Τελευταίος Άνθρωπος (Νίτσε)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε (1844-1900) χρησιμοποίησε τον όρο ο τελευταίος άνθρωπος στο φιλοσοφικό-λογοτεχνικό του έργο Ταδε έφη Ζαρατούστρας (1883-1885) ως αντίθεση στον υπεράνθρωπο. Απεικονίζοντας έναν τύπο εξημερωμένου ανθρώπου που αποφεύγει τις συγκρούσεις και νιώθει απόλυτη ασφάλεια στις συνήθειες που του επιβάλλει η τότε κοινωνία, ο Νίτσε ασκεί κριτική στις εξελίξεις της εποχής του, του Μοντερνισμού.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τελευταίος άνθρωπος αποτελεί συνειδητό κατασκεύασμα του ίδιου του Ζαρατούστρα, ο οποίος τον περιγράφει ως παραδομένο στον κοινωνικά κυρίαρχο μηδενισμό, ληθαργικό και αδιάφορο προς κάθε μορφής υψηλότερο στόχο ή ανώτατη αλήθεια. Αναγκάζεται να αρκεστεί στο κοινότοπο και το ανούσιο, υποκύπτοντας πάντοτε στην αμεσότερη μορφή ικανοποίησης των βασικών και μη αναγκών του, καθώς του λείπει το απαραίτητο σθένος για να πράξει διαφορετικά.

Παράλληλα, ο Ζαρατούστρα προαναγγέλει τον ερχομό του υπερανθρώπου, ο οποίος συμβολίζει μία ιδεατή, ανώτερη μορφή, υπεράνω κάθε θρησκευτικής και μεταφυσικής ανάγκης, ώντας σε θέση να ορίσει αυτόνομα τις παραμέτρους της ίδιας του της ύπαρξης. Το σχήμα συνεχούς αυτοπραγμάτωσης που αντιστοιχεί στην φύση του υπερανθρώπου είναι βαθιά εμπνευσμένο από τον Γκέοργκ Β.Φ. Χέγκελ και τον Γερμανικό ιδεαλισμό.

« Έχουν παρατήσει τις δυσμενείς περιοχές, καθώς τους χρειάζεται θέρμη. Αγαπούν αλλήλους, τρίβονται μάλιστα πάνω τους, για να ζεσταθούν. Θεωρούν αμαρτολό όποιον αρρωσταίνει και όποιον δυσπιστεί, ελίσσονται με προσοχή. [...] Οι άνθρωποι εξακολουθούν να εργάζονται, καθώς η εργατιά είναι διασκέδαση. Φρόντιζουν όμως, να μην γίνεται ποτέ ψυχαγωγία. Κανείς δεν φτωχαίνει πια, ούτε πλουτίζει: και τα δύο παραείναι επίπονα. Ποιός έχει όρεξη πλέον να κυβερνά; Ποιός να υποτάσσεται; πολύ δύσκολα είναι και τα δύο. »

Η ζωή του τελευταίου ανθρώπου είναι παθητική, αυτάρεσκη και παρακμιακή . Δεν γίνονται πια διακρίσεις μεταξύ ηγεμόνων και υπηκόων, ισχυρών και αδύναμων, υπεροχής και μετριότητας. Αποφεύγονται κοινωνικές συγκρούσεις και προκλήσεις. Η ατομικότητα και η δημιουργικότητα καταπιέζονται. Ενώ ο Ζαρατούστρα επιχειρεί να αποτρέψει την κυριαρχία του τελευταίου ανθρώπου, ζητώντας από το ακροατήριό του να αποδεχθεί τον υπεράνθρωπο ως κοινωνικό ιδανικό, καταφέρνει το ακριβώς ανάποδο: οι άνθρωποι ζητοκραυγάζουν τον ερχομό του τελευταίου ανθρώπου και των ανέσεών του:

«Και εδώ τελειώνει η πρώτη ομιλία του Ζαρατούστρα, γνωστή και ως «πρόλογος»: καθώς σε αυτό το σημείο οι κραυγές και η χαρά του πλήθους υπερίσχυσαν. «Δώσε μας αυτόν τον τελευταίο άνθρωπο, ω Ζαρατούστρα» – έτσι φώναξαν – «φέρε μας αυτά τα τελευταία ανθρώπινα όντα! Έχε τον υπεράνθρωπο όλο δικό σου! Και όλος ο λαός χαιρόταν και κροτάλιζε τις γλώσσες του. »

Σύμφωνα με τον Νίτσε, η μοντέρνα, κυρίως δυτική κοινωνία έχει θέσει για τον εαυτό της στόχους ανίθετους της ανθρώπινης φύσης, όπως την ερμηνεύει ο ίδιος μέσω του πρίσματος της θέλησης για εξουσία ως βασική κινητήρια δύναμη κάθε μορφής ύπαρξης του σύμπαντος.


Εθνικοσοσιαλιστική παρερμήνευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρότι ο ίδιος ο Νίτσε απέρριψε τον Εθνικοσοσιαλισμό, η ιδέες του λογοτέχνη και φιλόσοφου υϊοθετήθηκαν και παρερμηνεύθηκαν από τους υποστηρικτές της ιδεολογίας αυτής επανειλημμένα. Σημαντικό ρόλο στο εγχείρημα έπαιξε η αδερφή του Νίτσε, Ελίζαμπεθ Φόρστερ-Νίτσε, η οποία ήταν παντρεμένη με έναν γνωστό άκρο-αντισημίτη ονόματι Μπέρνχαρντ Φόρστερ και είχε επακολούθως στενή σχέση με τον Εθνικοσοσιαλισμό. Μετά τον θάνατο του αδερφού της, έσπευσε να προπαγανδίσει τις δικές τις ερμηνείες των όσων έγραψε ο ίδιος ως δικές του, εισάγοντας ορολογίες που ουδέποτε αναφέρονται στο αρχικό έργο του Νίτσε, όπως ο Υπ'άνθρωπος.

Εν κατακλείδι σύνοψη

Θέλω λοιπόν να σας μιλήσω για το περιφρονέστερο όλων, για τον τελευταίο άνθρωπο.

Και έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα στο λαό:

Είναι καιρός ο άνθρωπος να ζέψει το στόχο του. Είναι καιρός ο άνθρωπος να φυτέψει τον σπόρο της ψηλότερής του ελπίδας .

Ακόμη αντέχει το έδαφος. Μια μέρα όμως, αυτό το χώμα θα έχει φτωχέψει, θα είναι άγονο και κανένα ψηλό δέντρο δεν θα μπορεί να μεγαλώσει σε αυτό.

Αλίμονο! Έρχεται η ώρα που ο άνθρωπος δεν θα στοχεύει το βέλος της λαχτάρας του πέρα από τον ίδιο, και η χορδή του τόξου του θα ξεχάσει την ίδια την ταλάντωσή της!

Σας λέω: κανείς πρέπει να έχει ακόμα χάος μέσα του για να γεννήσει ένα αστέρι που χορεύει.

Σας λέω: έχετε ακόμα χάος μέσα σας.

Αλίμονο! Έρχεται η ώρα που ο άνθρωπος δεν θα γεννά πια αστέρια. Αλίμονο! Έρχεται η ώρα των πιο απαίσιων ανθρώπων, που δεν μπορούν πλέον να αυτοσαρκάζονται, να αυτοπεριφρονούνται.

Κοιτάχτε! Θα σας δείξω τον τελευταίο άνθρωπο:

"Τι είναι η αγάπη; Τι είναι η δημιουργία και τι η λαχτάρα; Τι είναι το αστέρι;» - ρωτά ο τελευταίος άνθρωπος και βλεφαρίζει.

Η γη μίκρινε, ο τελευταίος άνθρωπος που τα πάντα μικραίνει πηδά πάνω της. Η φυλή του είναι ανεξάλειπτη, σαν τους ψύλλους. Ζει μακρύτερα απ' όλους ο τελευταίος άνθρωπος.

«Εμείς εφεύραμε την ευτυχία» – λένε οι τελευταίοι άνθρωποι και βλεφαρίζουν.

[...]

Λίγο δηλητήριο που και που: να φέρνει ευχάριστα όνειρα. Και τέλος, μπόλικο δηλητήριο για έναν ευχάριστο θάνατο.