οπωσδήποτε προβλήματα, ο δε Κωνσταντίνος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε από τον Σεπτέμβριο τού 1435 ως τον Ιούνιο τού 1436, για να συζητήσει σχετικά θέματα με τον αυτοκράτορα. Η ρήξη με τον αδελφό του Θεόδωρο προσέλαβε επικίνδυνες διαστάσεις, χρειάστηκαν δε σύντονες προσπάθειες για να επιτευχθεί συμβιβαστική συμφωνία και συνδιαλλαγή. Η διοίκηση τού δεσποτάτου αναλήφθηκε από τον Θεόδωρο και τον Θωμά, ο δε Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να συμπαρασταθεί στις προσπάθειες τού Ιωάννη Η'. Αντικατέστησε τον αυτοκράτορα κατά την περίοδο τής μετάβασης του στη Δύση για τη συμμετοχή στη Σύνοδο Φεράρας - Φλωρεντίας (27 Νοεμβρίου 1439 - 1 Φεβρουαρίου 1440). ενώ μετά την άφιξη τού αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος επίστρεψε και πάλι στην Πελοπόννησο. Η στάση τού Δημητρίου Παλαιολόγου, που υποστηρίχθηκε οπό τους Τούρκους, ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να σπεύσει και πάλι στην Κωνσταντινούπολη [1442-1443), γιο να ενισχύσει τις δυνάμεις τού αυτοκράτορα. Από το 1443 ως το 1449 ο Κωνσταντίνος αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση τού δεσποτάτου του Μιστρά, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση τής άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της τουρκικής απειλής. Μετά τον θάνατο τού Ιωάννη Η', στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μιστρά (6 Ιανουαρίου 1449) και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με πολλές ελπίδες και μεγάλη αγωνία για το μέλλον τής αυτοκρατορίας. Η τουρκική απειλή περιέσφιγγε τη βασιλεύουσα και στρεφόταν πλέον εναντίον της. Ο Κωνσταντίνος αφιερώθηκε στην επισκευή και την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων, καθώς και στην αναδιοργάνωση τού στρατού, ο οποίος θα αναλάμβανε το βαρύ έργο τής άμυνας τής πόλης. Οι αποδεδειγμένες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες τού Κωνσταντίνου δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων, ή άνοδος δε στη εξουσία τού φιλόδοξου σουλτάνου Μωάμεθ Β' (1451) έκανε περισσότερο αισθητό τον κίνδυνο για την Κωνσταντινούπολη. Η ανέγερση στον Βόσπορο τού υψηλού φρουρίου Ρούμελι Χισάρ και οι στρατιωτικές προετοιμασίες των Τούρκων, συντονίζονταν με τελικό στόχο την άλωση τής πρωτεύουσας τής αυτοκρατορίας. Οι εκκλήσεις τού Κωνσταντίνου προς τη Δύση για ενισχύσεις αντιμετωπίζονταν με περίεργη αδιαφορία. Ο Πελοποννήσισς καρδινάλιος και προηγουμένως μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος, που έφθασε στην Κωνσταντινούπολη με ελάχιστες δυνάμεις, δεν μπορούσε να προσφέρει ελπίδες. Οι 3.000 περίπου βυζαντινοί και οι 2.000 πε-ρίπου ξένοι, από τους οποίους 700 περίπου Γενουάτες με αρχηγό τον Ιουστινιάνη, ήταν πολύ λίγοι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις τού πολυάριθμου και αξιόμαχου τουρκικού στρατού. Μια ισχυρή οχύρωση τής πόλης απαιτούσε και ισχυρή φρουρά για την απόκρουση των επιθέσεων από την ξηρά, αφού η απειλή από τη θάλασσα ε-ξουδετερωνόταν με την περίφημη αλυσίδα τού Κερατίου Κόλπου. Ωστόσο, η μετα-φορά από την ξηρά σημαντικού αριθμού τουρκικών ανδρών στο λιμάνι τής Κωνστα-ντινούπολης κατέστησε την πολιορκία ασφυκτική (Απρίλιος 1453). Στις 28 Μαΐου, ο Μωάμεθ αποφάσισε τη γενική και τελική επίθεση εναντίον τής πόλης. Ο Κωνσταντίνος, μετά την τέλεση τής θείας λειτουργίας στον ναό τής Αγίας Σοφίας, ενθάρρυνε τη φρουρά που θα έδινε τον ηρωικά αγώνα για την απόκρουση τής μεγάλης επίθεσης. Πράγματι, η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε, αλλά η αναπλήρωση των απωλειών τής ηρωικής φρουράς ήταν δύσκολη. Ο τραυματισμός του Γενουάτη Ιουστινιάνη υπήρξε σοβαρό πλήγμα. Τέλος και ενώ ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν με αυτοθυσία στο πλευρό των στρατιωτών του ως απλός στρατιώτης, απόγονος του Λεωνίδου, οι Τούρκοι εισήλθαν στην πόλη από την αφύλακτη Κερκόπορτα το πρωί της 29ης Μαΐου του 1453. Σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς η καθοδήγηση των Τούρκων και η είσοδος στην πόλη από την Κερκόπορτα, οφείλεται σε προδο-σία της «ανθενωτικής», φανατικής πτέρυγας της ορθόδοξης εκκλησίας και ίσως και αυτού του ιδίου του μετέπειτα διορισμένου από τους Τούρκους, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γενναδίου Β’ Σχολαρίου, οι οποίοι διεκήρυτταν ότι ήταν καλύτερη η υποταγή στους Τούρκους από την ένωση των εκκλησιών, την οποία θεωρούσαν υποταγή στον Πάπα.. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στον αλλόθρησκο κατακτητή και έγινε πηγή θρύλων και παραδόσεων στη μνήμη τού λαού. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας τού βυζαντίου, ο οποίος με το γενναίο φρόνημα και την ηρωική αυτοθυσία του, λάμπρυνε το τραγικό γεγονός τής πτώσης. Ο πιστός ακόλουθός του Φραντζής διηγείται με απλότητα τη μυθική γενναιότητα τού τελευταίου βυζαντινού αυτοκρά-τορα: «Τον ίππον κεντήσας, δραμών έφθαοεν ένθα το πλήθος των ασεβών ήρχετο και ώσπερ ο Σαμψών, επί τους αλλοφύλους επέπεσεν και τους ασεβείς εν τη πρώτη συμπλοκή εκ των τειχών απεκρήμνισε και βρυχόμενος ως λέων και την ρομφαΐαν εσπασμένην έχων εν τη δεξιά, πολλούς των πολεμίων απέσφαξε και το αίμα ποταμηδόν εκ των ποδών και των χειρών αυτού έρρεεν. Την κορυφαία αυτή στιγμή του πατριωτικού χρέους και τού ηρωισμού, ο γενναίος αυτοκράτορας αναζητούσε, σύμφωνα με την παράδοση, έναν χριστιανό για να τον θανατώσει: «Ουκ έστι τις των χρι-στιανών τού λαβείν την κεφαλήν μου απ’ εμού». Τότε έπεσε νεκρός ο εκφραστής τού πνεύματος ένδεκα περίπου αιώνων ένδοξης ιστορίας τού βυζαντίου και ο μό-νος, ίσως, εκ των βυζαντινών αυτοκρατόρων, αυθεντικός ενσαρκωτής τής ψυχής τού ελληνισμού. Γι' αυτό και το πρόσωπα του πέρασε στους θρύλους και στις παραδό-σείς τού δούλου γένους. Σύμφωνα με την περιγραφή του Φραντζή, οι κατακτητές, μετά το τέλος τού συγκλονιστικού αγώνα, αναζήτησαν τον νεκρό τού αυτοκράτορος: «πλείονας κεφάλας των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την βασιλικήν γνωρίσωσι, και ουκ ηδυνήθη-σαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη το τεθνεώς πτώμα τού Βασιλέως ευρόντες ο εγνώρισαν εκ των βασιλικών περικνημίδων, ή και πεδίλων ένθα, χρυσοί αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις βαοιλεύσι». Η αναγνώριση τού νεκρού αυτοκράτορα συνοδεύθηκε από την εντολή τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’ να ταφεί με τις αρμόζουσες Βασιλικές τι-μές, χωρίς όμως να ανακοινωθεί και ο τόπος της ταφής. Οι μυστικοί πόθοι τού λαού συνέδεσαν τον θρύλο τού μαρμαρωμένου βασιλιά, με την ελπίδα για την απελευθέρωση και την αποκατάσταση τής αυτοκρατορίας.