Σύγκρια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η λέξη σύγκρια αναφέρεται σε παλαιό εθιμικό θεσμό στην Μάνη κατά τον οποίο ένας νυμφευμένος άντρας παράλληλα με τη νόμιμη σύζυγό του μπορούσε να συζεί και με δεύτερη σύντροφο, κυρίως με σκοπό την γέννηση άρρενος απογόνου. "Σύγκρια" λεγόταν αυτή η δεύτερη μη νόμιμη σύντροφος, ενώ «σύγκριες» λέγονταν από κοινού οι δύο γυναίκες, σύζυγος και σύντροφος. Λεγόταν επίσης και συγκόρμισα. Η λέξη σύγκρια χρησιμοποιείται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος με διαφορετική σημασία, όπως «μοιχευόμενη σύζυγος», γυναίκα που συζεί με εραστή της· επίσης «σύγκριες» καλούνται οι σύζυγοι δύο αδελφών (συνυφάδες) κ.ά. Στη Μάνη λεγόταν επίσης σύγκρια η δεύτερη σύζυγος μετά τον θάνατο της πρώτης.

Η πλέον αποδεκτή ετυμολογική άποψη είναι εκ του συν+κυρά/κυρία. Το έθιμο ίσχυε από άγνωστη εποχή μέχρι περίπου τα τέλη του 19ου αιώνα. Σύγκριες και παιδιά γεννημένα από αυτές ζούσαν και στον 20ο αιώνα, οπότε το έθιμο εξέλειψε λόγω των κοινωνικών αλλαγών στην περιοχή. Εφαρμοζόταν από τους Μανιάτες της ανώτερης κοινωνικής και οικονομικής τάξης, τους λεγόμενους «νικλιάνους», ενώ οι φτωχότεροι, οι λεγόμενοι «φαμέγοι» σπάνια το εφάρμοζαν, κυρίως γιατί δεν συνέτρεχαν οι οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι.

Σκοπός της σύγκριας ήταν η γέννηση αρσενικού τέκνου, ώστε να υπάρχει διάδοχος του πατέρα και κληρονόμος της περιουσίας, αλλά και για λόγους κοινωνικής εκτίμησης και ισχύος, ή γενικώς για την απόκτηση παιδιών στην περίπτωση που η σύζυγος ήταν άτεκνη. Μεγάλος αριθμός αρρένων σε μια οικογένεια (πολλά «τουφέκια») συνεπαγόταν πολιτική και οικονομική ισχύ, ενώ διατηρούσε το πατρικό σπίτι (συχνά πύργο) στην οικογένεια. Η σύγκρια προερχόταν από κατώτερες τάξεις γιατί εθεωρείτο υποτιμητικός ρόλος και συχνά ζούσε υπό μειονεκτικές συνθήκες. Η σύναψη αυτής της σχέσης γινόταν μέσω είδους συμπεθεριού και άρχιζε γενικώς χωρίς κάποια τελετή και σιωπηρά. Αρχικά, και έως ότου αποκτήσει αρσενικό παιδί, ζούσε στο σπίτι του άνδρα ως είδος ψυχοκόρης με μειωμένα δικαιώματα. Όταν γεννιόταν παιδί αυτό ανακοινώνονταν με πανηγυρισμούς και ο ρόλος της σύγκριας αναβαθμιζόταν. Με τη νόμιμη σύζυγο αναπτύσσονταν άλλοτε σχέσεις ζήλιας και εχθρότητας και άλλοτε καλές σχέσεις συνεργασίας. Αναφέρονται περιπτώσεις που σύγκριες (νόμιμη σύζυγος και σύγκρια) μετά το θάνατο του ανδρός ζούσαν μαζί αλληλοβοηθούμενες.

Η Εκκλησία αποδοκίμαζε τον θεσμό, αλλά φαίνεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις ιερείς αναγκάζονταν να ευλογήσουν τη σύναψη τέτοιας σχέσης, είτε λόγω αμοιβής είτε υποκύπτοντας στη βούληση ισχυρών οικογενειών. Αναφορά του επισκόπου Γυθείου Ιωσήφ προς την Ιερά Σύνοδο το 1864 αναφέρει το έθιμο:

...συνηθίζουσί τινες ἐνταύθα, ... καὶ παραλαμβάνουσι καὶ δευτέρας γυναίκας ἔπειτα εἰς τὰς οἰκίας των, τῇ συγκαταθέσει καὶ τῶν γονέων ἀμφοτέρων αὐτῶν καὶ τῶν λοιπῶν συγγενῶν των, τῇ συγκαταθέσει δε ἑνίοτε καὶ αὐτῶν τῶν νομίμων γυναικῶν αὐτῶν, διὰ τῆς βίας ἤ καὶ ἐκουσίως καὶ αὐτῶν ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ των καὶ οὔτω συνοικούσιν αὐτοὶ καὶ μετ' αὐτῶν καὶ συζῶσιν ὡς ἀνῆρ καὶ γυνὴ παρανόμως. Ἐὰν ὅμως εὐρίσκουσι καὶ ἱερέα τινὰ καὶ τοὺς εὐλογῇ καὶ αὐτὸς εἰς γάμου κοινωνίαν κρυφίως καὶ ἐν παραβύστῳ, τοῦτο δὲν εἶναι δυνατὸν ποτὲ καὶ νὰ ἀποδειχθῇ καὶ νὰ βεβαιωθῇ ἐνταῦθα...

Από τα μέσα του 19ου αιώνα ο θεσμός άρχισε να φθίνει καθώς χάθηκαν τα στρατιωτικά ήθη της Μάνης, οι ηγέτες των μεγάλων οικογενειών δεν είχαν πλέον εξουσίες, οι νέοι μετανάστευσαν προς τις πόλεις και το εξωτερικό, ενώ βελτιώθηκε η θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Τότε μερικοί, ακόμα και όταν είχαν αρσενικά παιδιά, εκμεταλλεύονταν τον θεσμό μόνο για την απόκτηση παλλακίδας, γεγονός που οδήγησε στην δυσφήμιση του εθίμου. Έτσι ακόμα και άτεκνοι το απέφευγαν για λόγους αξιοπρέπειας.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]