Φαλαρικό

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το φαλαρικό, ή φαλαρική ήταν αρχαίο εκηβόλο όπλο, τόσο πολεμικό, όσο και κυνηγετικό. Είχε το σχήμα του βέλους, μεγαλύτερου μήκους και μικρότερο του δόρατος που ρίπτονταν είτε με το χέρι είτε με ειδική μηχανή που εκτόξευε ταυτόχρονα πολλά μαζί καλούμενη φαλαρική, που έμοιαζε με καταπέλτη. Το όνομα του όπλου ετυμολογείται από την αρχαία ελληνική λέξη «φαληρός» που σημαίνει λαμπρός, φωτεινός.

Λόγω της επιτυχούς σπουδαίας διασποράς κατά τη χρήση του, ειδικότερα εκείνα που εκτόξευαν οι πολιορκητικές μηχανές γρήγορα τελειοποιήθηκε και μετατράπηκε σε σπουδαίο εμπρηστικό όπλο, μεταδίδοντας φωτιά από αναμμένο στουπί που ήταν εμποτισμένο με εύφλεκτη ύλη και που προσαρμοζόταν στην αιχμή του.

Η χρήση των φαλαρικών γενικεύτηκε πριν τον μεσαίωνα, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, τόσο σε επιχειρήσεις ξηράς όσο και θαλάσσης, από πλοία. Εξέλιξη αυτού θεωρείται σήμερα το καμάκι που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη φαλαινοθηρία.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τομ. 18ος, σελ. 134.