Μετάβαση στο περιεχόμενο

Χρήστης:BILH.ASP/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Δημήτριος Καταρτζής (1730-1807)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

             ΌΨΕΙΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΟΝ ΠΡΩΙΜΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ

Εισαγωγικά

  Οι απαρχές του γλωσσικού ζητήματος στη νεότερη εποχή τοποθετούνται στα μέσα του 18ου αιώνα, όταν ο Ελληνισμός αναζητεί την εθνική και πολιτιστική του ταυτότητα  μέσα σε ένα Ευρωπαϊκό περιβάλλον, όπου δημιουργούνται τα εθνικά κράτη και οι εθνικές γλώσσες κυριαρχούν έναντι των λατινικών που εγκαταλείπονται. Η ελληνική γλώσσα βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των ορθόδοξων Βαλκανίων καθώς είναι η επίσημη γλώσσα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, η γλώσσα της Καινής Διαθήκης και έχει αναδειχθεί πλέον και ως γλώσσα του εμπορίου, της εκπαίδευσης και της νεωτερικής παιδείας.
  Την περίοδο αυτή έρχονται οι πρώτοι προβληματισμοί πάνω στο γλωσσικό ζήτημα καθώς τα ελληνικά δεν είχαν λάβει ενιαία μορφή, υπήρχαν ποικιλίες (διάλεκτοι). Επίσης την εποχή αυτή αναδύεται ένα νέο αναγνωστικό κοινό, εκτός από τους λογίους, τους δασκάλους και τον ανώτερο κλήρο. Το κοινό για τα παραδοσιακά, λαϊκά έντυπα, η λεγόμενη ελληνική αστική τάξη, η  οποία χρηματοδοτούσε τα έντυπα αυτά, με τη συνδρομητική μέθοδο.

Την περίοδο αυτή εκκολάπτονταν οι οικονομικές, πνευματικές και πολιτικές προϋποθέσεις για την Ελληνική Εθνική Επανάσταση κατά των Οθωμανών και η ανάγκη για την ανάπτυξη μιας εθνικής γλώσσας ολοένα και μεγάλωνε. Οι εσωτερικές τριβές για το ζήτημα της γλώσσας δεν άργησαν να ξεκινήσουν και εμφανίστηκαν τρείς ομάδες:

                                                                     α) αρχαϊστές (Ε. Βούλγαρης)
                                                                     β) δημοτικιστές (Δ. Καταρτζής)
                                                                     γ) συμβιβαστικοί (Μέση οδός, Α. Κοραής)
 Τη δεκαετία 1780 εμφανίστηκε στο προσκήνιο ένας φωτισμένος υπερασπιστής της καθομιλουμένης, ο Δημήτριος Καταρτζής. Ήταν λόγιος φαναριώτης με μεγάλη μόρφωση και υπηρέτησε ως Μέγας Λογοθέτης στην Αυλή του φαναριώτη Ηγεμόνα της Βλαχίας. Προγραμμάτισε μια σειρά εγκυκλοπαιδικών έργων, τα οποία θα εκπονούσε ο ίδιος και διάφοροι μαθητές του. Εμπνευσμένα από τη γαλλική εγκυκλοπαιδεία (1751-65), τα έργα αυτά θα περιείχαν το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης και θα συντάσσονταν όλα στην ελληνική καθομιλουμένη. Ο Καταρτζής ήξερε αρχαία ελληνικά, λατινικά, γαλλικά, τουρκικά, αραβικά και περσικά μεταξύ άλλων γλωσσών. Ο Κ. Θ. Δημαράς έχει τονίσει τη σημασία που είχε η γνώση των ευρωπαϊκών γλωσσών για την εμφάνιση του Ελληνικού Διαφωτισμού, καθώς η γνώση αυτή δεν οδήγησε μόνο στην ανάγνωση και τη μετάφραση της νεότερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και σκέψης, αλλά και σε συγκρίσεις ανάμεσα στην ελληνική γλωσσική πραγματικότητα και στη γλωσσική κατάσταση των εθνών της Δύσης. Άλλωστε, κύριος στόχος του Καταρτζή ήταν η προκοπή του έθνους ώστε να μπορέσει ο νέος ελληνισμός να ευθυγραμμιστεί με τον δυτικό κόσμο.
  Η γλωσσική θεωρία του Καταρτζή αποτελούσε το ριζοσπαστικότερο κομμάτι του προγράμματός του περί εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Πίστευε ότι η καλλιέργεια της κοινής γλώσσας θα απελευθέρωνε δημιουργικές δυνάμεις που μέχρι τότε κατέπνιγε η σχολαστική εκπαίδευση με τη νεκρή της γλώσσα.
  Ο Καταρτζής βρίσκεται μπροστά στην πραγματικότητα της νέας ελληνικής παιδείας. Διαπιστώνει ότι το επίπεδο της παιδείας αυτής δεν είναι καλό. Το ευρύ μεταρρυθμιστικό σχέδιό του, για το οποίο είναι γνωστός, θεμελιωνόταν επάνω στη δημοτική γλώσσα ως αποκλειστικό όργανο της παιδείας. Σε επιστολή του προς το Λάμπρο Φωτιάδη αναφέρει τα εξής:  κανένας άλλος δεν έχει εξουσία να δώσει σε μία λέξη το πάθος οπού δεν έχει σ'αυτή το στόμα του λαού.. 1789. Η αλληλογραφία του Καταρτζή με το Λάμπρο Φωτιάδη είναι το πρώτο δείγμα γραπτού διαλόγου πάνω στο ελληνικό γλωσσικό ζήτημα με αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό τη χρήση από τους δύο αλληλογράφους εντελώς διαφορετικών γλωσσών (νεότερη ελληνική καθομιλουμένη και αρχαία ελληνική αντιστοίχως). Ο Καταρτζής δεν απορρίπτει τον αρχαίο κόσμο απλώς δείχνει τα αρνητικά που οδηγεί η προσκόλληση στην αρχαία γλωσσική παράδοση.  Η νέα γλώσσα κατάγεται από την αρχαία αλλά από κει και πέρα τα πράγματα ξεχωρίζουν. «Τα ελληνικά και τα ρωμαίκια είναι δυο γλώσσες όχι μια. Δηλαδή η μια η πρωτότυπη και η άλλη η παράγωγη», γράφει στη Γραμματική της ρωμαίκιας γλώσσας (Στην ουσία θεμελιώνει τη θέση του Παπαρρηγόπουλου εκατό χρόνια πριν, για τη διαχρονική ενότητα του νέου ελληνισμού με τον μεσαιωνικό και τον αρχαίο).

Κατά πόσο όμως είχε ο Καταρτζής την ελευθερία να μιλά για τις απόψεις του;

  Ο Καταρτζής επαγγελματικά βρισκόταν σε υψηλό επίπεδο, πλάι στους ηγεμόνες, επομένως είναι φανερό ότι δεν ήθελε να διακινδυνέψει πολλά πράγματα με την εξόρμησή του.

Παρουσιάζει τις επιφυλάξεις του και τους κινδύνους του για τους νεωτερισμούς «ξέρω βέβαια πώς πεσίνι θα κατηγορηθώ, καί τό μέλλον Κύριος οἶδε.(...)κι ωμολογούσαν όλοι την ανάγκη τούτου, πλήν κανένας δεν ἐτολμούσε νά τό κάμη, ὄχι τόσο γιά τή δυσκολία, ὅσο γιά τή δυσφημία π'ακολουθά πάντα σέ τέτοια 'πιχειρήματα, νεωτερίζοντα τό φαινόμενο».( απόσπασμα από τον σύντομο πρόλογό του τοῖς τά παρόντα ἀναγινώσκουσι σχέδια εὖ πράττειν). Την εποχή εκείνη σεβόταν το αρχαίο έθνος και η λέξη νεωτερίζω είχε δύσφημη σημασία. Τους καινοτόμους τους καταδίκαζαν. Ο Καταρτζής εμφανίζεται από νωρίς οπαδός των νέων ιδεών, κατηγορήθηκε όμως ότι δεν έφερνε με το σύστημά του τη γλώσσα των καλλιεργημένων ανθρώπων της Πόλης. Τελικά το αξίωμά του δεν επηρεάστηκε από όλη αυτή την υπόθεση και το γεγονός ότι αργότερα εγκατέλειψε τις θέσεις του αποκατέστησε εντελώς το όνομά του από οποιαδήποτε κατηγορία.


Ποιά γλώσσα χρησιμοποιεί τελικά ο Καταρτζής;

  Το σύστημά του το εξέθεσε σε σειρά προκηρύξεων, δοκιμίων, μελετών και μεθοδικών έργων των οποίων η συγγραφή έγινε ανάμεσα στα 1783 – 1791. Πριν από αυτή την περίοδο, φαίνεται οτι είχε συγγραφικά ενδιαφέροντα, χωρίς σημαντικές αντίστοιχες επιδόσεις

Από το 1783 έως το 1791 χρησιμοποιεί τη φυσική γλώσσα (με τον όρο φυσική εννοούμε την καθομιλουμένη εποχής.)

  Ύστερα από αυτή την περίοδο, δηλαδή από το 1791 και μετά, ο Καταρτζής αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη συγγραφική του δράση στη φυσική γλώσσα, την οποία όμως συνέχιζε να υπερασπίζεται μόνο θεωρητικά, και να συνεχίσει σε μία γλώσσα την οποία ονομάζει «αιρετή»(κάτι αντίστοιχο με τη μεταγενέστερη καθαρεύουσα. Μια γλώσσα μικτή, μια διορθωμένη μορφή της σύγχρονης γλώσσας.)

Οι λόγοι για τους οποίους ο Καταρτζής άλλαξε τη γραμμή του είναι οι εξής: 1. Μετά τη γαλλική επανάσταση δημιουργήθηκαν νέες καταστάσεις που, θα λέγαμε, δε τον βολεύουν. Οι απόψεις του είναι αρκετά ριζοτόμες για τους φαναριώτες, αλλά αρκετά συντηριτικές για την καινούρια δυναμική νεολαία. 2. Παρόλο που είχαν εμφανιστεί τα πρώτα σημάδια γλωσσικής και πνευματικής ελευθερίας στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, η εκθρόνιση του Λουδοβίκου του 16ου το 1792 και η εκτέλεσή του το 1793 εξάλειψαν τις φιλελεύθερες ιδέες από τις Αυλές των ηγεμόνων εκείνη την εποχή. Έκτοτε οι Ηγεμόνες έγιναν συντηριτικότεροι. Το 1791 ο Καταρτζής εγκατέλειψε τη χρήση της λαϊκής γλώσσας. 3. Ακόμη, ο Καταρτζής βλέποντας την αντίδραση που δημιούργησαν οι γλωσσικές του απόψεις, στράφηκε προς μια μέση λύση. Άλλωστε σκοπός γι'αυτόν ήταν η διάδοση των γνώσεων• η γλώσσα ήταν μόνο το μέσο για να το πετύχει. «αδιαφορώντας με ότι τρόπο και αν είναι, μόνο να ωφελήσω το γένος μου».

  Ο Κοδρικάς συσχετίζει την παραίτηση του Καταρτζή από το «φυσικόν ύφος» με την έκδοση της Νεωτερικής Γεωγραφίας του Κωσταντά και του Φιλιππίδη, καθώς ο Καταρτζής είπε τα εξής λόγια: « Υπογράφω, υπογράφω, είς τό σύστημα του κοινού ύφους οπού γράφεται, καθώς ευκολώτερα συνηθίζεται. Ο πρώτος μαθητής μου εχάλασε την γλώσσα μου. Άρα δεν είναι κοινή».

Πέραν όμως από τους εξωτερικούς παράγοντες είναι φανερό ότι ο δημιουργικός παλμός του και η ανακαινιστική ορμή του έχουν ελαττωθεί όσο οδεύει προς τα γηρατειά.

Το έργο του

  Ο Καταρτζής δεν έμεινε μόνο στη θεωρία αλλά πέρασε και στην πράξη. Το έργο του βέβαια δεν άσκησε μεγάλη επίδραση ( πέρα από τον κύκλο του) καθώς έμεινε ανέκδοτο, όσο ζούσε. Το πρώτο έργο του (17 ιανουαρίου του 1783) έχει τον τίτλο:  «Σχέδιο ότ’ η ρωμαίκια γλώσσα, όταν καθώς λαλιέται και γράφετ’, έχει στα λογογραφικά της τη μελωδία, και στα ποιητικά της ρυθμό, και το πάθος και την πειθώ στα ρητορικά της. Ότι όντας τέτοια, είναι κατά πάντα καλύτερ' απ' όλες τις γλώσσες και οτι η καλλιέργειά της  και η συγγραφή βιβλίων σ'αυτή να είναι γενική και ολική αγωγή του έθνους».  

Εδώ πλέον εμφανίζεται με ξεκαθαρισμένες τις γλωσσικές του απόψεις. Καθιερώνει το σύστημά του από γλωσσική άποψη. Με τον όρο Σχέδιο εννοεί δοκίμιο. Αναφέρει την υπεροχή της ρωμαίικιας γλώσσας έναντι των ελληνικών και των άλλων γλωσσών «κατά τούτο την υπεροχή την ελληνικής, και καθ’αυτό και ως προς της άλλαις γλώσσαις του κόσμου, για τη μελωδική απαγγελία της(...) εγ’όμως ευρίσκωντας πρώτη φορά το μακρύ και βραχύ στα ρωμαίκα, ηύρα κι άλλαις πολλαίς αιτίαις υπεροχής στον ίδιο οργανισμό της ρωμαίκιας γλώσσσας, με τα οποία υπερέχει όλαις ταις άλλαις και την αραβική». Σε αρκετά σημεία τονίζει το θέμα του ρυθμού που ενυπάρχει στη ρωμαίκα γλώσσα «καθώς λαλιέται έχει στα λογογραφικά της τη μελωδία και στα ποιητικά της το ρυθμό (...) καμμιά γλώσσα της Ευρώπης δεν έχ’αυτήν την αρετή, και ιδιαιτέρως οι Φραντζέζοι κλαίγουνται, πως δεν έχουν ποιητικά, μην έχοντας προσωδία».

  Τον ίδιο χρόνο γράφει το «Σχέδιο της αγωγής των παιδιών Ρωμηών και Βλάχων, που πρέπει να γένεται μετά λόγου στα κοινά και σπητικά σκολειά», το οποίο αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου. Κύρια κατευθυντήρια γραμμή του Καταρτζή είναι η αγωγή. Χωρίς την ένταξη όμως στη γλωσσική πραγματικότητα, αγωγή δε μπορεί να επιτευχθεί. Με το έργο αυτό προσπαθεί να ανοίξει ένα δρόμο καινούριο στην αγωγή των παιδιών. 
 Την εποχή που ετοιμάζει τα δύο πρώτα έργα του για δημοσίευση, γράφει ένα σύντομο πρόλογο     «τοῖς τα παρόντα ἀναγινώσκουσι σχέδια εὖ πράττειν» (1783). Στο συγκεκριμένο παρατηρούμε μια έκκληση για την ανάγκη καλλιέργειας της νέας ελληνικής. «κ’ἔτζη νά μπορέσουμε νά τήν τελειοποιήσουμε, νά κάμουμε λεξικά ρωμαίκα σέ κάθ’ἐπιστήμη και τέχνη, νά συγγράψουμ’ή νά μεταφράσουμε τῆς ἐπιστῆμαις και τέχναις καί τά ἑλληνικά μας βιβλία σ’αὐτήνα καί νά γένουμε κ’ἐμείς ἕνα πεπολιτευμένο ἔθνος», και παρακάτω αναφέρει «οι δυναντώτερ’ας συγγράψουν τεχνικά και μεθοδικά βιβλία, εκείνοι που ξέρουν ξενικαίς γλώσσας ας μεταφράσουν αξιόλογα συγγράμματα (...) σαν ένα δόσιμο που χρουστούν όλοι στο κοινό». Πράγματι, ένας τρόπος υπάρχει για να καλλιεργήσουμε τη γλώσσα μας. Να αναπτύξουμε στο έπακρο τη συγγραφική μας δραστηριότητα σε όλους τους τομείς. Μόνο έτσι η κοινή νεοελληνική γλώσσα θα αποκτήσει την απαιτούμενη εκφραστική επάρκεια.
  Το 1788 γράφει τη «Γραμματική της ρωμαίκιας γλώσσας». Εδώ συνειδητοποιεί ότι η γραμματική είναι εγγενής σε κάθε φυσική γλώσσα. Το ακόλουθο απόσπασμα συνοψίζει τη φωτισμένη στάση του Καταρτζή απέναντι στην καθομιλουμένη: «κάθε γλῶσσα ἔχει ἄγραφη ἤ γραμμένη γραμματική (...) εἶναι καί μιά γραμματική γενική ὁλωνών τῶν γλωσσών (...) ἡ ρωμαίκια γλῶσσα, ὤντας ζουντανή, ἔχει γραμματική φυσικά, μ ‘ὅλον ὁπού δέν τήν ἔγραψε προτήτερα κανείς, καθώς εἶχε κ’ ἡ περουβιανή καί λαπωνέζικη, καί τήν ἔγραψαν τώρα. Καί ὅτι ἡ γραμματική της εἶναι διαφορετική ἀπτήν ἑλληνική, ἀπτήν ὁποία παράγεται, καθώς ἡ φραντζέζικη γραμματική διαφέρει ἀπτή γραμματική τή λατινική, ἀπτήν ὁποία κατάγεται».


  Το 1787 ο Καταρτζής συνθέτει το « Γνῶθι σαυτόν» το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση έργο του και από τα καλύτερα ρητορικά του δημιουργήματα. « Λόγος προτρεπτικός στό γνῶθι σαυτόν καί στήν κοινή παιδαγωγία τοῦ ἔθνους, ἤ σοφός, ἡμιμαθής, ἀμαθής». Το έργο αυτό ετοιμάστηκε για να συνεκδοθεί μαζί με τον προηγούμενο Λόγο («Λόγος προτρεπτικός στό νά κάμουμε δασκάλους στά ῥωμαίκα, σέ κάθ’ἐπιστήμ’ ἤ ελευθερία τέχν΄ ἤ ἀναγκαία ξενική γλῶσσα») με τον κοινό τίτλο «Έκτη διάλεκτος ἑλληνική ἤ ῥωμαίκα ἔντεχνα καί μεμουσωμένα». 

Προτάσσεται ο Λόγος προτρεπτικός στο γνώθι σαυτόν κι ακολουθεί ένα συστηματικό διάγραμμα «τῆς ἀνθρωπινῆς ἤ θείας σοφίας μας». Στη συνέχεια βρίσκεται η «θεωρία στη διανομή των ελληνικών διδασκαλικών μας βιβλίων και στη συγγραφή ρωμαίκων». Εδώ έχουμε μια ανάλυση του βιβλιογραφικού πλούτου και των ελλείψεών του καθώς και προτάσεις για τη μεθοδική αύξησή του. Στη θεωρία, εξετάζοντας τις πιο άμεσες ανάγκες του ελληνισμού, βρίσκει την αφορμή να εκθέσει το σύστημα της Εγκυκλοπαιδείας και προβαίνει σε υποδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να συνταχθεί ανάλογο έργο στη γλώσσα μας. Οι υποδείξεις αυτές επηρέασαν τους λογίους της εποχής του. Στο τέλος του τμήματος αυτού καταλήγει στο θέμα της γλώσσας, η οποία θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση του όλου παιδευτικού προγράμματος.

  Πολύ αργότερα από την αρχική συνταξή του, αφού είχε εγκαταλείψει την εφαρμογή των γλωσσικών του θεωριών, προσφέρει τον Οκτώβριο του 1796, αναθεωρημένο (όχι μόνο γλωσσικά) και συμπληρωμένο το έργο αυτό στον ηγεμόνα :  « Λόγος προτρεπτικός εἰς τό γνῶθι σαυτόν δελφικόν γράμμα καί τήν κοινήν παιδαγωγίαν τοῦ ἔθνους, τί σοφός, ἡμιμαθής, ἀμαθής καί τά ἑξής, ὁ ὁποῖος λόγος μέ τά περί αὐτόν προσπεφώνηται ἀριπρεπῶς τῶ ὐψηλωτάτω, εὐσεβεστάτω καί σοφωτάτω Αὐθέντη Κυρίω Κυρίω Ἰωάννη Ἀλεξάνδρω Ἰωάννου Ὑψηλάντη βοεβόδα κατά τήν παναίσιον εἴσοδον τοῦ ὕψους του εἰς τήν ἡγεμονίδα πόλιν του Βουκουρέστιον αψης’, ἐν μηνί Ὀκτωβρίω». Το κείμενο αυτό είναι γραμμένο σε αιρετή γλώσσα, δηλαδή τη γλώσσα των λογίων της εποχής αυτής.


Παραθέτω δύο αποσπάσματα από το «Γνῶθι σαυτόν» σε φυσική και σε αιρετή γλώσσα αντίστοιχα όπου μπορούμε να διαπιστώσουμε τη διαφορά ανάμεσα στις δύο. Το περιεχόμενο του αποσπάσματος εξηγεί τον τίτλο «Λόγος προτρεπτικός στό γνῶθι σαυτόν καί στήν κοινή παιδαγωγία τοῦ ἔθνους, ἤ σοφός, ἡμιμαθής, ἀμαθής» :

«Σοφός λοιπόν εἶν’εκεῖνος πού εἶναι παιδομαθής. Πού ἔμαθε μέ τάξι τά μαθήματά του. ‘πού δεν τ’ἄφησε, ἀλλά ΄πού τ’ἀκολουθᾶ σ’ὅλην του τή ζωή, ΄πού τ’αυξάνει μάλλον και μάλλον, κ’όπου μέ τοῦτο αὐξάνει ἐπ’ἄπειρον τοῦ νοῦ του τή δύναμι. Ὅθεν ὁ τέτοιος ὀρέγεται νά τά ξέρη ὅλα, μά βλέπωντας πώς δέν μπορεῖ νά τά ξέρη ὅλα καλά, γιά τοῦτο δίδεται κατ’ἐξοχήν σέ μιά μάθησι, καί καταγίνεται μέ τήν ὁλότη σ΄ἐκείνηνα (...)Ὁ ἡμιμαθής, ἀφ’οὗ ἀρχίση νά μαθαίνη καμμιά μάθησι, εὐθύς κρίνει νά τήν ἐξέρη κ’ὅλας καλά. ἤ καί ἄν τήν ἐτελείωσε ὁπωσοῦν, τήν ἀφήνει., θαρρῶντας πώς θά τήν ἐξέρ’ὅσο ζῆ (...) ἡ συνομιλία του περιστρέφεται ὅλο σ’ ἐκεῖνα πού θαρρεῖ νά ξέρη καλλίτερα».

«Σοφός λοιπόν εἶναι ἐκείνος ὁπού εἶναι παιδομαθής. Ὁπού ἔμαθε μέ τάξιν τά μαθήματά του. Ὁπού δέν τά ἄφησε, ἀλλά τά ακολουθᾶ ἀδιακόπως εἰς ὅλην του τήν ζωήν. Ὁπού τά αὐξάνει μᾶλλον και μᾶλλον καί ὁπού μέ τοῦτο αὐξάνει ἐπ’άπειρον τοῦ νοῦ του τήν δύναμιν. Ὅθεν ὁ τοιοῦτος ὀρέγεται, ναί, νά τά ἰξεύρη ὅλα, μά βλέπωντας πώς δέν ἠμπορεί νά τά ἰξεύρη ὅλα καλά, διά τοὐτο δίδεται κατ΄εξοχήν εἰς μίαν μάθησιν καί καταγίνεται εἰς ἐκείνην μέ τήν ὁλότην (...) Ὁ ἡμιμαθής, ἀφ’οὗ ἀρχίση νά μανθάνη καμμίαν μάθησιν, εὐθύς κρίνει καί νά τήν ἰξεύρη καλά. ἤ καί αν τήν ἐτελείωσε ὁπωσοῦν, τήν ἀφήνει., θαρρῶντας πώς θέλει τήν ἰξεύρει ἐν ὅσω ζῆ. (...) ἡ συνομιλία του περιστρέφεται ὅλον εἰς ἐκεῖνα ὁπού θαρρεῖ νά ἰξεύρη καλλήτερα».

Βιβλιογραφία

• Mackridge Peter, Language and National Identity in Greece 1766-1976, Οξφόρδη Oxford University Press 2009.

• Καταρτζής Δημήτριος, Τα ευρισκόμενα, επιμ. Κ. Θ. Δημαράς, Αθήνα 1970

• Δημήτριος Καταρτζής, Δοκίμια, επιμ. Κ. Θ. Δημαράς, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1974

• Κιτρομηλίδης Πασχάλης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 1999.