Τάληρο Πρωσίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το πρωσικό τάληρο (και τάλιρο ή τάλερ), γερμ.: Preussen thaler (μερικές φορές Πρωσικό αυτοκρατορικό τάληρο, Preussen reichsthaler) ήταν το νόμισμα της Πρωσίας μέχρι το 1857. Το 1750 ο Γιόχαν Φίλιπ Γκράουμαν εφάρμοσε τον Κανόνα τού Γκράουμαν (Graumannscher Fuß) με 14 τάλερ ισότιμα με ένα μάρκο Κολωνίας από καθαρό ασήμι, ή 16.704 γραμ. ανά τάληρο.

Μέχρι το 1821 το τάλερ υποδιαιρέθηκε στο Βραδεμβούργο σε 24 γκρόσεν (groschen), το καθένα από 12 πφένικ. Στην ίδια την Πρωσία υποδιαιρέθηκε σε 3 πολωνικά γκούλντεν = FL = ζλότυ, καθένα από 30 γκρόσεν (κάθε γκρόσεν = 18 πφένικε) ή 90 σελίνια. Το νόμισμα της Πρωσίας ενοποιήθηκε το 1821, με το τάλερ να υποδιαιρείται σε 30 αργυρά γκρόσεν (silbergroschen), με καθένα από 12 πφένικε.

Ενώ το κυρίαρχο βορειο-Γερμανικό τάλερ, που χρησιμοποιήθηκε σε άλλα κρατίδια της Βόρειας Γερμανίας από το 1750 έως το 1840, εκδόθηκε 1313 τάληρα προς ένα μάρκο και εμφανίστηκε σε ονομαστικές αξίες των 23 και 113 τάλερ, το Πρωσικό τάληρο εκδόθηκε 14 τάληρα προς ένα μάρκο και εμφανιζόταν με ονομαστική αξία 1 τάλερ.

Από τη δεκαετία του 1840 πολλά κράτη όρισαν την αξία του βορειο-Γερμανικού τάλερ σε ισοτιμία με το Πρωσικό τάλερ, επίσης 14 τάλερ σε ένα Μάρκο. Το 1857 αυτά τα βορειο-Γερμανικά και Πρωσικά τάλερ αντικαταστάθηκαν από το τάλερ της (τελωνειακής) ένωσης (vereinsthaler), έχοντας γίνει το πρότυπο σε μεγάλο μέρος της Γερμανίας.