Χηλικοποίηση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αιθυλενοδιαμίνη ως υποκαταστάτης σε χηλικοποίηση με μέταλλο (Μ)

Χηλικοποίηση (αγγλ. chelation)[1] είναι η δημιουργία δεσμών ιόντων ή μορίων με μεταλλοϊόντα.[2]

Η λέξη έχει ως προέλευση τη «χηλή», από την αρχαία ελληνική γλώσσα, η οποία κυριολεκτικά σημαίνει «οπλή». Λ.χ. επειδή τα περισσότερα μέταλλα σε ατομική μορφή είναι τοξικά για τον ανθρώπινο οργανισμό, είναι εφικτό στους ιστούς, τα μέταλλα σε μορφή χηλικών ενώσεων να μπορούν εύκολα, χωρίς κίνδυνο, να καταναλωθούν λ.χ. ως συμπληρώματα διατροφής με μέταλλα χηλικοποιημένα με αμινοξέα.

Τα μόρια ή ιόντα που ενώνονται με το κεντρικό άτομο ονομάζονται «συναρμοσμένα προς» το κεντρικό άτομο και αποτελούν τους υποκαταστάτες (ligands) του κεντρικού ατόμου.[3] Έτσι αφορούν στο σχηματισμό ή την παρουσία δύο ή περισσοτέρων «κοινών δεσμών» μεταξύ μορίων ή ιόντων, σε οργανικές κατά βάση ενώσεις, που ενώνονται με το κεντρικό άτομο και αποτελούν τους υποκαταστάτες του κεντρικού ατόμου. Στα αγγλικά, αυτοί οι υποκαταστάτες ονομάζονται chelants, chelators, ή chelating agents.

Xηλισμός ονομάζεται η ίδια η χημική αντίδραση που οδηγεί στο σχηματισμό κυκλικών ενώσεων, ιδιαίτερα σταθερών, μεταξύ μεταλλικών ατόμων και οργανικών μορίων.[4] Oι ενώσεις αυτές που δημιουργούνται έτσι λέγονται χηλικές. Έντονη είναι η παρουσία χηλικών ενώσεων στα νερά, π.χ. οι συμπλοκοποιητές που σχηματίζουν με τα μέταλλα χηλικές ενώσεις είναι συχνά ρυπαντές και βρίσκονται είτε στα αστικά λύματα ή στα βιομηχανικά απόβλητα (βλ. μεταλλουργεία). Οι χηλικές ενώσεις είναι υδατοδιαλυτές και συχνά αρνητικά φορτισμένες.[5]

Χηλικές ενώσεις που είναι άφθονες στη Φύση, με πολύ μεγάλη σημασία, είναι η χλωροφύλλη[6] και η αιμοσφαιρίνη[7]- στην πρώτη το μέταλλο είναι το μαγνήσιο (Mg), ενώ στη δεύτερη το μέταλλο ο σίδηρος (Fe).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]